Εκείνο που – χωρίς να ομολογείται – διαφορίζει τη δικαστική εξουσία από τις υπόλοιπες (νομοθετική και εκτελεστική), είναι το γεγονός ότι η δικαστική εξουσία στερείται της άμεσης δημοκρατικής νομιμοποίησης.
.
Και αυτό για τον εξής απλό λόγο: Τα μέλη της Βουλής και συνακόλουθα η κυβέρνηση, εκλέγονται από το εκλογικό σώμα. Αντίθετα, οι δικαστές συγκροτούν ένα επαγγελματικό σώμα, που απλώς διορίζεται. Μάλιστα δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, όπου το βασικό προσόν για τον διορισμό του δικαστή, ήταν το ίδιο με αυτό του χωροφύλακα: Η πίστη στην ιδεολογία της «Ελλάδας των Ελλήνων Χριστιανών».
.
Βεβαίως τα πράγματα σήμερα άλλαξαν. Όπως, όμως έχει γραφεί εδώ και 150 χρόνια, «Η παράδοση των νεκρών γενεών βαραίνει σαν βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών». Δεν είναι τυχαία λοιπόν η επιρροή που, ακόμη και σήμερα, ασκούν η εκκλησία και οι παρεκκλησιαστικές οργανώσεις στη δικαιοσύνη, όπως και το γεγονός ότι σε όλες τις γνωστές – όπως και στις «άγνωστες» – υποθέσεις διαφθοράς, μετέχουν κατά κανόνα «ελληναράδες πατριώτες» ή άνθρωποι της εκκλησίας ή και τα δύο. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί το λεγόμενο «παραδικαστικό κύκλωμα».
.
Μία άλλη εξ ίσου κρίσιμη διαφορά μεταξύ των εν λόγω εξουσιών, έγκειται στο εξής: Η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία λογοδοτούν στο εκλογικό σώμα, από το οποίο και εξαρτώνται. Αντίθετα, η δικαστική εξουσία λογοδοτεί μόνο στον εαυτό της. Άρα ουσιαστικά σε κανέναν.
.
Το ανεξέλεγκτο αυτό της δικαστικής εξουσίας, θεμελιώνεται και με ρητές νομικές θεσμίσεις, όπως είναι η «συνείδηση του δικαστή». Και εδώ αρχίζει το πρόβλημα, διότι τίθεται το ερώτημα: Από τι διαμορφώνεται η συνείδηση του δικαστή, όπως και του καθενός μας; Η απάντηση είναι γνωστή. Από το ήθος των γονέων του ή άλλων σημαντικών προσώπων της παιδικής του ηλικίας, το ήθος της παρέας του, τις ματαιώσεις ή τις επιβεβαιώσεις της παιδικής του ηλικίας, τις προσωπικές του παραστάσεις, την ιδεολογία του, την ιδιοσυγκρασία του κ.ο.κ. Δηλαδή, η «συνείδηση του δικαστή», όπως και του καθενός μας, είναι προϊόν της αυτοβιογραφίας του, μια και αντανακλά την προσωπική και οικογενειακή του ιστορία. Ως εκ τούτου είναι απολύτως υποκειμενική και κατά συνέπεια απροσδιόριστη.
.
Εφ’ όσον λοιπόν αυτή η απόλυτη υποκειμενικότητα («συνείδηση δικαστή»), ανάγεται σε θεσμό μιας θεσμικά ανεξέλεγκτης εξουσίας (δικαστικής), καθίσταται άκρως επικίνδυνη. Έτσι, το μόνο που μπορεί να μας σώσει από την ανεξέλεγκτη αυτή υποκειμενικότητα, είναι η θέσπιση αντικειμενικών ορίων. Τέτοιο – θεμελιώδες μάλιστα – όριο, είναι η νομιμότητα. Γι’ αυτό και ο δικαστής, ανεξάρτητα από τις προσωπικές αντιλήψεις του, περιορίζεται και δεσμεύεται στη θεσμική του λειτουργία από το νόμο. Δεν μπορεί δηλαδή να επικαλείται ούτε καν «ανώτερες αρχές», για να παρακάμψει το νόμο. Άλλωστε, όλη η ιστορία του πολιτισμού μας είναι – μεταξύ των άλλων – και η προσπάθειά μας να νομοθετούμε θεσμούς και όρια, για να προστατευτούμε από αυτούς που ισχυρίζονται ότι οι αρχές τους είναι ανώτερες των υπολοίπων. Γι’ αυτό και όταν ο δικαστής κατά την άσκηση της εξουσίας του, υποκαθιστά τη νομιμότητα με «ανώτερες αρχές», εισέρχεται σε επικίνδυνη εκτροπή.
.
Η ποικίλη σώρευση περιπτώσεων το τελευταίο διάστημα, όπου ρητά ή υπόρρητα χρησιμοποιήθηκαν από την δικαστική εξουσία οι ευφημισμοί των «ανώτερων αρχών» για την υποκατάσταση της νομιμότητας, είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Παραθέτουμε ενδεικτικές υποθέσεις:
.
