Η δοκιμασία της αναθεώρησης – Το ιστορικό, συνταγματικό και διεθνές πλαίσιο

Ευάγγελος Βενιζέλος 09 Νοε 2018

Η κίνηση της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος, θέτει σε δοκιμασία τα δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Συντάγματος. Πρώτον, τον αυστηρό χαρακτήρα του στον οποίο θεμελιώνεται η υπεροχή του σε σχέση με την κοινή νομοθεσία. Και, δεύτερον, τη σχέση του με τον μακρύ ιστορικό χρόνο στον οποίο πρέπει να κινείται.  Αυτό γίνεται μέσω των φιλελεύθερων εγγυήσεων του κράτους δικαίου (ανθρώπινα δικαιώματα και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων) και μέσω της συνταγματικής οργάνωσης των δημοκρατικών διαδικασιών με τρόπο που διασφαλίζει τον έλεγχο της εκάστοτε πλειοψηφίας και τον θεσμικό ρόλο των μειοψηφιών.

Για τον λόγο αυτό το ίδιο το Σύνταγμα θέτει όρια στην αναθεώρησή του. Όρια ουσιαστικά που αφορούν τον σκληρό πυρήνα αρχών και κανόνων που περιβάλλονται από μια «ρήτρα αιωνιότητας», όπως συμβαίνει με το άρθρο  110 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος. Και όρια διαδικαστικά που αφαιρούν την αναθεωρητική αρμοδιότητα από την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία και την καθιστούν αντικείμενο αναγκαστικής  «μετά πλειοψηφικής» συναίνεσης.

Όλα αυτά διασφαλίζουν την ευρυχωρία, την μακροβιότητα και την αντοχή των Συνταγμάτων που προσπαθούν να «εγκιβωτίσουν» σε ένα νομικό κείμενο –  συνήθως πανηγυρικό, ελλειπτικό και αφηρημένο, σε σύγκριση με τον όγκο και τη σπουδαιότητα των θεμάτων που ρυθμίζει – τη λειτουργία όχι μόνο του κράτους, αλλά και της κοινωνίας και της οικονομίας. Δεν πρέπει να υπάρχει «κομματικό» ή ιδεολογικά μονοσήμαντο Σύνταγμα. Πρέπει να υπάρχει Σύνταγμα που αποτυπώνει το ιστορικό κεκτημένο της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας, του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού και της συνταγματικής ιστορίας της χώρας. Το Σύνταγμα του 1975 ψηφίστηκε από μόνη την τότε πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας μετά από αποχώρηση της αντιπολίτευσης. Η αναθεώρηση του 1986 από την τότε πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ και την τότε κομμουνιστική αριστερά μετά από αποχώρηση της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η αναθεώρηση του 2001 ήταν η συναινετική αναθεώρηση  των ευρύτατων πλειοψηφιών, η αναθεώρηση της συνταγματικής συμφιλίωσης της χώρας. Αυτό είναι ένα τεράστιο κεκτημένο που δεν πρέπει να απολεσθεί. Ακόμη και η άνευ περιεχομένου αναθεώρηση του 2008 διεξήχθη χωρίς τη συμμετοχή της αντιπολίτευσης.

