Φαίνεται αδιανόητο να έχει πέσει η Δημοκρατική Αριστερά σε τόσο χαμηλά ποσοστά, όσο αυτά που καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις και σηματοδοτούν πορεία προς την ανυπαρξία. Αν δει κανείς ποιες προσωπικότητες από το χώρο του πολιτισμού υπέγραψαν κείμενο υποστήριξης της «ΔΗΜΑΡ-Προοδευτική Συνεργασία» θα διαπιστώσει ότι κάποιοι από τους καλύτερους που έχουμε στο χώρο της τέχνης και της διανόησης, για λόγους ιστορικούς-αξιακούς-συναισθηματικούς, δεν έχει σημασία γιατί ακριβώς ο καθένας, εξακολουθούν να εμπιστεύονται το κόμμα που εκπροσωπεί, τυπικά τουλάχιστον, την ανανεωτική αριστερά. Και μόνο λόγω της υπεροχής ήθους και πολιτικής σκέψης πολλών στελεχών (μόλις χθες ανακοινώθηκε η προσχώρηση του Γ. Σιακαντάρη) δεν είναι εύκολο να αποδεχθεί κανείς ότι η ΔΗΜΑΡ θα δυσκολευτεί να εκλέξει έστω και έναν ευρωβουλευτή, αν επιβεβαιωθεί στην κάλπη η τάση που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις.
Για να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει με τη ΔΗΜΑΡ δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από τη διαπίστωση ότι η κοινωνική της βάση είναι εξαιρετικά απαιτητική, αυστηρή και επομένως σκληρή όταν διαψεύδονται οι προσδοκίες. Συγκριτικά με ό,τι ισχύει σε άλλους πολιτικούς χώρους, ο πήχυς είναι ψηλά και οι δυνητικοί ψηφοφόροι δεν αρκούνται στη συνθηματολογία, δεν μαγεύονται από τις σειρήνες του λαϊκισμού, δεν επιλέγουν μόνο με βάση τη λογική του μικρότερου κακού. Στο παρελθόν, η ανανεωτική αριστερά διασώθηκε αρκετές φορές χάρη σε ένα πολιτικό μελόδραμα – ψήφος έστω με κρύα καρδιά για να μη μείνει μια υγιής και έντιμη πολιτική δύναμη εκτός κοινοβουλίου. Είναι, όμως, φανερό ότι οι καιροί είναι δύσκολοι και η θυμική διάσταση της εκλογικής συμπεριφοράς έχει δύναμη όταν πρόκειται για εκδικητικές/τιμωρητικές διαθέσεις, δηλαδή για έκφραση αγανάκτησης και όχι συμπόνοιας. Με άλλα λόγια, δεν φαίνεται πια ότι η ΔΗΜΑΡ μπορεί να διασωθεί με την ψήφο των απογοητευμένων που όμως δεν θέλουν να τη δουν να σβήνει.
Τι είναι, όμως, αυτό που πληρώνει τόσο ακριβά η ΔΗΜΑΡ; Την έξοδο από την κυβέρνηση; Την ποιότητα της αντιπολίτευσης που ασκεί έκτοτε; Την άρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο της Ελιάς; Τη στροφή προς τον ΣΥΡΙΖΑ που κάποιοι πιστεύουν ότι συντελείται αργά και σταθερά; Τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονται οι πρωταγωνιστές της; Το πιθανότερο είναι ότι η ΔΗΜΑΡ πληρώνει όλα αυτά μαζί για τον ίδιο λόγο: Γιατί δεν υποστήριξε καμία από τις κεντρικές επιλογές της με πειστικά επιχειρήματα και με συγκροτημένο πολιτικό σκεπτικό που να μπορεί να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει κοινωνικές δυνάμεις.
