Σήμερα αρχίζει το συνέδριο της ΔΗΜΑΡ. Και γιατί να ασχοληθεί κανείς με τα εσώψυχα ενός μικρού κόμματος, σε φάση εσωστρέφειας, με πιθανά εκλογικά προβλήματα, που μάλιστα δεν ανήκει πια στην κυβερνητική πλειοψηφία; Το ερώτημα, που ακούστηκε συχνά τελευταία, παρακάμπτει το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του φορέα, της Δημοκρατικής Αριστεράς: ότι η πολιτική του εμβέλεια και ο ρόλος του στις εξελίξεις, λόγω συγκυρίας, τοποθέτησης στο πολιτικό φάσμα αλλά και καταβολών, ξεπερνά κατά πολύ το εκλογικό του ποσοστό ή την κοινοβουλευτική του δύναμη. Η σημασία της ΔΗΜΑΡ είναι πολιτική, όχι αριθμητική – και στον βαθμό που επιτυγχάνει, μέσα από τις Συμπληγάδες της εποχής (και εκείνες που φτιάχνει μόνη της για να ταλαιπωρείται), την εκλογική επιβίωση, οι αριθμοί έχουν μικρή έως ελάχιστη σημασία.
Τα «γονίδια» έχουν σημασία. Η ΔΗΜΑΡ φέρει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο την κληρονομιά τού (πολύ μικρότερου σε εκλογικά ποσοστά) ΚΚΕ εσωτερικού: ποτέ δεν υπήρξε μεγάλο κόμμα, ούτε ρυθμιστής, ούτε μέτοχος της κυβερνητικής ευθύνης – κι όμως εκεί επωάστηκαν «μεγάλες πολιτικές» που σφράγισαν τα θετικά του μεταπολιτευτικού απολογισμού, από την ελληνοτουρκική προσέγγιση μέχρι την ιδεολογική ταυτότητα μιας (κεντρο)Αριστεράς με σταθερά τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό.
Ενα συνέδριο είναι από τη φύση του ώρα απολογισμού. Η ΔΗΜΑΡ τους τελευταίους 20 μήνες έχει διαγράψει μια πορεία σε ναρκοπέδιο, με τολμηρά βήματα, με παραπατήματα, αλλά χωρίς το μοιραίο σφάλμα. Δεν ήταν εύκολο για ένα νεαρό κόμμα που κλήθηκε να πάρει αποφάσεις που αναλογούσαν σε πολύ μεγαλύτερα. Η αμφιταλάντευση σε κρίσιμα θέματα, όπως η ανώτατη εκπαίδευση, και –κατεξοχήν– ο δισταγμός για τη συμμετοχή σε κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Μαΐου του 2012 εγγράφονται ασφαλώς αρνητικά. Αλλά σήμερα ο απολογισμός σωστά εστιάζεται στην κυβερνητική διαδρομή της ΔΗΜΑΡ και αναδεικνύει τη δυνατότητά της να έχει ρόλο καταλύτη, όπου το σημαντικό είναι όχι η ποσότητα αλλά η ουσία.
Η απόφαση της συμμετοχής ενός κόμματος της Αριστεράς σε μια κυβέρνηση με επίκεντρο το συντηρητικό κόμμα και υπό τον αρχηγό του δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε αυτονόητη – πολύ περισσότερο καθώς δεν υπαγορευόταν από κάποιον κοινοβουλευτικό καταναγκασμό, αφού Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ διέθεταν την απαραίτητη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή. Κοιτάζοντας προς τα πίσω όμως, φαντάζομαι ότι λίγοι θα αμφιβάλλουν πια για την καίρια συμβολή αυτής της συμμετοχής στην πολιτική σταθεροποίηση της χώρας πριν από ενάμιση χρόνο, όταν αυτή ήταν το κύριο ζητούμενο, στη νομιμοποίηση της διακυβέρνησης μέσα από την αναφορά της στο σύνολο του πολιτικού φάσματος – από τη Δεξιά έως την Αριστερά. Οι πρόσφατες αλλεπάλληλες κρίσεις ανταρσίας των κοινοβουλευτικών ομάδων Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ υπενθυμίζουν πόσο δύσκολη θα ήταν η αποκατάσταση της πολιτικής σταθερότητας χωρίς την κοινοβουλευτική άνεση αλλά προπάντων το πολιτικό εύρος αναφοράς που έδωσε στην «τρικομματική» ο μικρός τρίτος εταίρος.
Η αποχώρηση από την κυβέρνηση, με αφορμή την υπόθεση της ΕΡΤ, ανέδειξε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Πρώτα από όλα, για πρώτη φορά ένα κοινοβουλευτικό κόμμα εγκαταλείπει οικειοθελώς τη συμμετοχή στην εξουσία (και την όποια νομή σχετικών αξιωμάτων έχει αφήσει πίσω της η κρίση). Εχει συμβεί στο παρελθόν με πρόσωπα ή με ρεύματα σε κόμματα εξουσίας (για παράδειγμα στην ύστερη εποχή Ανδρέα Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ) αλλά ποτέ σε κόμμα. Η αποδοχή της συμμετοχής στην κυβερνητική ευθύνη όταν αυτή ήταν επικίνδυνη και κρίσιμη και η επιλογή της αποποίησης της εξουσίας όταν αυτή με τη σειρά της ήταν δύσκολη και με υψηλό κόστος έχουν, νομίζω, υποτιμηθεί ως πολιτικό παράδειγμα. Η παράκαμψη των κυβερνητικών εταίρων από τον πρωθυπουργό στην υπόθεση της ΕΡΤ προδιέγραφε μια νέα φάση διακυβέρνησης, με συγκεκριμένες προδιαγραφές και τους όρους της σύμπραξης κάθε δυνητικού εταίρου. Η περίοδος της «δικομματικής» έχει αναδείξει τα διλήμματα που θα είχε να αντιμετωπίσει η ΔΗΜΑΡ, στον βαθμό που επιδιώκει να παραμείνει κόμμα της Αριστεράς, εάν παρέτεινε τη συμμετοχή της στη συγκεκριμένη κυβέρνηση.
Η αδυναμία ανάδειξης αυτής της πτυχής της απόφασης είχε σημαντική επίπτωση στη δημόσια εικόνα του κόμματος, ιδιαίτερα σε πρώτη φάση. Αλλά το σημαντικότερο παραμένει ότι η ΔΗΜΑΡ διατηρεί τη δυνατότητα να παίξει έναν κεντρικό σταθεροποιητικό ρόλο. Ο ρόλος αυτός μπορεί να επιβληθεί στο ορατό μέλλον από τις πολιτικές ή τις εκλογικές συνθήκες, με τη μεσολάβηση της ευρωπαϊκής ή μιας εθνικής κάλπης. Αλλά μέχρι εκεί. Μετά την πρώτη κάλπη, το κριτήριο για τη Δημοκρατική Αριστερά ως φορέα δεν θα είναι η επιβίωση, αλλά η δυνατότητά της να εισφέρει τον εαυτό της στη δημιουργία ενός σταθερού, μεγάλου και προοπτικά κυβερνητικού πόλου της Κεντροαριστεράς, που θα υπερβαίνει όλες τις σημερινές δομές.