Πολύ πριν αποκαλυφθεί η εκμετάλλευση προσωπικών δεδομένων των χρηστών του Facebook από την Cambridge Analytica προκειμένου να γίνουν δέκτες στοχευμένων μηνυμάτων με βάση τις προτιμήσεις τους και τα ειδικά ενδιαφέροντά τους, είχε ξεκινήσει μεγάλη συζήτηση σε ΗΠΑ και ΕΕ για την επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη λειτουργία της δημοκρατίας.
Στο εξώφυλλο του Economist, της 4ης Νοεμβρίου, κυριαρχούσε ο τίτλος “Η απειλή των social media για τη δημοκρατία” (Social media’s threat to democracy). Η στοχευμένη διαφήμιση, η ομαδοποίηση των χρηστών με βάση τις προτιμήσεις τους και η επεξεργασία μεγάλων βάσεων δεδομένων με την αξιοποίηση αλγορίθμων, η προσπάθεια επηρεασμού εκλογικών αποτελεσμάτων από ξένες δυνάμεις, η χρήση εικονικών λογαριασμών και η διακίνηση ψευδών ειδήσεων αποτελούν όλο και περισσότερο ζητήματα που απασχολούν τη δημόσια συζήτηση.
Μόνο για το 2017 “οι πωλήσεις” στοχευμένων διαφημίσων μέσω facebook ανήλθαν στα 40 δισ. δολάρια. Μολονότι η πολιτική διαφήμιση αντιστοιχεί μόλις στο 3% αυτού του ποσού, ήδη επισημαίνονται οι κίνδυνοι για τη δημοκρατία από το γεγονός ότι 2-3 εταιρείες-κολοσσοί, μπορούν πλέον να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στον επηρεασμό των προτιμήσεων των ψηφοφόρων. Η συζήτηση για τον τρόπο χρησιμοποίησης της βάσης δεδομένων, είναι ένα από τα μεγάλα ζητήματα του μέλλοντος από τη στιγμή μάλιστα που η διαμόρφωση της κοινής γνώμης έχει μετακινηθεί από τα παραδοσιακά μέσα (τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες) στο ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Πολιτικοί στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την υπόλοιπη Ευρώπη ασκούν πίεση στις μεγάλες εταιρείες οι οποίες έχουν βρεθεί στο στόχαστρο επειδή εκτός των άλλων (παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού, αμφιλεγόμενες φορολογικές πρακτικές), έχουν γίνει βήμα για την έκφραση ρατσιστικού λόγου και την καλλιέργεια του μίσους στις κοινωνίες. Ο συμβιβαστικός λόγος και οι αποχρώσεις αποτελούν απαραίτητα στοιχεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αλλά τέτοιου είδους λόγος δεν έχει ούτε πολλά like, ούτε πολλά retweet. O χαρακτήρας των μέσων “βοηθάει” ώστε να προβάλονται πολιτικοί που έχουν ακραίο επιθετικό λόγο, να διακινούνται συνομωσιολογικές θεωρίες και να χρησιμοποιείται γλώσσα που απευθύνεται σε πρωτόγονα ένστικτα.
Το τοπίο όπως το ξέραμε τα τελευταία χρόνια αρχίζει να αλλάζει. ¨Ηδη πριν καν από τις τελευταίες αποκαλύψεις για το facebook, υπήρχαν ισχυρές πιέσεις για τη λήψη μέτρων.
“Ίσως είναι η αρχή του τέλους γι΄αυτές τις εταιρείες” λέει ο D.Tambini διευθυντής του προγράμματος για τις πολιτικές των ΜΜΕ, στο London School of Economics και προσθέτει ότι εταιρείες όπως το Facebook το Twitter και η Google δεν μπορούν να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη δίχως να δεσμεύονται από καμιά από τις υποχρέωσεις που έχουν οι εκδότες. Επισημαίνει δε ότι πρέπει να βρίσκονται κάτω από μεγαλύτερο έλεγχο. Πριν ακόμη ξεσπάσει ο θόρυβος για την διαρροή προσωπικών δεδομένων, Facebook, Google και Twitter δήλωσαν ότι παίρνουν στα σοβαρά το πρόβλημα του ρατσιστικού λόγου και της καλλιέργειας μίσους κι έχουν επενδύσει σε πρωτοβουλίες για να το αντιμετωπίσουν.
