Η δίκη της Χρυσής Αυγής και το πολιτικό της υπόβαθρο

Βασιλική Γεωργιάδου 25 Απρ 2015

Παρακολουθώντας αρκετές από τις συζητήσεις των τελευταίων ημερών και τον δημόσιο διάλογο σχετικά με τη δίκη της Χρυσής Αυγής (ΧΑ), μένει κανείς με την εντύπωση ότι το σύμπλεγμα των ποινικών υποθέσεων που θα εκδικαστούν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, προκειμένου το δικαστήριο να αποφανθεί εάν η ΧΑ αποτελεί μια δομημένη εγκληματική οργάνωση στην οποία εντάχθηκαν ή και συντόνισαν ο αρχηγός, βουλευτές, στελέχη και μέλη της, διακρίνεται κατά τρόπο απόλυτο από το πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο των συγκεκριμένων πράξεων των δραστών. Οι κατηγορίες εναντίον τους αφορούν ποινικά αδικήματα, τα οποία καλύπτουν ένα ιδιαιτέρως ευρύ φάσμα ειδεχθών εγκλημάτων (ανθρωποκτονίες, απόπειρες ανθρωποκτονιών, σωματικές βλάβες, ληστείες, εμπρησμούς, εκρήξεις, πλαστογραφίες, φθορές ξένης ιδιοκτησίας κ.λπ.), που ως κοινό τους παρονομαστή έχουν το γεγονός ότι τόσο το ιδεολογικό υπόβαθρο της ΧΑ όσο και το οργανωτικό της πρότυπο πλαισιώνουν τα κίνητρα των πράξεων των δραστών. Για να το διατυπώσουμε ακριβέστερα: η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία που αταλάντευτα από ιδρύσεώς της πρεσβεύει η ΧΑ και ο βίαιος ακτιβισμός που έχουν δώσει όρκο ζωής απαρέγκλιτα να ακολουθούν όσοι εντάχθηκαν στο περιβάλλον της προκειμένου να συντρίψουν τον «βδελυρό, μισερό και αηδιαστικό εχθρό της φυλής», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο κείμενο του όρκου των Χρυσαυγιτών, διαμορφώνουν το κεντρικό μοτίβο των συγκεκριμένων πράξεων.

Τα ιδεολογικά κίνητρα των εγκληματικών πράξεων των δραστών μπορεί, βεβαίως, να υπάρχουν ανεξαρτήτως (των) συγκεκριμένων πράξεων. Έτσι, όσο αποκρουστικά κι αν είναι η ναζιστική ιδεολογία, η αρχή του Αρχηγού-Οδηγητή (Fuhrerprinzip), ο εθνοφυλετισμός και η ιδέα της επικυριαρχίας της «κύριας φυλής», οι ολοκληρωτικές απόψεις για το κράτος και τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, ακόμη και η επιθυμία ή και η διαθεσιμότητα για χρήση βίας κ.λπ. κ.λπ., εφόσον οι αντιλήψεις και διαθέσεις αυτές δεν μετουσιώνονται σε πράξη, παραμένουν στο πεδίο των ιδεών και κρίνονται μέσα στην αρένα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι πράξεις, ωστόσο, για τις οποίες κατηγορούνται ιθύνοντες και δρώντες της ΧΑ, οι κινητοποιήσεις των ταγμάτων εφόδου που κατέληξαν σε ένα εγκληματικό κρεσέντο με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, δεν θα μπορούσαν να είχαν τελεστεί αν απουσίαζε η ιδεολογική πλαισίωση που τις συνοδεύει. Μια τέτοια πλαισίωση ήταν αναγκαία, καθώς «δικαιολογούσε» στα μάτια των Χρυσαυγιτών την πολεμική έως και εξολοθρευτική στοχοποίηση προσώπων (μεταναστών, κομμουνιστών, αντιφασιστών, αντιεθνικιστών), ενώ, επιπλέον, τους κινητοποιούσε για οργανωμένη δράση εναντίον ατόμων με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά. Με τα λόγια του βουλευτή της ΧΑ και ενός εκ των κατηγορουμένων Ηλ. Παναγιώταρου, ο οποίος ένα μήνα πριν γίνει η δολοφονικών στοχεύσεων επίθεση στο Πέραμα εναντίον των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ είπε επί λέξει απευθυνόμενος σε έναν μικρό κύκλο εργαζομένων της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης που επιδίωκαν τη δημιουργία ενός σωματείου προσκείμενου στα συμφέροντα εργολάβων και της ΧΑ: «Να είστε σίγουροι ότι πολύ σύντομα το απόστημα που υπάρχει εδώ και δημιουργεί τα προβλήματα, που έχει και όνομα, είναι το ΠΑΜΕ, θα τελειώσει και θα μπούνε τα πράγματα στη σωστή τους κατεύθυνση και όλα αυτά με την αρωγή της ΧΑ». Η ΧΑ κράτησε το λόγο της: το εγχείρημα εξόντωσης των συνδικαλιστών της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης από το Συνδικάτου Μετάλλου που ανήκουν στο ΠΑΜΕ επιχειρήθηκε από ένα δικό της τάγμα εφόδου και η δημιουργία ενός νέου σωματείου-σφραγίδα («Ο Άγιος Νικόλαος») οργανώθηκε από τη ΧΑ για να «καταπολεμηθεί η ανεργία και η ρατσιστική εκμετάλλευση του Έλληνα εργαζόμενου στη ζώνη», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο site της.

