Φώτης Κουβέλης: “Μας καταλογίζετε ευθύνες για καθυστερήσεις. Ναι – όσο συμμετείχε η Δημοκρατική Αριστερά στην κυβέρνηση και όσο ήταν ο Αντώνης Μανιτάκης στο Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης, δεν πέρασε η πρόθεση της τρόικας να γράψει στα παλιά της παπούτσια το κράτος δικαίου και να μετατρέψει τις απολύσεις σε ενσάρκωση της διοικητικής μεταρρύθμισης”. (Από την ομιλία του στη Βουλή για το Πολυνομοσχέδιο 17/7/13)
Η Δημοκρατική Αριστερά γύρισε στο σπίτι. Από επισπεύδουσα μεταρρυθμιστική δύναμη στα σαλόνια της συγκυβέρνησης, επιστροφή στον ήπιο αριστερό αρνητισμό και την υπεράσπιση του πελατειακού «κράτους δικαίου».
Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν προσπάθησε να αναδειχθεί στο κόμμα μιας άλλης Αριστεράς. Αλλά δεν μπόρεσε. Χωρίς σαφές ιδεολογικό στίγμα, με αναφορές στο δημοκρατικό σοσιαλισμό του παρελθόντος και με ηγεσία την Ανανεωτική Πτέρυγα του Συνασπισμού ήταν μοιραίο να εγκαταλείψει. Αντί να ανοίξει σε ειδικούς, σε νέα πολιτικά πρόσωπα, σε αναβαθμισμένα όργανα και λειτουργίες, κλείστηκε στην βεβαιωμένη ανεπάρκεια των ιδίων δυνάμεων. Κρύφτηκε πίσω από τους θεσμούς που μορφοποίησαν και κατοχύρωσαν το πλέγμα των πελατειακών σχέσεων, ανέχτηκε το δημοσιοϋπαλληλικό Λεβιάθαν. Από την αρχή έδωσε την εντύπωση ότι η συμμετοχή στην κυβέρνηση ήταν απότοκο των έκτακτων συνθηκών και έπρεπε γρήγορα να τελειώνει.
Οι προθέσεις της είχαν φανεί από τις πρώτες ημέρες της ίδρυσής της. Ήθελε να έχει μεταρρυθμιστικές προτάσεις, αλλά φρόντιζε να τις κρύβει πίσω από το λεγόμενο αριστερό πρόσημο. Μόνο που στο επίμαχο τρίγωνο «κράτος – πολίτης – πολιτικό σύστημα» ως αριστερό πρόσημο νοείται παραδοσιακά η συντήρηση της κυριαρχίας της συνδικαλιστικής νομενκλατούρας και του κομματισμού που οδηγούν στην κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και τη διαπλοκή. Η λατρεία του κρατισμού είναι εγγεγραμμένη στο DNA κάθε Αριστεράς και η ευεργετική μετάλλαξη που πολλοί προσδοκούσαν δεν έγινε. Κορυφαίο παράδειγμα ο νέος νόμος για τα ΑΕΙ. Και τον καταψήφισε όταν ήρθε στη βουλή το 2010 και φρόντισε να τον απονευρώσει όταν μπήκε στην κυβέρνηση το 2012. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής τα ζει καθημερινά το ελληνικό πανεπιστήμιο.
Πριν ένα χρόνο, η ΔΗΜΑΡ έκανε το μεγάλο βήμα. Προσπάθησε να αλλάξει πορεία. Μετά την πρώτη εκλογή και υπό το φόβο της απορρόφησης από τον ανερχόμενο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε από το εκλογικό σώμα εντολή για κυβερνητική λύση και την πήρε. Μπήκε στην κυβέρνηση ως η αυθεντική μεταρρυθμιστική συνιστώσα. Αλλά δεν είχε σχέδιο. Δεν είχε σαφείς και ρεαλιστικές προτάσεις, μελέτη εφαρμογής, ομάδα υποστήριξης. Δεν είχε την πολιτική βούληση και το θάρρος να επιβάλει την τήρηση της προγραμματικής συμφωνίας, να συνεννοηθεί με τους εταίρους της και να συγκρουστεί με το βαθύ δημόσιο. Προσπάθησε να επιβιώσει διακριτικά, καταψηφίζοντας το 2ο μνημόνιο, αλλά υπερψηφίζοντας τον προϋπολογισμό. Βυθίστηκε στις αντιφάσεις. Όταν το μαχαίρι της τρόικα έφτασε στο ψαχνό, δηλαδή στο κράτος, αποχώρησε, βγάζοντας λόγους περί δημοκρατίας. Τώρα πια έχει επιστρέψει στο αντιμνημονιακό μέτωπο και στην αγωνία της επιβίωσης. Ποτέ της δεν κατάλαβε ποιο ήταν το δικό της ακροατήριο. Ο ΣΥΡΙΖΑ την περιμένει χαμογελώντας αυτάρεσκα.
