Όσο προχωρούμε προς το μέλλον, η δημοκρατία συρρικνώνεται και αποκτά τυπικό, διαδικαστικό χαρακτήρα νομιμοποίησης πολιτικών επιλογών και αποφάσεων, χωρίς να συμμετέχουν με ουσιαστικό τρόπο οι πολίτες.
Η απόσταση μεταξύ πολιτικής, πολιτικού συστήματος και πολιτών διευρύνεται, όπως πιστοποιείται από τα στοιχεία για την συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες, αλλά και τα αποτελέσματα ερευνών για την στάση των πολιτών σε σχέση με την πολιτική και τους πολιτικούς.
Αυτό το φαινόμενο δεν περιορίζεται σε μια χώρα, έχει γενικεύσιμη ισχύ, ανεξάρτητα ακόμη και από το επίπεδο ευημερίας των κοινωνιών ή τον ρόλο των διαφόρων χωρών στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας και την επιρροή τους στις πλανητικές εξελίξεις.
Όμως δεν είναι μόνο οι πολίτες, οι οποίοι με την στάση τους οριοθετούν την κρίση της δημοκρατίας. Πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν και οι πολιτικοί και τα κόμματα.
Τα παραδείγματα δύο χωρών με διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης και ρόλο στη διεθνή σκακιέρα, των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και της Ελλάδας, είναι πολύ ενδεικτικά.
Η εμφάνιση του Donald Trump στην πολιτική σκηνή των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και η αποδοχή του από ένα σημαντικό τμήμα των Αμερικανών πολιτών δεν είναι τυχαία. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν εκφράζει επικίνδυνες θέσεις, οι οποίες άπτονται των ορίων της απανθρωπιάς και του ρατσισμού.
Συγκεκριμένα είναι υπέρ της επανόδου της πρακτικής των βασανιστηρίων και της τοποθέτησης συρματοπλεγμάτων στα σύνορα με το Μεξικό, για να εμποδίζεται και να ανακοπεί η ροή μεταναστών προς τις Η.Π.Α. Ακόμη και ο Πάπας Φραγκίσκος τον απεδοκίμασε. Όμως η δημοφιλία του Donald Trump είναι αρκετά υψηλή.
Αυτό οφείλεται στην καλλιέργεια φόβου για πιθανή τρομοκρατική επίθεση και στο χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης των Αμερικανών πολιτών στους πολιτικούς θεσμούς. Εξάλλου το πολιτικό γίγνεσθαι στις Η.Π.Α. είναι βασικό τμήμα της κοινωνίας του θεάματος και οι πολίτες το βιώνουν, ως τέτοιο, από τις πολυθρόνες τους.
Γι’ αυτό και γενικότερα η πολιτική επικοινωνία σε μαζικό επίπεδο έχει παρόμοια χαρακτηριστικά σε σχέση με όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς και τα πολιτικά πρόσωπα.
Οι πολίτες αντιμετωπίζονται ως καταναλωτές πολιτικού θεάματος. Οπότε βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ο λαϊκισμός, διότι κυριαρχεί η εικόνα και η εντύπωση , που προκαλεί και όχι ο ορθολογισμός και η σε βάθος ενημέρωση.
Στην Ελλάδα οι συνθήκες κρίσης της δημοκρατίας, εκτός των άλλων, επηρεάζονται από την γενικότερη άσχημη κατάσταση, στην οποία βρίσκεται η χώρα τα τελευταία χρόνια όχι μόνο στον οικονομικό τομέα αλλά και στον πολιτισμικό και στον κοινωνικό.
Το μοντέλο, πάνω στο οποίο στηρίζεται η κοινωνία, δεν μπορεί να συμπορευθεί με την σύγχρονη δυναμική των ανεπτυγμένων χωρών. Γι’ αυτό και η κρίση της δημοκρατίας είναι πιο οξυμένη, ενώ η συνοχή της ελληνικής κοινωνίας απειλείται με κατάρρευση.
Με όλα αυτά τα δεδομένα προκαλεί έκπληξη ο κυνισμός του πολιτικού συστήματος, του οποίου το υπηρετικό προσωπικό δεν διστάζει να επιρρίπτει τις ευθύνες για την δική του παρακμή στους πολίτες.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τοποθέτηση του πρώην υφυπουργού Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων κατά την διάρκεια συνέντευξης του σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό της Αλεξανδρούπολης (17.2.2016), σύμφωνα με την οποία «οι πολιτικοί δυστυχώς δεν κρίνονται από αυτά που κάνουν, αλλά από αυτά που έλεγαν. Αν δεν τάξεις, δεν σε ψηφίζει. Όταν σου μιλάει κάποιος ορθολογικά, δεν είναι καλός. Επειδή είμαι παλιά καραβάνα και επειδή δεν φείδομαι των λόγων μου, πρέπει κάποια στιγμή να πούμε την αλήθεια. Αυτή είναι η αλήθεια».