Για να συνοψίσουμε τα παραπάνω: στη δίκη που ξεκίνησε στις 20 Απριλίου δεν δικάζονται οι εθνικοσοσιαλιστικές, αντιμεταναστευτικές, αντικομμουνιστικές ή όποιες άλλες ιδέες των κατηγορουμένων – αυτές είναι δικαίωμά τους και μπορούν στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτείας να τις υποστηρίζουν είτε έξω από τη φυλακή είτε μέσα στη φυλακή, είτε πριν είτε ακόμη και μετά από μια ενδεχόμενη δικαστική καταδίκη τους, εφόσον μια τέτοια έκφραση δεν αντιβαίνει τις ρυθμίσεις του αντιρατσιστικού νόμου και της ελληνικής και ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Χωρίς, ωστόσο, τις ιδέες αυτές θα απουσίαζε το κεντρικό και αποφασιστικό κίνητρο της συγκεκριμένης εγκληματικής δράσης, στην οποία κατηγορούνται ότι ενεπλάκησαν 69 Χρυσαυγίτες. Επιπλέον, χωρίς το πρότυπο της παραστρατιωτικής κινητοποίησης και του βίαιου ακτιβισμού (militia) που με άκαμπτο τρόπο εφάρμοζε και συστηματικά προωθούσε η ΧΑ ήδη από τη δεκαετία του 1980, αντιγράφοντας το πρότυπο των φασιστικών οργανώσεων της δεκαετίας του 1920, προπάντων μάλιστα της δεκαετίας του 1930, θα εξέλειπε το modus operandi για την τέλεση των συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων.

Η δίκη της ΧΑ αποτελεί μια διαδικασία ποινική, όμως το πολιτικό υπόβαθρο είναι υπαρκτό στις πράξεις που οδήγησαν τον αρχηγό, τα στελέχη και τα μέλη της, φορτωμένους με βαριές κατηγορίες, στα έδρανα της Δικαιοσύνης. Τούτο κατ’ ουδένα τρόπο σημαίνει ότι η ΧΑ «διώκεται πολιτικά», όπως η ίδια θέλει να εμφανίζεται, υιοθετώντας υποκριτικά τη θέση του ψευδο-θύματος. Η ΧΑ ανήκει στους θύτες και όχι στα θύματα, σε εκείνους που στιγμάτισαν άλλους και όχι σε εκείνους που στιγματίζονται. Ίσα-ίσα που η ΧΑ ευνοήθηκε από την επί δεκαετίες αδράνεια της πολιτείας, η οποία φέρει σοβαρές ευθύνες που όχι μόνο δεν σταμάτησε τη δράση μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης αλλά και που επιπλέον της επέτρεψε να συμμετάσχει στον κομματικό ανταγωνισμό και να διεκδικήσει υπό τον ψευδο-μανδύα πολιτικού κόμματος την ψήφο των εκλογέων. Η δίκη είναι ποινική, αλλά τα επιχειρησιακά κίνητρα των κατηγορουμένων διαθέτουν ένα εμφανές πολιτικό υπόβαθρο. Έτσι συμβαίνει με το ναζισμό σε όλες τις εκδοχές του: η θεωρία και η πράξη είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Το διατύπωσε εκπληκτικά ο ιστορικός J. Fest μιλώντας για την αυθεντική εκδοχή του ολοκληρωτικού φαινομένου: «Ριζωμένη βαθιά, στα δύσκολα να ξεμπερδευτούν χαμόκλαδα της “κοσμοθεωρίας”, ο εθνικοσοσιαλισμός απέκτησε μόνο μία και μοναδική χειροπιαστή ιδέα: εκείνη της πολεμικής αντιπαράθεσης με τους αντιπάλους του». Η δίκη θα συνεχιστεί στις 7 Μαΐου.