Στη ΔΗΜΑΡ είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους και όλοι οι αριστεροί μεταρρυθμιστές για την ανασύσταση του χώρου της κεντροαριστεράς. Μετά την επιλογή της συμμετοχής στην κυβέρνηση οι ελπίδες αυτές έγιναν βάσιμες. Ωστόσο η ηγεσία του κόμματος αισθάνεται άβολα δίπλα στις δυνάμεις του πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ και η υπόθεση της δημιουργίας ενός μόνιμου φόρουμ διαλόγου δεν περπάτησε με δική της ευθύνη. Είναι φανερό ότι η ηγετική της ομάδα πιστεύει ακόμα ότι θα ανακτήσει μέρος του αριστερού ακροατηρίου που θα της δώσει τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί με το ΣΥΡΙΖΑ όταν και αν οι πολιτικές συνθήκες το επιτρέψουν.
Ενδιαφέρον έχει και ο πολιτικός βίος των φιλελεύθερων αριστερών μεταρρυθμιστών της ΔΗΜΑΡ. Μέχρι τον Ιούνη του 2012 έδιναν χαμένες μάχες υπέρ των μεταρρυθμίσεων, κυρίως στο χώρο της Παιδείας και έβλεπαν τις δυνάμεις τους να φυλλορροούν. Με την ξαφνική στροφή του Φώτη Κουβέλη και την είσοδο στην κυβέρνηση πίστεψαν αφελώς ότι ήρθε η ώρα τους. Νόμισαν ότι το εσωκομματικό πεδίο έγινε γι αυτούς προνομιακό. Ότι ο πρόεδρος ήταν πια «δικός» τους. Προσπάθησαν να επηρεάσουν τις αποφάσεις, σεβόμενοι την κομματική νομιμότητα αλλά δεν τα κατάφεραν. Δεν είχαν τη δύναμη αλλά ούτε και τον τρόπο να διασπάσουν την ηγετική ομάδα και να στρέψουν αλλού την πολιτική του κόμματος. Μετά τη νέα «αριστερή στροφή» βρέθηκαν και πάλι εκτός τροχιάς, απογοητεύτηκαν και τώρα αποστασιοποιούνται.
Η ΔΗΜΑΡ είναι ένα αριστερό κόμμα σαν όλα τα άλλα, με ένα κάποιο μεταρρυθμιστικό άρωμα, αλλά με «βαθιά αριστερή ψυχή». Δεν θα συγκατανεύσει σε καμιά αξιολογημένη ή μη απόλυση από το Δημόσιο, σε κανένα περιορισμό του κράτους, σε καμιά ιδιωτικοποίηση δικτύων ή άλλων σημαντικών υπηρεσιών. Θα υπερασπιστεί τα κλειστά επαγγέλματα και τα προνόμια των συντεχνιών, τα ευαγή ταμεία, τους πρυτάνεις και το βαθύ πανεπιστήμιο. Είναι πρόθυμη να συζητήσει αλλαγές σε όλους τους τομείς αρκεί αυτές να μη θίγουν τον πυρήνα της κεντρικής αφήγησης που έχει η Ελληνική Αριστερά για την οργάνωση της κοινωνίας. Κράτος δικαίου μόνο για τις αυτοδιαχειριζόμενες συντεχνίες και οικονομία πλήρως ελεγχόμενη από το πολιτικό σύστημα.
Η συμμετοχή της στην κυβέρνηση ήταν χρήσιμη για την σταθεροποίηση του πολιτικού κλίματος, αλλά ανώφελη για τη μάχη της διοικητικής μεταρρύθμισης. Σήμερα επαίρεται ότι η παρουσία της εμπόδιζε την Τρόικα να προχωρήσει στις αυτονόητες αλλαγές που είχε συνυπογράψει. Τελικά είναι μια συντηρητική αριστερή δύναμη και καλά έκανε και γύρισε στο σπίτι. Στο περιβάλλον του ΣΥΡΙΖΑ ίσως αποδειχθεί πιο χρήσιμη. Αλίμονο.
Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 34. Αύγουστος 2013, του Books? Journal