Αν η πολιτική λειτουργεί σαν εργαστήρι ιδεών και ανάδειξης διακριτών ρευμάτων, τότε αναμφίβολα είναι δημιουργική. Το κυριότερο, προσδίδει υπόσταση, εμβέλεια και δυναμική σε αυτούς που διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο. Διαφορετικά, ευνουχίζεται από τους τεχνικούς της εξουσίας που υπηρετούν τους ευτελείς στόχους τους. Έτσι χάνει την όποια προωθητική δύναμη διαθέτει, με αποτέλεσμα την αποξένωσή της από τους πολίτες.
Οι διεργασίες στον χώρο της Κεντροαριστεράς έχουν τις προϋποθέσεις να λειτουργήσουν ως φύτρα δημιουργίας ενός νέου διακριτού φορέα. Η πολτοποίηση της πολιτικής στα χρόνια της κρίσης, κάθε άλλο παρά συμβάλλει στις αναγκαίες οριοθετήσεις. Εξ ου και οι παλιές διαχωριστικές γραμμές ατόνησαν αισθητά. Στη θέση τους φαίνεται να κυριαρχούν οι οριζόντιες. Τι είναι προοδευτικό και τι συντηρητικό δεν προσδιορίζεται με βάση τις προσεγγίσεις του παρελθόντος.
Ο κρατισμός, για παράδειγμα, δεν παρέπεμπε κατ’ ανάγκη σε συντηρητικές πολιτικές. Σήμερα, όμως, συνιστά την κατ’ εξοχήν έκφρασή τους. Οι δυνάμεις που δεν απεξαρτήθηκαν ακόμη απ’ αυτόν, είτε λόγω ιδεοληψιών και αναχρονισμού είτε γιατί ασπάζονται τις πελατειακές σχέσεις, αποπνέουν βαθιά συντήρηση. Η κρατικοποίηση των Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν θεωρείται πρόοδος σε μια χώρα που οφείλει να υπηρετεί την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Οι ιδεοληπτικές εμμονές των συριζαίων, πασιφανείς. Αντίστοιχα προφανής είναι και η πελατειακή λογική της ΔΗΣΥ, η οποία ψήφισε «παρών» στο Κοινοβούλιο.
Συνεπώς, η θεμελίωση νέας παράταξης θα κριθεί στο πεδίο των ιδεών και των θέσεων. Ή θα είναι προοδευτικές και σύγχρονες, ώστε να ανταποκριθούν στην αναζήτηση νέας πολιτικής έκφρασης. Ή θα περιοριστούν στην αναπαλαίωση, καθιστώντας την ανασύσταση της αλυσιτελή. Ο κίνδυνος μοιάζει υπαρκτός. Όσοι δεν τον αντιλαμβάνονται υποτιμούν το γεγονός ότι την ενδοχώρα της Κεντροαριστεράς, τον σκληρό πυρήνα των πρώην εκλογέων του ΠΑΣΟΚ, κατέλαβε ο Αλ. Τσίπρας. Μπορεί η κυριαρχία του να υποχωρεί, ωστόσο διατηρεί δυνάμεις.
Η ανταπόκριση που είχε η εκλογική αναμέτρηση για την ηγεσία αποτυπώνει τις συντελούμενες μεταβολές στις παρυφές του κεντροαριστερού ακροατηρίου. Προφανώς είναι πρόωρο να γίνεται λόγος για μεταστροφή. Πάντως, θα ήταν εξίσου λάθος να υποτιμηθούν τα όσα συνέβησαν αυτή την περίοδο με αφορμή την εκλογή. Πέρα από τη μαζική προσέλευση αξιοσημείωτη αποδεικνύεται και η συμπαράταξη του ΠΑΣΟΚ με άλλες δυνάμεις. Ο Στ. Θεοδωράκης και ο Γ. Καμίνης έδωσαν στο εγχείρημα του νέου φορέα άλλη υπόσταση. Στην πραγματικότητα, κατέδειξαν την αναγκαιότητα υπέρβασης των παλιών κομματικών τειχών. Η ανάδειξη του Νίκου Ανδρουλάκη σε ισχυρό πόλο δημιουργεί νέα δεδομένα στο εσωτερικό μιας ρευστής και μεταβαλλόμενης παράταξης. Ο πολιτικός του λόγος θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και το εκτόπισμά του.
Η Φ. Γεννηματά, παρά την επικράτησή της, θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις μεγάλες αντιφάσεις που ενέχει η επιτυχία της. Το καίριο ζήτημα, λοιπόν, το οποίο καλείται να διαχειριστεί είναι πώς θα συνταιριάξει την εκπεφρασμένη βούληση για νέο φορέα με το παλιό που ενσαρκώνει η ίδια. Το πρόβλημα είναι σύνθετο. Δεν αφορά μόνο την ουσία των πολιτικών, αλλά συνδέεται και με τον παράγοντα ηγετικότητα. Το διαμέτρημά της δεν έχει την απαιτούμενη εμβέλεια, προκειμένου να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει ένα διευρυμένο εκλογικό σώμα. Άλλωστε, οι επιδόσεις της έχουν καταγράφει. Η ταύτισή της με τους μηχανισμούς εξουσίας μπορεί να της δίνει δύναμη, παράλληλα όμως απομειώνει τα περιθώρια να προχωρήσει στις απαραίτητες τομές. Την εγκλωβίζει στο άνυδρο και άγονο περιβάλλον μιας αποστεωμένης Κεντροαριστεράς. Ως εκ τούτου, η προσέλκυση ευρύτερων δυνάμεων καθίσταται δύσκολη. Και το σημαντικότερο, επιτρέπει στους δύο μονομάχους, Αλ. Τσίπρα και Κυρ. Μητσοτάκη, να αλιεύουν στην κοινωνική βάση του κεντροαριστερού χώρου.