Στην εποχή μας βέβαια τα κράτη είναι πια μειωμένης ή διαμοιρασμένης  κυριαρχίας. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση κυριαρχεί ένας νέος τύπος κράτους, το «κράτος μέλος» που μετέχει στη συνεχή διεργασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η σύγκρουση μεταξύ εθνικών συνταγμάτων και έννομης τάξης της ΕΕ για το ζήτημα της υπεροχής, λύνεται με αμοιβαίο σεβασμό και υποχωρήσεις, μέσα από έναν πολύπλοκο και μακρόσυρτο διάλογο μεταξύ του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και των ανώτατων δικαστηρίων των κρατών μελών. Διαμορφώνεται έτσι ένας «ενιαίος ευρωπαϊκός συνταγματικός χώρος». Το ίδιο συμβαίνει στην ευρύτερη Ευρώπη μεταξύ των εθνικών Συνταγμάτων και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), πρακτικά μεταξύ των εθνικών συνταγματικών ή ανώτατων δικαστηρίων και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στο Στρασβούργο. Σε παγκόσμιο επίπεδο οι δυτικές αντιλήψεις περί δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχουν καταστεί ηγεμονικές, αναδεικνύουν τις αποκλίσεις που υπάρχουν σε πολλά κράτη στα οποία δεν ισχύει το πρότυπο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Τώρα το πρότυπο αυτό αμφισβητείται στην ίδια την ΕΕ με την ανάδυση των φαινομένων της αυταρχικής και μη φιλελεύθερης ( illiberal ) δημοκρατίας. Το βέβαιο, ευτυχώς, είναι ότι ένα κράτος μέλος της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν μπορεί να αναθεωρήσει το εθνικό του Σύνταγμα χωρίς να λάβει υπόψη τις δεσμεύσεις που απορρέουν από την ΕΣΔΑ και την έννομη τάξη της ΕΕ. Το κράτος μέλος υπόκειται σε διεθνή πολιτικό ( διακυβερνητικό και κοινοβουλευτικό ) και δικαστικό έλεγχο για τα θέματα αυτά.

Το σημαντικότερο είναι το όριο που θέτει σε κάθε πρωτοβουλία αναθεώρησης του Συντάγματος η ιστορική εμπειρία, απώτερη και ιδίως πρόσφατη. Η Ελλάδα έχει βιώσει την εμπειρία της οικονομικής κρίσης τα τελευταία σχεδόν δέκα χρόνια με αίτια που ανάγονται πολύ πριν. Το ισχύον Σύνταγμα άντεξε σε τεράστιες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις. Μεταβλήθηκε η κοινωνική διαστρωμάτωση, άλλαξε το πολιτικό σύστημα, τέθηκαν οξύτατα ζητήματα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας, εκδηλώθηκαν και διαψεύστηκαν στην πράξη μεγάλα κύματα ανευθυνότητας και εθνικολαϊκισμού. Ο ελληνικός λαός γνωρίζει πολύ καλύτερα τώρα τα όρια της πολιτικής αλλά και της συνταγματικής ρητορείας. Γνωρίζει τη σημασία των ευρωπαϊκών και διεθνών συσχετισμών, την πραγματική σχέση κρατών και αγορών, τη σημασία της δημοσιονομικής υπευθυνότητας, της ανταγωνιστικότητας, των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Ξέρει πόσο εύθραυστο είναι το ασφαλιστικό σύστημα,  η μακροχρόνια βιωσιμότητα του οποίου δεν διασφαλίζεται ούτε με δικαστικές αποφάσεις ούτε με προεκλογικές δημαγωγίες.  Το πρόβλημα της χώρας είναι δημοσιονομικό,  αναπτυξιακό, πολιτικό και κυρίως κοινωνικό και νοοτροπιακό. Είναι βεβαίως και πρόβλημα θεσμικό, σχετικό με τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, της διοίκησης και της δικαιοσύνης, αλλά δεν είναι το Σύνταγμα αυτό που εμποδίζει τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές και κυρίως την εφαρμογή των νομοθετημένων αλλαγών. Προφανώς είναι χρήσιμο οι θεσμικές αλλαγές να επιβεβαιώνονται με ρητές συνταγματικές αλλαγές, για να συμβεί όμως αυτό  χωρίς τον κίνδυνο η αναθεώρηση  να λειτουργήσει αντίστροφα ως πηγή νέων εντάσεων και προβλημάτων, πρέπει να υπάρχουν οι προϋποθέσεις της γνήσιας αναθεωρητικής συναίνεσης και να υψωθούν τείχη στον συνταγματικό λαϊκισμό που είναι η πιο επικίνδυνη μορφή λαϊκισμού γιατί παίζει εν ου παικτοίς: με τον πυρήνα των δημοκρατικών θεσμών και των εγγυήσεων του κράτους δικαίου.

