Η δημοκρατία δεν είναι ολοκληρωτισμός

Γιώργος Σιακαντάρης 26 Ιουλ 2012

Στην Ελλάδα, πολλά χρόνια πριν από το καλοκαίρι του 2010 και με όσα συνέβησαν τότε, υπήρχε ένα μεγάλο πολιτικό πρόβλημα. Το πρόβλημα αυτό αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο, ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία εκτείνονται από τις ελίτ έως τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες, αντιλαμβάνονταν και αντιλαμβάνονται την έννοια και τις αξίες της δημοκρατίας. Το πρόβλημα αυτό έγινε -σε μερικούς, όχι σ’ όλους- εμφανές όταν στην Πλατεία Συντάγματος κυριάρχησαν παθιασμένες φωνές και κραυγές του είδους «η δημοκρατία δεν έπεσε το ’73, αλλά θα πέσει σε τούτη την πλατεία», κρεμάλες, μπ… και άλλα παρόμοια.

Αυτό που έγινε το 2010 και συνεχίζεται σήμερα, όπου πολλοί διατείνονται πως η μεταπολίτευση ήταν η χειρότερη περίοδος στην πολιτική ζωή της χώρας, ήταν το πύον που έσπασε μιας ήδη προϋπάρχουσας στο μαζικό ασυνείδητο καχυποψίας, αν όχι και περιφρόνησης της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, του μόνου είδους δημοκρατίας που έχουν γνωρίσει οι νεωτερικές κοινωνίες. Στην Πλατεία νομιμοποιήθηκαν από ευρύτερες μάζες πολιτών συνθήματα, που μέχρι τότε μόνο οι τότε «περιθωριακοί» χρυσαυγίτες προωθούσαν. Νομιμοποιήθηκε αλλά δεν παράχθηκε, είχε ήδη παραχθεί, μια αντίληψη «δεξιά και αριστερή» που έβλεπε τη δημοκρατία είτε ως απάτη, είτε ως φενάκη, είτε ως μέσο για την προώθηση των συμφερόντων των ισχυρών, είτε ως εργαλείο χρήσιμο για να ανέλθει κάποιος στην εξουσία και μετά να την καταργήσει, είτε όλα αυτά μαζί.

Τυπικός εκπρόσωπος αυτής της αντίληψης για τη Δημοκρατία ως μέσο για να καταλάβει κανείς την εξουσία και μετά να την καταργήσει, είναι ο σύντροφος Λένιν, που χρησιμοποίησε τη δημοκρατία του Κερένσκι ή του Φεβρουαρίου του ’17, για να την καταλύσει τον Ιανουάριο του ’18. Τότε ακριβώς κατάργησε τη Βουλή, που είχε προκύψει μέσα από σχετικά ελεύθερες εκλογές (σχετικά ελεύθερες για τους μη μπολσεβίκους εννοώ). Σε αυτές τις εκλογές, οι μπολσεβίκοι απέσπασαν το 25%, ενώ οι μενσεβίκοι και οι εσέροι το 62%. Ο Λένιν, σε άρθρο του με τίτλο: «Οι εκλογές για την Συντακτική Συνέλευση και η δικτατορία του προλεταριάτου», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κομμουνιστική Διεθνής», τεύχη 7-8, τον Δεκέμβριο του 1919, αναφέρει πως η Συντακτική Συνέλευση διαλύθηκε από τους μπολσεβίκους τον Ιανουάριο, γιατί ήταν ένα «όργανο που δεν εξέφραζε τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων εφόσον είχε εδραιωθεί η εξουσία των Σοβιέτ». Στα ελληνικά, μπορεί κανείς να το διαβάσει όλο στο Β. Ι. Λένιν, Άπαντα τ. 40 σελ. 1-24. Θα συνιστούσα ειδικά αυτός ο τόμος να διαβαστεί από πάρα πολλούς, γιατί εκεί μέσα είναι συμπυκνωμένη όλη η αντίληψη του πολιτικού ολοκληρωτισμού.

Και όμως, το ελληνικό πολιτικό σύστημα, δεν αναφέρομαι φυσικά στο ΚΚΕ, με το πρόσχημα της μη ταύτισης του κομμουνισμού με τον φασισμό, ποτέ δεν καταδίκασε τον ζοφερό ολοκληρωτισμό που προέκυψε απ’ αυτήν την ενέργεια. Όσες φορές τέθηκε στο ευρωκοινοβούλιο θέμα καταδίκης του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού, σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της χώρας, από το ΚΚΕ ως τον Μεϊμαράκη και τον Καρατζαφέρη, αρνήθηκε να καταδικάσει ένα καθεστώς που κατάργησε ένα πολίτευμα, την αποκατάσταση του οποίου στην Ελλάδα, γιόρταζαν όλοι αυτοί κάθε 24 Ιουλίου. Όλος ο πολιτικός κόσμος αυτής εδώ της χώρας (αστικός και μη), αρνήθηκε να υπερψηφίσει ψηφίσματα που απλώς καταδίκαζαν τον ολοκληρωτισμό και τις συνέπειές του.