Παραδείγματα:
-Ο Φ. Κουβέλης έφυγε από την κυβέρνηση για το μαύρο στην ΕΡΤ, ενώ είχε καταπιεί την κάμηλο του αντιρατσιστικού και ενώ είχε προσχωρήσει στην απαράδεκτη λογική της ποσόστωσης στους διορισμούς. Η εντολή του δεν ήταν να μπει, να περάσει απαρατήρητος και να βγει θυμωμένος, αλλά να επιβάλει όρους και κανόνες στη διακυβέρνηση, έχοντας το ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα. Αντί γι αυτό, ανεχόταν εύκολα καταστάσεις (και τον Π. Μπαλτάκο ως γγ υπουργικού συμβουλίου) μέχρι που ήρθε η ώρα να υπογράψει απολύσεις στο Δημόσιο – δεν το άντεξε.
-Το ίχνος που άφησε η ΔΗΜΑΡ στη διακυβέρνηση ήταν για πολλούς απογοητευτικό. Ανεξάρτητα από τα χαρίσματα και τις καλές προθέσεις του Α. Μανιτάκη και του Α. Ρουπακιώτη, ο απολογισμός έργου που έγινε μάλλον δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί.
-Η άρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ προσέλαβε χαρακτηριστικά προσωπικής βεντέτας ανάμεσα στους δύο πολιτικούς αρχηγούς. Ο Φ. Κουβέλης δεν μπόρεσε να πείσει γιατί μπορεί να συνεργαστεί με όποιον πρώην υπουργό του ΠΑΣΟΚ είναι στα μαχαίρια με τον Ευ. Βενιζέλο, πώς γίνεται τα βρίσκει με τον Α. Λοβέρδο που μετά πήγε στην Ελιά, γιατί τόση ευκολία συνεννόησης με τους παπανδρεϊκούς και από πού κι ως πού αποτελεί “τρίτο πόλο” το σχήμα που παρουσίασε ως συμμαχικό. Η αίσθηση που δημιουργήθηκε είναι ότι τα κριτήρια είναι βασικά προσωπικά, όχι ιδεολογικά-αξιακά.
-Ο διχασμός γύρω από την “Πρωτοβουλία των 58” τραυμάτισε σοβαρά την εικόνα της ΔΗΜΑΡ, αφού κάποια από τα καλά της στελέχη πηγαινοέρχονταν στις εκδηλώσεις των 58 για να επιστρέψουν όταν ανακοινώθηκε η απόφαση για σταυροδοσία στις ευρωεκλογές. Η πληγή, άλλωστε, δεν έκλεισε ποτέ, αφού και τώρα υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στη Μεταρρυθμιστική Τάση και την ηγεσία.
-Σε όλα τα δύσκολα, η ΔΗΜΑΡ ακολουθεί μια στάση αμφίθυμη. Οταν συμμετείχε στην κυβέρνηση είχε ψηφίσει «παρών» στο τρίτο μνημόνιο, τώρα καταψήφισε το πολυνομοσχέδιο παρόλο που δεν περιείχε μέτρα λιτότητας και χωρίς να υποστηρίξει ούτε μία από τις προωθούμενες διαρθρωτικές αλλαγές ή να εξηγήσει με επιχειρήματα γιατί, για παράδειγμα, δεν πρέπει να απελευθερωθεί –έστω μερικώς- το ωράριο στα φαρμακεία.
Με άλλα λόγια η ΔΗΜΑΡ επέλεξε να είναι ευχάριστη και όχι χρήσιμη, εκφράζοντας φιλολαϊκές απόψεις αλλά κρατώντας απόσταση από τα αδυσώπητα συγκεκριμένα διλήμματα και αποφεύγοντας την ανάληψη ευθύνης. Και μέσα και έξω από την κυβέρνηση, και κοντά και μακριά από τον ΣΥΡΙΖΑ, και ευρωπαϊστές και ευρωσκεπτικιστές, μια Αριστερά της ευθύνης a la carte. Χωρίς να λερώσει τα χέρια της με το μνημόνιο αλλά και χωρίς να ταυτιστεί με το αντιμνημόνιο, η ΔΗΜΑΡ πέτυχε απλώς να χάσει, εκτός από την αξιοπιστία της, και την αθωότητά της. Γιατί στην πολιτική ισχύει το μακιαβελικό, «ο καθένας βλέπει αυτό που φαίνεσαι, λίγοι καταλαβαίνουν αυτό που είσαι» – αν υποθέσουμε ότι η ΔΗΜΑΡ είναι κάτι άλλο από αυτό που φαίνεται.