Οι εταιρείες λένε ότι χρησιμοποιούν προγράμματα τεχνητής νοημοσήνης και προσλαμβάνουν διαχειριστές προκειμένου να απομακρύνουν από τα δίκτυά τους, επικίνδυνο περιεχόμενο. Βουλευτές του Βρετανικού Κοινοβουλίου ζήτησαν από το Facebook και το Twitter να τους δώσουν λεπτομέρειες για τη ρωσική δραστηριότητα στα δίκτυα τους στη διάρκεια του δημοψηφίσματος για το Brexit ενώ οι ίδιες εταιρείες παραδέχθηκαν στο Αμερικανικό Κογκρέσο ότι τρολ του Κρεμλίνου πλημμύρισαν τις πλατφόρμες τους με ψεύτικες ειδήσεις υπέρ του Τράμπ στη διάρκεια της προεκλογικής προεδρικής καμπάνιας. Το Facebook παραδέχθηκε ότι 146 εκατομμύρια αμερικανοί είδαν αυτή την παραπληροφόρηση. Η Google παραδέχθηκε για το YouTube ότι 1.108 video είχαν σχέση με τη Ρωσία ενώ το twitter ότι τέτοιου είδους σχέση είχαν 36.746 λογαριασμοί.
Ο έλεγχος αυτών των οργανισμών ώστε να τηρούν τους νόμους είναι όρος εκ των ων ουκ ανευ για τις δημοκρατίες. Το γεγονός ότι αυτός ο έλεγχος δεν έχει συμβεί, είναι άλλη μια απόδειξη ότι οι κανόνες οργάνωσης των κοινωνιών αργούν να προσαρμοστούν στις τεχνολογικές εξελίξεις. Ενα από τα μεγάλα προβλήματα είναι ότι αυτές οι εταιρείες λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο, όμως ο τρόπος που λειτουργούν πρέπει να αντιμετωπιστεί σε εθνικό επίπεδο ή μέσω διεθνών συμφωνιών.
Αν ξεκινήσουμε με την υπόθεση ότι είναι εκδότες, τότε θα αντιμετωπίζονταν με τους υφιστάμενους νόμους οι οποίοι προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα και προβλέπουν συγκεκριμμένες κυρώσεις γι΄αυτούς που τα παραβιάζουν.
Η Ε.Ε. έχει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες παρέμβασης για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και την εφάρμογη των κανόνων ανταγωνισμού απ΄ότι κάθε κράτος-μέλος ξεχωριστά. Πρόσφατα θεσπίστηκε η General Data Protection Regulation για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Στη Βρετανία συζητούν νομοθετικές παρεμβάσεις σε περιπτώσεις που αναρτήσεις διασπείρουν ψευδείς ειδήσεις και ενισχύουν τη βία το μίσος και την τρομοκρατία.
Στη Γαλλία ο Εμ.Μακρόν είναι πιο αποφασιστικός και ανακοίνωσε την πλήρη αναμόρφωση του νόμου για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης με στόχο να πολεμήσει τη διάδοση των ψευδών ειδήσεων στα κοινωνικά δίκτυα. Ο νέος νόμος θα υποχρεώνει όλα τα ΜΜΕ να δημοσιοποιούν την ταυτότητα των διαφημιζόμενων σε αυτά όπως και αυτών που τα χρηματοδοτούν. Επίσης μια ψεύτικη είδηση θα μπορεί να αφαιρείται από μία ιστοσελίδα με παρέμβαση δικαστή ενώ θα μπορούν να επιβληθούν στην ιστοσελίδα μεγάλα πρόστιμα ή κλείσιμο. Επίσης αλλάζει και το εποπτικό πλαίσιο. To γαλλικό ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο αποκτά περισσότερες αρμοδιότητες ώστε να μπορεί να παρέμβει άμεσα. Η πρώτη σκληρή αντίδραση κατα των σχεδίων Μακρόν ήρθε από την Μαρίν Λεπέν ή οποία έγινε υπερασπίστρια της ελευθερίας του λόγου και κατήγγειλε ότι η Γαλλία φιμώνει τους πολίτες.Περίπου το ίδιο που λέει και η Χρυσή Αυγή.
Το πρόβλημα δεν σταματά στα fake news. Μια μελέτη έδειξε ότι στις αναπτυγμένες χώρες οι χρήστες αγγίζουν τα κινητά τους 2.600 φορές την ημέρα. Κάποιοι λοιπόν ξέρουν πολύ καλύτερα τις προτιμήσεις μας απ΄ό τι ακόμη και τα πιο κοντινά μας πρόσωπα. Οι εταιρείες που με αλγορίθμους γνωρίζουν τα προσωπικά ενδιαφέροντα των χρηστών ξέρουν σε ποιούς και με ποιό τρόπο θα απευθυνθούν ώστε να τους επηρεάσουν. Στο πλαίσιο της εκστρατείας του 2012, η ομάδα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Ομπάμα δοκίμασε πάνω από 10.000 εκδοχές μηνυμάτων για να τεστάρει πια είναι περισσότερο αποτελεσματικά.
Προφανώς δεν μπορούμε να γυρίσουμε προς τα πίσω το ρολόϊ της ιστορίας. Ούτε να ελεεινολογούμε την κατάσταση στα social media. Zούμε σε μια εποχή μετάβασης. Κι έχει τα προβλήματά της. Είναι καθήκον των οργανωμένων κοινωνιών να τα αντιμετωπίσουν, ώστε να πάψει να ισχύει ο “νόμος της ζούγκλας”.
thetoc.gr