Πράγματι, ο αναγκασθείς σε παραίτηση μετά από αυτή την τοποθέτηση υφυπουργός Παναγιώτης Σγουρίδης, είπε την αλήθεια. Μόνο που το περιεχόμενο της το χρέωσε αποκλειστικά στον απρόσωπο αποδέκτη πολίτη, χωρίς να αναλάβουν τόσο ο ίδιος όσο και το πολιτικό σύστημα, το οποίο εκπροσωπεί, την ευθύνη, που τους αναλογεί.
Ουσιαστικά είπε, ότι το δημοκρατικό πολίτευμα καλλιεργεί την χειραγώγηση της κοινωνίας.
Ούτε λίγο ούτε πολύ είπε, ότι οι επιλογές των πολιτών σε σχέση με την πορεία της κοινωνίας προς το μέλλον βασίζονται σε ψεύδη και φαντασιώσεις.
Βέβαια υπάρχει και η άλλη εκδοχή «δημοκρατικής λειτουργίας», στο πλαίσιο της οποίας οι δημοκρατικοί θεσμοί χρησιμοποιούνται για την ισοπέδωση κάθε έννοιας χρησιμότητας της δημοκρατίας, με στόχο την εγκαθίδρυση ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Σε αυτό το πλαίσιο εκτοξεύονται χυδαίοι αρνητικοί χαρακτηρισμοί κατά προσώπων, οι οποίοι στοχεύουν στην αμφισβήτηση του πατριωτισμού των βουλευτών των κομμάτων του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι, όσα έγιναν στις 17.2.2016 στη Βουλή, στην συνεδρίαση της Επιτροπής για θέματα Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων. Οι διάλογοι αποπνέουν χυδαιότητα και ρατσισμό, ενώ οδηγούν κάθε καλοπροαίρετο πολίτη στην αποστασιοποίηση από το πολιτικό γίγνεσθαι.
Συγκεκριμένα οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής και μέλη της Επιτροπής χαρακτήρισαν τους κυβερνητικούς βουλευτές από «προδότες» και «καραγκιόζηδες» μέχρι «φιλιππινέζες των μεταναστών». Δεν παρέλειψαν να μιλήσουν και για «ξεπούλημα».
Ο εθνικισμός και ο ρατσισμός κυριαρχούν και συνθέτουν ένα επικίνδυνο μίγμα για την πορεία της χώρας, ενώ η δημοκρατική λειτουργία συνθλίβεται.
Αυτές οι προβληματικές συνθήκες θέτουν επιτακτικά το ερώτημα για τα αίτια, που οδήγησαν στην κρίση της δημοκρατίας, ώστε να συζητηθούν και να γίνουν οι αναγκαίες δομικές προσαρμογές σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, οι οποίες θα της προσδώσουν σύγχρονη λειτουργικότητα.
Βέβαια σημείο αναφοράς δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά ο πολίτης και η διαμόρφωση των προϋποθέσεων, ώστε να είναι σε θέση με γνώση, συμμετοχή σε διαδικασίες διαλόγου στις τοπικές κοινωνίες και εργαλείο τον ορθολογισμό να συμβάλλει στον προσδιορισμό του κοινωνικού συμφέροντος και εμμέσως να συναποφασίζει για την πορεία της χώρας, της Ευρώπηςκαι της παγκόσμιας κοινότητας.
Έτσι όπως λειτουργεί τώρα τόσο ο πολίτης όσο και το πολιτικό σύστημα, αυτό είναι ανέφικτο.
Κατ’ αρχήν σε εθνικό επίπεδο η δημοκρατία δεν πληροί τις δομικές προϋποθέσεις για ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών. Απλά χρησιμοποιείται ως μηχανισμός παροχής νομιμοποίησης των διαφόρων θεσμικών οργάνων της πολιτείας.
Αυτό οφείλεται στο μαζικό χαρακτήρα των σύγχρονων κοινωνιών και στην αδυναμία πραγμάτωσης της άμεσης δημοκρατίας. Ταυτοχρόνως δεν υπάρχουν τόσο σε αριθμό όσο και σε σχέση με τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά δομές της κοινωνίας πολιτών, στις οποίες θα μπορούσε να αναπτυχθεί διάλογος και να διαμορφωθεί η συλλογική και η ατομική πολιτική βούληση, αλλά και να οριοθετηθεί το κοινωνικό συμφέρον.
Υπάρχουν όμως και άλλα εμπόδια, τα οποία πρέπει να υπερπηδηθούν.
