Η αλαζονεία της κ. Δούρου θυμίζει υπουργούς του ΠΑΣΟΚ σε άλλες εποχές ή πάλι υπουργούς της ΝΔ το 2004. Και βέβαια την οδηγεί στη μία μετά την άλλη επικοινωνιακή γκάφα. Τελευταία ήταν η εντύπωση που έδωσε ότι καλύπτει τους εργαζόμενους που προσλήφθηκαν με πλαστά πιστοποιητικά. Αν το είχε κάνει στέλεχος της συμπολίτευσης και τι δεν θα είχε ακούσει: ότι καλύπτει τα λαμόγια, ότι συντηρεί το πελατειακό σύστημα και τα γνωστά. Τελικώς, και η κ. Δούρου με τρεις ημέρες καθυστέρηση αναγκάστηκε να πει ότι θα είναι αμείλικτη με τέτοιες περιπτώσεις.
Πάλι καλά. Μόνο που η πολιτική ουσία βρίσκεται αλλού. Κατ΄ αρχάς στην αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι νόμοι -στην προκειμένη περίπτωση ο νόμος για την αξιολόγηση- εφαρμόζονται κατ΄ επιλογήν. Το ένα μετά το άλλο τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης μας εξηγούσαν ότι μόνο με τέτοιους «αγώνες» πάει μπροστά η ανθρωπότητα και άλλα μεγαλεπήβολα και επαναστατικά. Αποψή τους. Μόνο που ακριβώς με τον ίδιο τρόπο καταλύονται και οι δημοκρατίες. Οταν δηλαδή ομάδες φανατικών εφαρμόζουν τον δικό τους νόμο.
Και οι αντιρρησίες συνείδησης; Προφανώς και αυτοί χωρούν στη δημοκρατία. Αντιρρησίες συνείδησης όμως είναι αυτοί που εν γνώσει τους παραβιάζουν τον νόμο και υφίστανται τις συνέπειες – ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο. Δεν είναι οι κρατικοί λειτουργοί που ορκίζονται ότι θα υπερασπιστούν τη νομιμότητα. Αν η κ. Δούρου θεωρεί ότι δεν μπορεί να το κάνει για λόγους συνείδησης τότε η έντιμη και δημοκρατική στάση είναι να παραιτηθεί.
Αυτή όμως είναι η μία πλευρά που αφορά ζητήματα πολιτικής ηθικής – φαντάζομαι ότι δεν ενδιαφέρουν και τόσο αυτές τις ημέρες. Η άλλη πλευρά έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνεται ο ΣΥΡΙΖΑ τη διαχείριση των κοινών. Το πολιτικό μήνυμα που έστειλε ήταν σαφές. Τον πρώτο λόγο, πέρα και πάνω από τον νόμο, θα τον έχουν οι συντεχνίες και οι συνδικαλιστές. Ιδίως στο Δημόσιο όπου παραδοσιακά είναι και πιο ισχυροί. Σε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ο Φωτόπουλος θα είναι ντε φάκτο ο διοικητής της ΔΕΗ. Αν αυτό υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον μπορεί να το κρίνει ο καθένας.
Για να είμαστε δίκαιοι, το ΠΑΣΟΚ κουβαλά τις δικές του αμαρτίες στο θέμα αυτό. Από το «δεν υπάρχουν θεσμοί μόνο λαός» του Ανδρέα Παπανδρέου έως την ανάδειξη των συνδικαλιστών σε κύριους μοχλούς άσκησης κυβερνητικής πολιτικής, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η χώρα έχουν πληρώσει ακριβά αυτό το φαινόμενο.
Για το ΠΑΣΟΚ ήταν μια φαούστεια συμφωνία. Πέτυχε να κυριαρχήσει στην πολιτική ζωή, ανακάλυψε όμως σύντομα ότι και το ίδιο ήταν αιχμάλωτο των συνδικαλιστών. Οταν χρειάστηκε να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, το 2010 αλλά και παλιότερα, τόσο στη δεκαετία του ΄80 όσο και στη δεκαετία του ΄90, αναγκάστηκε να έρθει σε σύγκρουση με τον πυρήνα των στελεχών του. Αυτή η αντίφαση διέτρεχε πάντα το ΠΑΣΟΚ και σ΄ αυτή, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται και η σημερινή εκλογική του περιθωριοποίηση. Για τη χώρα πάλι ήταν συστατικό στοιχείο της κακοδαιμονίας της. Δεν μπορέσαμε ποτέ να υιοθετήσουμε ένα δυναμικό, εξαγωγικό και ανταγωνιστικό αναπτυξιακό μοντέλο. Αρτηριο- σκλήρυνση, ρουσφέτι, διορισμοί και κατανάλωση με δανεικά.
Αυτά βέβαια ουδόλως απασχολούν -ακόμα τουλάχιστον- τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που προέχει είναι να δημιουργήσει τα δικά του δίκτυα εξουσίας που θα του επιτρέψουν να κερδίσει τις εκλογές και στη συνέχεια να εδραιώσει τη θέση του.
Θα τα καταφέρει; Μπορεί. Με δύο σημαντικά προβλήματα όμως. Πρώτον ότι η ελληνική κοινωνία δεν βρίσκεται στο 1980. Αν τότε η ενίσχυση των συνδικαλιστών αντιμετωπιζόταν σαν ενίσχυση της δημοκρατίας σήμερα, χάρη και στις δικές τους υπερβολές, ο βίος και η πολιτεία τους είναι αποκρουστική για την πλειονότητα των πολιτών.
Δεύτερον και πιο ουσιαστικό ωστόσο είναι ότι η λογική του συντεχνιακού κράτους έχει προ πολλού χρεοκοπήσει. Το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι διαχείριση της φτώχειας. Κι αυτό ούτε οι ίδιοι συνδικαλιστές δεν θα το ανεχθούν για πολύ.