Ξαφνικά, το 2010, όλοι (;) ανακαλύπτουν πως οι πολίτες δεν πιστεύουν και τόσο πολύ στη δημοκρατία, ή, ακόμη χειρότερα, πιστεύουν πως δημοκρατία σημαίνει «δεν τηρώ τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις μου, αν δεν τις τηρούν και οι άλλοι». Αυτό όμως είναι το πρόσχημα, γιατί μέχρι τότε, σε σχετικό βαθμό, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού «τηρούσε τις δεσμεύσεις της», παρόλο που οι ελίτ της δεν ήσαν και τόσο φανατικές στην τήρηση των δικών τους δεσμεύσεων.

Είναι όμως η περίοδος που κανέναν δεν ενοχλούσε τόσο πολύ αν οι ελίτ ζούσαν μέσα στη διαφθορά, εφόσον μπορούσαν να προσφέρουν διορισμούς, επιδόματα, φθηνά δάνεια, κοινωνικές θέσεις, αναγνώριση. Οι ελίτ παραβίαζαν όλες τις άλλες δεσμεύσεις τους, εκτός από μία, αυτήν του λαϊκισμού και οι «πολίτες» ήσαν έτοιμοι να κάνουν τα στραβά μάτια, όσο αυτό δεν έθιγε το βασικό κεκτημένο της ελληνικής λαϊκίστικης δημοκρατίας, που ήταν ο κρατισμός. Προσοχή, ο κρατισμός και όχι το κράτος. Γιατί αυτό το σύστημα, για να επιζήσει, είχε ανάγκη τον εκτεταμένο κρατισμό και όχι το κράτος υπηρεσιών. Αυτό εξηγεί και γιατί είχαμε ένα μεγάλο και γραφειοκρατικό κράτος- βιομήχανο και όχι ένα κράτος πρόνοιας, πάροχο ποιοτικών κοινωνικών υπηρεσιών.

Σήμερα που καταρρέει ο δικομματισμός, το πρόβλημα είναι ακόμη πιο μεγάλο, γιατί τη θέση του καταρρέοντος δικομματισμού έρχεται να καταλάβει ένας επικίνδυνος «μονοκομματισμός», ο οποίος, σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, υπόσχεται όλα όσα υποσχόταν ο παλιός δικομματισμός. Στην ένσταση που εύλογα μπορεί κάποιος να κάνει, μήπως είναι υπερβολικό να ταυτίζουμε το όποιο πολιτικό κόμμα που δρα σε συνθήκες ελεύθερων εκλογών με τον μονοκομματισμό, απαντώ προκαταβολικά πως ο μονοκομματισμός είναι μεν μια πολύ επονείδιστη πολιτική πρακτική, είναι όμως και μια πολύ επικίνδυνη ιδεολογία. Μέτοχος αυτής της ιδεολογίας είναι όποιος θεωρεί πως είτε έχει το 4%, είτε το 17% , είτε και το 27% νομιμοποιείται να μιλά σαν να είναι ο εκπρόσωπος και ο κάτοχος του 100%, να μιλά εκ μέρους όλων και να απειλεί εκ μέρους του συνόλου, όποιον δήθεν βρίσκεται εκτός αυτού του συνόλου.

Τι κάνει για παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν κάθε πολιτική του θέση την παρουσιάζει ως πρόταση όλου του λαού και όχι των ψηφοφόρων του; Κάνει ό,τι έκανε και ο Λένιν το ’18, θεωρεί πως οι όποιες εκλογές «δεν εκφράζουν τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων» και καλλιεργεί το κλίμα πως όλα αυτά θα διορθωθούν, όταν η δημοκρατία γίνει «δημοκρατία μας», γίνει δηλαδή ολοκληρωτισμός.

Ελπίζω πως όσοι πιστεύουν στη δημοκρατία ως ένα πολιτικό και κοινωνικό σύστημα προάσπισης των ιδανικών της ελευθερίας και της ισότητας (μέσα όμως από διαδικασίες λεπτής ισορροπίας μεταξύ των επαγγελματιών πολιτικών και των πολιτών, μεταξύ των «τεχνικών της γνώσης» και των διαβουλευόμενων πολιτών, μεταξύ των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων και των θεσμών άμεσης δημοκρατίας), τουλάχιστον μετά απ’ όλα όσα συνέβησαν σ’ αυτή την πολύπαθη χώρα, θα συσπειρωθούν υπέρ της προάσπισης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.