Την περίοδο 2009 – 2018 η χώρα είδε να σχηματίζονται πολλές κυβερνήσεις, να αλλάζουν ριζικά οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί, να εξελίσσεται το θρίλερ του πρώτου εξαμήνου του 2015,  να επιβάλλεται τραπεζική αργία και έλεγχος κίνησης  κεφαλαίων, να οργανώνεται δημοψήφισμα μέσα σε πέντε ημέρες και το αποτέλεσμά του να ξεχνιέται μέσα σε λίγες ώρες. Το γεγονός ότι η χώρα υφίσταται οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο Σύνταγμά της. Το Σύνταγμα συνέβαλε αρνητικά  μόνο στις αναγκαστικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015 λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία 3/5. Πρόκειται για τη μόνη διάταξη που, παρότι είχε προταθεί, δεν αναθεωρήθηκε το 2001 λόγω της σθεναρής άρνησης της Νέας Δημοκρατίας να συμπράξει ώστε να συγκεντρωθεί η αναγκαία πλειοψηφία. Όμως και πάλι η αλλαγή των συσχετισμών και η δυναμική της είχε καταγραφεί στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2014, ασχέτως των συνταγματικών προβλέψεων περί εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.

Η αλλαγή του Συντάγματος δεν επέρχεται άλλωστε μόνο με την αναθεώρησή του, αλλά με σωρεία άτυπων μεταβολών κυρίως μέσω της δικαστικής ερμηνείας και εφαρμογής του και ιδίως μέσω της σύμφωνης με την ΕΣΔΑ και με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του Συντάγματος. Το άρθρο 14 παρ. 9 για τον λεγόμενο βασικό μέτοχο που ερμηνεύθηκε περιοριστικά σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά και το άρθρο 16 παρ.5 για τα ΑΕΙ αποκλειστικά ως ΝΠΔΔ,  ενώ λειτουργούν νόμιμα  ιδιωτικά  παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων και αναγνωρίζονται τα επαγγελματικά δικαιώματα των τίτλων τους, είναι δυο χαρακτηριστικά  παραδείγματα τέτοιας ερμηνείας.

Η κίνηση της διαδικασίας αναθεώρησης ως επικοινωνιακός και πολιτικός αντιπερισπασμός, σε συνδυασμό με τα υπαρξιακά προβλήματα της οικονομίας, την διάχυτη δυσαρέσκεια της κοινωνίας, τα μέτωπα που ανοίγουν στην εξωτερική πολιτική και τη βίαιη θεσμική κρίση που προκαλεί η συνεχής προσπάθεια της κυβέρνησης να χειραγωγήσει τη δικαιοσύνη και να την καταστήσει πολιτικό της εργαλείο, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα στην τελική φάση της παρούσας Βουλής και ενόψει εκλογών. Η αναθεώρηση αντί για πεδίο συναινέσεων λειτουργεί ως πρόσχημα για την κατασκευή τεχνητών διλημμάτων και «πνίγεται» μέσα στο κλίμα της ακραίας πολιτικής και κοινωνικής έντασης. Η χώρα υπό τις παρούσες συνθήκες χρειάζεται θεσμική ασφάλεια και σταθερότητα. Χρειάζεται Σύνταγμα που γίνεται σεβαστό και σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο να κινηθεί η  αναθεωρητική διαδικασία χρειάζεται γνήσια συναίνεση. Κάτι που προφανώς δεν υπάρχει. Μόνο υπό το πρίσμα των παραπάνω παρατηρήσεων μπορούν συνεπώς να αξιολογηθούν   ουσιαστικά οι επιμέρους προτάσεις αναθεώρησης.