Σε συζητήσεις για το διακύβευμα αυτών των εκλογών, ακούγεται συχνά η ανάγκη επίτευξης μίας «κανονικότητας». Μεγάλο μέρος των πολιτών θα δώσει την ψήφο του σε αυτό το κόμμα που θα του εξασφαλίσει μία κάποια «κανονικότητα».
Ακούγοντας τη λέξη κανονικότητα έρχεται συχνά στο νου μία κατάσταση αταραξίας, όπου όλα βαίνουν όπως πρέπει να βαίνουν, δεν υπάρχουν αλλαγές και μεταπτώσεις. Η έννοια υποδηλώνει μία ίσως αέναη επανάληψη, μία σταθερή πορεία χωρίς ρίσκα και κινδύνους, χωρίς εκπλήξεις. Ίσως η ίδια η λέξη να ενέχει και μία ηττοπάθεια. Αφού δεν μπορούμε καλύτερα, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να επιτύχουμε μία κάποια κανονικότητα. Σε κάθε περίπτωση έρχεται στο νου μία κατάσταση στατική χωρίς προοπτική προόδου και μετεξέλιξης.
Υπό αυτό το πρίσμα είναι δυνατό η κανονικότητα να είναι το ζητούμενο της χώρας μας με τις επικείμενες εκλογές; Κι όμως. Η επίκληση της κανονικότητας στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα ενέχει δυναμικά στοιχεία. Υποδηλώνει αναπόφευκτα μία προσπάθεια για την ομαλοποίηση των καταστάσεων που βιώνουμε σε αρκετούς τομείς και μία ταυτόχρονη προσπάθεια για πρόοδο.
Κανονικότητα δηλαδή στη δημόσια διοίκηση σημαίνει αρχικά αποπολιτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, η οποία είναι τόσο αυτονόητη, αλλά και συνάμα μία ουτοπία στη χώρα μας. Το φαινόμενο της παράλυσης του δημόσιου τομέα κάθε φορά που γίνονται εκλογές – και τα τελευταία χρόνια γίνονται αρκετά συχνά – πρέπει να εκλείψει. Το ζητούμενο σε μία κανονικά λειτουργούσα διοίκηση είναι η διασφάλιση της συνέχειάς της. Αυτό επιτυγχάνεται με τοποθέτηση προσώπων σε θέσεις τις δημόσιας διοίκησης, τα οποία παραμένουν εκεί ανεξάρτητα από την εκάστοτε κάθε φορά κυβέρνηση. Χρειάζεται περαιτέρω άμεση αναδιοργάνωση. Οφείλουμε να εντοπίσουμε τα κενά της διοίκησης, να τα στελεχώσουμε με ανθρώπους που έχουν συγκεκριμένες δεξιότητες και εκπαίδευση, ώστε τομείς όπως τα νοσοκομεία και τα δικαστήρια να μην εμφανίζουν τις τρομερές ελλείψεις που έχουν σήμερα.
Στον τομέα της Δικαιοσύνης κανονικότητα σημαίνει να μπορεί ο πολίτης να απευθύνεται στα δικαστήρια, χωρίς να πρέπει να ξοδέψει μία μικρή περιουσία σε παράβολα, και να είναι βέβαιος ότι σε εύλογο χρονικό διάστημα η υπόθεσή του θα λήξει. Ότι δεν θα χρειαστεί να περιμένει χρόνια μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεσή του, επιβραβεύοντας με αυτό τον τρόπο την κουλτούρα του κακοπληρωτή και του αφερέγγυου. Διότι είναι σαφές ότι η αργοπορημένη παροχής έννομης προστασίας ισοδυναμεί σε αρκετές περιπτώσεις με άρνηση.
Κανονικότητα στην παιδεία σημαίνει να εφοδιάζουμε τα παιδιά μας με τις απαραίτητες γνώσεις, αλλά χωρίς να τους ζητάμε να «παπαγαλίσουν». Η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης πρέπει να ξεκινάει ήδη από τα πρώτα σχολικά χρόνια και να φτάνει μέχρι και τις πανεπιστημιακές σπουδές. Παράλληλα χρειαζόμαστε δημόσια πανεπιστήμια υψηλού επιπέδου. Εξοπλισμένα με βιβλιοθήκες και εργαστήρια, στα οποία να μπορεί να έρευνα και να παραχθεί επιστημονικό έργο. Να μπορεί ο επιστήμονας να εξασφαλίζει τα προς το ζην από την έρευνά του και να εργάζεται απερίσπαστος στο επιστημονικό του πεδίο.
Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται τετριμμένα, και υπό αυτή την έννοια… «κανονικά». Δεν είναι έτσι. Αντιβαίνουν στην έως σήμερα «κανονικότητα» της ελληνικής κοινωνίας, στην οποία όλοι μας γαλουχηθήκαμε και τελικά αποδεχτήκαμε. Έτσι, για να τα επιτύχει η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές – και οι αμέσως επόμενες κυβερνήσεις – χρειάζεται ισχυρή πολιτική βούληση για βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις και πολλή δουλειά από το πολιτικό προσωπικό. Γι΄ αυτό η επίτευξη της κανονικότητας είναι μία διαδικασία δυναμική. Αλλά και άπαξ και καταφέρουμε να έχουμε μία χώρα «κανονική» τότε και αυτή η κανονικότητα έχει μία δυναμική. Αποτελεί τη βάση και το εφαλτήριο για ακόμα περισσότερες μεταρρυθμίσεις.