Σε αλλοτινούς καιρούς ο σπουδαίος τροβαδούρος Διονύσης Σαββόπουλος τραγουδούσε «…και το κόμμα με τραβάει από το μανίκι». Με το πέρασμα του χρόνου ο στίχος απέκτησε ουσιαστική υπόσταση. Έπαψε να είναι η αντίδραση των ανυπότακτων στις κομματικές ντιρεκτίβες. Στην πραγματικότητα, εξέφρασε την αντίσταση σε μηχανισμούς που αποσκοπούν στην ποδηγέτηση των πολιτικών διεργασιών.
Στη μεταπολιτευτική σκηνή το πρόβλημα έγινε οξύτερο. Οι στρεβλώσεις, οι αλλοιώσεις και οι δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην αποκαλούμενη κομματοκρατία. Βασικό μέλημά της είναι ο έλεγχος και η χειραγώγηση των εξελίξεων. Δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα του οίκου της. Επιδιώκει να έχει κυρίαρχο ρόλο και λόγο σε ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.
Η συμπαράταξη των διάφορων σχημάτων είναι εμφανής σε πολλές περιπτώσεις. Οι ιδεολογικοπολιτικές διαφορές τους δεν στέκονται εμπόδιο για να συνασπιστούν στην υπεράσπιση κοινών στόχων. Κι αυτό γιατί είναι εμποτισμένα από τις πρακτικές του λαϊκισμού, του κρατισμού και των πελατειακών σχέσεων. Αποξενωμένα από τις πραγματικές ανάγκες και απαιτήσεις της εποχής, αντιστέκονται σθεναρά στις απαραίτητες αλλαγές σε καίριους τομείς.
Κορυφαίο παράδειγμα το διακομματικό «σινικό τείχος» που σήκωσαν για να ακυρωθεί η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του Τάσου Γιαννίτση. Το ίδιο έπραξαν και στη συνέχεια, εμποδίζοντας με όλους τους τρόπους αυτονόητες προτεραιότητες. Μάλιστα, για να δικαιολογήσουν την άρνησή τους επιχείρησαν να τις ενοχοποιήσουν, εμφανίζοντάς τες ως μνημονιακές συνταγές. Ακόμη και τώρα συνεχίζουν να προστατεύουν το υπερτροφικό κράτος, με εταίρους τα απαξιωμένα συνδικάτα και τους ποικιλώνυμους εργατοπατέρες. Το χειρότερο, υιοθετούν χωρίς καμία περίσκεψη, μεταξύ άλλων, τα αλόγιστα αιτήματα για προσλήψεις στον δημόσιο τομέα.
Διαχρονικά τα κόμματα εξουσίας αγκάλιασαν και στήριξαν ένα κατ? εξοχήν αντιπαραγωγικό, αντιαναπτυξιακό και κατ? επέκταση παρασιτικό μοντέλο οργάνωσης και διοίκησης. Αντίστοιχη ήταν και η συμπεριφορά των μικρότερων. Το διαπιστώνουμε και σήμερα.
Η Νέα Δημοκρατία, όσο κι αν προσπαθεί, δεν κρύβει τη δυσανεξία της για τις μεταρρυθμιστικές διακηρύξεις του Κυριάκου Μητσοτάκη, καθώς και για τα πολιτικά του ανοίγματα. Προκειμένου να καμφθούν οι αντιδράσεις, υπουργοποιήθηκαν επιπροσθέτως ορισμένοι βουλευτές της. Η στροφή στο Κέντρο δεν αντιμετωπίζεται με ενθουσιασμό από την πλειονότητα των στελεχών. Αντιθέτως, προκαλεί αμηχανία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που δεν παύει να συνιστά ένα ιδιότυπο κόμμα, δυστροπεί για την εκφρασμένη βούληση του Αλέξη Τσίπρα να τον μετεξελίξει σε μια αριστερή εκδοχή της Σοσιαλδημοκρατίας. Οι ενστάσεις που δέχεται ο πρώην πρωθυπουργός για την επιλογή του αυτή, αν και υποβόσκουσες, είναι έντονες. Οι αντιδρώντες παραμένουν γνήσιοι εκφραστές ενός απαρχαιωμένου λόγου και αναχρονιστικών θέσεων.
Το ΚΙΝΑΛ, ακολουθώντας αρχέγονες πολιτικές, φαντασιώνεται με τα πρώην μεγαλεία του πασοκικού κατεστημένου. Δίχως στοιχειώδη κομματικό ιστό, μετατράπηκε σε ένα προσωποπαγές σχήμα της Φώφης Γεννηματά. Προς το παρόν τουλάχιστον, δεν φαίνεται να βρίσκονται στο προσκήνιο εκείνοι που θα άρθρωναν μια προοδευτική πρόταση.
Στην ουσία και τα τρία, παρά τις διαφορές και τις αναντιστοιχίες τους, έχουν ένα κοινό γνώρισμα. Συνδέουν την παρουσία τους με την εξυπηρέτηση όλων εκείνων που αρνούνται τις αναγκαίες και ζωτικές για τον τόπο και την οικονομία αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Αντί να αποτελούν εργαστήρια παραγωγής νέων ιδεών και πολιτικών, είναι μηχανισμοί συντήρησης και ανεπίκαιρων αντιλήψεων.
Η εξυγίανση του κομματικού συστήματος είναι αναμφίβολα σύνθετη και απαιτητική υπόθεση. Μπορεί να επέλθει με την αξιοποίηση δημιουργικών δυνάμεων εκτός των τειχών και με νέες, αναζωογονητικές ιδέες. Μόνον έτσι θα σπάσουν τα κατεστημένα των κλειστών και αφυδατωμένων κομμάτων και θα περιοριστεί η ισχύς τους. Όσο εκείνα «τραβάνε από το μανίκι» -ποδηγετούν- τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, αναδεικνύεται περισσότερο από επίκαιρος ο εκσυγχρονισμός της πολιτικής ζωής.