Η κυβερνητική περιπέτεια της Δημαρ και η κατάληξη της, δια της εξόδου από την κυβέρνηση με στραπατσαρισμένο ένα προφίλ υπευθυνότητας και ανάληψης ρίσκων, δεν πρέπει να αφήσει αδιάφορους τους πολίτες που σκέπτονται. Η Δημοκρατική Αριστερά έχοντας στις αποσκευές της ένα συνολικά μετασκευασμένο απόθεμα συναισθήματος και γενικών κανόνων περί δικαιωμάτων, κράτους δικαίου, δικαιότερης κατανομής των βαρών κ.λ.π. μπήκε πέρσι στην κυβέρνηση, επικαλούμενη και σωστά, τον κίνδυνο χρεωκοπίας της χώρας. Ενας κίνδυνος που συνίστατο σε οικονομικά δεδομένα, σε υποχρεώσεις αυτού του τύπου, που αφήνουν μεγάλες ομάδες πολιτών σε έναν θάλαμο αναμονής, να περιμένουν την επιστροφή ενός παρελθόντος- όσο πάει γίνεται μια ανάμνηση- που μόνο τους ιστορικούς θα ενδιαφέρει μεθαύριο και τους αενάως αναπολούντες «σκυλιά και λουκάνικα».
Η Δημαρ σ αυτήν την περιπέτεια δεν άντεξε τελικά. Δεν ήταν προετοιμασμένη, της έλειπε στελεχικό δυναμικό ίσως, αλλά κυρίως της έλειπε το μεγάλο της ατού. Η Ανανεωτική αριστερά ανήκει στο κομμάτι εκείνο της αριστεράς που επέλεξε τον δρόμο του ρεφορμισμού, τον δρόμο των μικρών ή μεγάλων αλλαγών, που με θεσμικό τρόπο θα επέφερε στην κοινωνία, προσπαθώντας να μειώσει την οικονομική ψαλίδα αλλά και την ψαλίδα των δικαιωμάτων ατομικών και συλλογικών. Αλλά σ αυτήν την προσπάθεια τα σημεία αναφοράς της δεν ήταν ευδιάκριτα μέσα στο αγκομαχητό της επιβίωσης της χώρας. Άφηνε καθημερινά πίσω της υπολείμματα και φλούδες από τις πάγιες θέσεις της, υποχωρώντας, ελισσόμενη, όχι πάντοτε με επιτυχία, προσπαθώντας στο όνομα του ρεαλισμού και της «πραγματικότητας» να δικαιολογήσει αυτήν την στάση της. Αλλά όπως λένε «πραγματικότητα είναι αυτό που διαμορφώνεται όταν εσύ έχεις άλλα σχέδια». Τελικά δεν άντεξε. Σαν τον μαραθωνοδρόμο,λίγο πριν από το τέρμα (εδώ ούτε στα μισά του δρόμου), εγκατέλειψε.
Ταυτόχρονα αποδείχτηκε ασυνεπής σε έναν τομέα επίσης προνομιακό γι αυτήν. Αφησε ανεξερεύνητες τις δυνατότητες συγκρότησης ενός πόλου -που συνεχώς αναζητούν οι πολίτες μέσα από τις δημοσκοπικές έρευνες-μεταξύ των 2 σημερινών «άκρων» του πολιτικού συστήματος. Ενός πόλου που θα αναζητούσε την χαμένη τιμή του, κάνοντας πρώτα την αυτοκριτική που θα έπειθε και στην συνέχεια θα προχωρούσε σε ανασυγκρότηση και σε πρόσωπα και σε ιδέες. Προσωπικές αδυναμίες και υπαναχωρήσεις όμως, ένας είδος αλαζονικού ηγεμονισμού-η σκιά μας στην δύση του ήλιου μεγαλώνει επικίνδυνα-εμπόδισαν να προχωρήσει ή έστω να αρχίσει αυτή η διαδικασία.
Ακόμη και αυτό το κενό θα το «καλύψει» η ακροδεξιά, η οποία και το μεταρρυθμιστικό μοτίβο θα το προσαρμόσει στα δικά της μέτρα και την κοινωνία, ενδεχομένως, θα πείσει για το «ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος». Η μεταφορά στον ιδιωτικό τομέα όλων των λειτουργιών του κράτους-πλην καταστολής-θα σημάνει την έναρξη αυτής της περιόδου. Ο απαξιωμένος κρατικός-δημόσιος τομέας θα πέσει σε λίγο σαν ώριμο φρούτο στις αγκαλιές αυτών που κυρίως χρόνια τώρα δούλευαν για την απαξίωση του, ρουφώντας κυριολεκτικά το μεδούλι του μεγάλου κρατικού κόκαλου.
Στον ρόλο του «ανθρώπου που έβλεπε τα τρένα να περνούν»; Τα τρένα-όπως είπα κάπου-δεν περνούν τόσο εύκολα πλέον, όπως στα παλιά γουέστερν και δεν σφυρίζουν ούτε μία φορά. Εκτός αν αργότερα περάσουν κουβαλώντας επιβάτες για την ελληνική Τρεμπλίνκα ή το ρωμέϊκο Μαουτχάουζεν.
Χρειάζεται μια επανασύνδεση με τα προηγούμενα για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε την συνέχεια των γεγονότων. Και αυτή η επανασύνδεση δεν μπορεί να γίνει μόνο με αφηγήσεις του τύπου «ο κακός Σαμαράς» που αφού πρώτα καταρράκωσε την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας με το Μακεδονικό, τώρα θα τα βάλει και με το εσωτερικό της. Ούτε βέβαια και με την επίκληση της δικαιολογίας, ότι χωρίς την δεξιά, έστω και αυτήν την συγκεκριμένη, λύση για την χώρα δεν υπάρχει. Η επανασύνδεση θα γίνει με χώρους που αγωνιούν, που είναι διατεθειμένοι να εκτεθούν σε κινδύνους. Οχι με την Θύρα 13 της πολιτικής, που τα χυδαία συνθήματα της, ηχούν ακόμη στα αυτιά μας.
Οι πολίτες που σκέπτονται θα καταλάβουν τώρα που δεν είναι στην κυβέρνηση η Δημαρ, σε τι συνίστατο έστω αυτή η ?σκιώδης» παρουσία της. Η ίδια πάντως βγαίνει κατακουρασμένη και απογοητευμένη από την προσπάθεια. Αλλά έχει έναν κόσμο που αξιώνει, απαιτεί και μάχεται, θεωρώντας, ακόμη, ότι ένα καλύτερο αύριο είναι εφικτό.