Η μεγάλη ταχύτητα της εξέλιξης παράγει επίσης μεγάλη ποσότητα πολύπλοκων δεδομένων, τα οποία οι πολίτες δεν είναι δυνατόν σε ατομικό επίπεδο να επεξεργασθούν νοητικά και να τα κατανοήσουν, ώστε να είναι σε θέση να καταλάβουν το παρόν και να οραματισθούν το μέλλον.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας και οι επιπτώσεις της στην πραγματικότητα, ανάλογα με τον τρόπο που θα χρησιμοποιηθεί. Η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να επηρεάσει ακόμη και την αγορά εργασίας, αλλά και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων.
Επίσης η λήψη πολιτικών αποφάσεων πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης και του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας. Αυτό σημαίνει, ότι η πραγματικότητα γίνεται πολύ πιο σύνθετη και οι πολιτικές αποφάσεις οφείλουν να συνυπολογίζουν πολύ περισσότερες παραμέτρους.
Κατ’ επέκταση οι πολίτες για να κρίνουν τις όποιες προτάσεις για το μέλλον και να κάνουν πολιτικές επιλογές, επιβάλλεται να είναι και αυτοί γνώστες της σύνθετης πραγματικότητας.
Αυτό βεβαίως προϋποθέτει την ύπαρξη μηχανισμών απλοποίησης της πολύπλοκης πραγματικότητας στις κοινωνίες, που θα παράγουν γνώση για τον πολίτη, ο οποίος ούτε το χρόνο έχει ούτε και το μεθοδολογικό εργαλείο για να κατανοεί αυτό, που τον περιβάλλει.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν ανάλογοι μηχανισμοί στις δομές της κοινωνίας πολιτών με την συνδρομή και της διανόησης, η οποία επιβάλλεται να δραστηριοποιηθεί σε αυτό τον τομέα, αναλαμβάνοντας τις πολιτικές ευθύνες που της αναλογούν.
Η δημοκρατία όμως δεν πρόκειται να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο, εάν δεν αξιοποιηθεί λειτουργικά ο τομέας της πολιτικής επικοινωνίας. Ο τρόπος, με τον οποίο γίνεται προς το παρόν, δεν οδηγεί στην ενημέρωση των πολιτών αλλά στην χειραγώγηση τους.
Συγκεκριμένα η πολιτική επικοινωνία βασίζεται στην εικονική παρουσίαση των πολιτικών δρώμενων, η οποία βέβαια είναι αποσπασματική. Περιορίζεται μόνο στο περιεχόμενο της εικόνας και δεν αποτυπώνει το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό υπόστρωμα, το οποίο οριοθετεί την πραγματικότητα.
Αρκεί να παρακολουθήσει κάποιος τα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης. Ο λόγος, που συνοδεύει την εικόνα είτε με την μορφή σχολίων είτε περιγραφικά, δεν υπερβαίνει τα όρια των τοπικής σημασίας γεγονότων ή των πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Σίγουρα δεν διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για σφαιρική και σε βάθος ενημέρωση του πολίτη, ώστε να παίζει τον ρόλο, που του αναλογεί, στην δημοκρατία. Απλά συμβάλλει στην μετατροπή της πολιτικής σε τηλεοπτικό θέαμα, το οποίο μπορεί να το παρακολουθεί από την πολυθρόνα του.
Τέλος στο επίπεδο των υπερεθνικών μορφωμάτων, όπως είναι η Ευρώπη, η δημοκρατία βιώνεται από τους πολίτες, όταν έρχονται οι ευρωεκλογές, στις οποίες ψηφίζει με εθνικά κριτήρια και χωρίς γνώση του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι.
Εξάλλου δεν δραστηριοποιούνται ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα, αφού δεν υπάρχει ούτε ευρωπαϊκή διακυβέρνηση. Γι’ αυτό κυριαρχεί η λογική του εθνικού συμφέροντος. Το προσφυγικό απέδειξε με τον καλύτερο τρόπο την ανεπάρκεια των πολιτικών ηγεσιών των κρατών-μελών να οικοδομήσουν μια πραγματικά Ενωμένη Ευρώπη με ευρωπαϊκούς θεσμούς, οι οποίοι διαθέτουν το απαραίτητο φορτίο εξουσίας, ώστε να παίρνουν πολιτικές αποφάσεις (π.χ. Ευρωκοινοβούλιο).
Δυστυχώς τα πάντα είναι αποτέλεσμα των συσχετισμών δύναμης μεταξύ των κρατών-μελών και των συμφερόντων, τα οποία υπηρετούνται. Το ίδιο ισχύει και σε πλανητικό επίπεδο.
Το θέμα είναι, οι πολίτες να συνειδητοποιήσουν την ωμή αλήθεια και να αποφασίσουν, αν έχει νόημα η μετατροπή της δημοκρατίας σε μηχανισμό νομιμοποίησης κατεστημένων συσχετισμών δύναμης σε εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο ή επιθυμούν να λειτουργεί προς όφελος των πολιτών.