1) Όταν οι δικαστές εξαιρούσαν τους εαυτούς τους από τις συνέπειες της κρίσης, επικαλέστηκαν στις αποφάσεις των «μισθοδικείων» ως «ανώτερη αρχή», το κύρος της δικαστικής εξουσίας. Πράγμα που επί πλέον σημαίνει ότι – κατά την αντίληψή τους βεβαίως – το κύρος τους δεν εξαρτάται από το πόσο καλά κάνουν τη δουλειά τους, δηλαδή από το πόσο δίκαιοι είναι, αλλά από το «πόσα παίρνουν»!
.
2) Όταν σφετερίζονται μέρος της πολιτικής εξουσίας, ώστε να καθορίζουν και την δημοσιονομική πολιτική της χώρας με βάση το διαχωρισμό μεταξύ μισθοδοτούμενων του δημοσίου και πληβείων του ιδιωτικού τομέα, πάλι «ανώτερες αρχές» υπηρετούν. Έτσι έχουμε το φαινόμενο να εκδίδουν αποφάσεις με βάση όχι το νόμο, αλλά με αλλότρια κριτήρια. Όπως π.χ. ότι οι υπάλληλοι του δημοσίου σκουπίζουν καλύτερα από τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα!
.
3) Όταν αποδύθηκαν σε πολύμηνη απεργία, γνώριζαν ότι παραβιάζουν το νόμο. Προφανώς όμως και πάλι υπάκουαν στις ίδιες «ανώτερες αρχές», που αποτελούν τη βάση και για τις αποφάσεις των «μισθοδικείων».
.
4) Όταν, στηριζόμενοι σε προφητείες, οράματα και φαντασιώσεις, άσκησαν ποινική δίωξη στα στελέχη της ΕΛΣΤΑΤ, επειδή για πρώτη φορά παρουσίασαν το πραγματικό έλλειμμα της χώρας, γνώριζαν ότι οι διωκόμενοι απλώς εφάρμοσαν το νόμο. Δηλαδή, γνώριζαν ότι διώκοντας ποινικά τους συνεπείς με τη νομιμότητα, παραβίαζαν αυτοί το νόμο. Και προφανώς το έπραξαν, γιατί υπηρετούσαν μία ανώτερη αρχή που έλεγε: «Σκοτώστε τον αγγελιοφόρο».
.
5) Όταν αποφάνθηκαν ότι οι γροθιές εναντίον διπλωμάτη ξένης χώρας, δεν συνιστούσαν παράνομη πράξη ώστε να τιμωρήσουν το δράστη, προφανώς πάλι να υπηρετούσαν κάποιες «ανώτερες αρχές». Εκτός και αν πίστεψαν στον ισχυρισμό του δράστη, ότι αυτόματα άρχισε να εκτοξεύεται η γροθιά του χωρίς τη θέλησή του, όταν κάποιος του πάτησε τη φτέρνα!
.
6) Όταν, αντιμετωπίζοντας επί δύο χρόνια την εγκληματική δράση των χρυσαυγιτών, υποδύονταν ότι δεν αντιλαμβάνονταν πως επρόκειτο για εγκληματική οργάνωση, πάλι «ανώτερες αρχές» υπηρετούσαν. Και ήταν τόσο «ανώτερες» οι αρχές, ώστε, ακόμη και όταν χρυσαυγίτες σκότωσαν το νεαρό Πακιστανό στα Πετράλωνα για να ανοίξει ο δρόμος, τους παρέπεμψαν με το ανύπαρκτο ευνοϊκό περιστατικό, ότι δήθεν προηγήθηκε συμπλοκή!!!
.
7) Και ως πανηγυρική επιβεβαίωση της απόπειράς τους να σφετεριστούν και πολιτική εξουσία, ήρθαν οι ανακοινώσεις της «Ένωσης Εισαγγελέων», που αφορούν στη δραστηριότητα της νομοθετικής εξουσίας, όπου δηλώνουν:
.
«Οι εισαγγελείς εκφράζουν παράλληλα τον προβληματισμό τους για την τάση ……..νομοθέτησης, …. με τρόπο που ενίοτε υποθάλπει ευλόγως την υποψία ότι εξυπηρετούν σκοπούς κείμενους πέραν της διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος«
.
Θα έπρεπε όμως να γνωρίζουν το αυτονόητο: Δεν υπάρχει εκτροπή των εξουσιαστικών μηχανισμών, για τη δικαιολόγηση της οποίας να μην χρησιμοποιήθηκε η φενάκη του «δημοσίου συμφέροντος». Γι’ αυτό και όταν ειδικά η δικαστική εξουσία, η οποία είναι αποκλειστικά ταγμένη να εφαρμόζει το νόμο, αναφέρεται σε αλλότρια, όπως το «δημόσιο συμφέρον», οφείλουμε να είμαστε καχύποπτοι. Μας το επιβάλλουν άλλωστε οι ίδιοι, όταν, χωρίς να τους απασχολεί το δημόσιο συμφέρον, θέτουν σε κίνδυνο τη χώρα, ανατρέποντας τη δημοσιονομική της πολιτική. Αν πράγματι λοιπόν ενδιαφέρονται για το δημόσιο συμφέρον, ένα μόνο θεσμικό τρόπο έχουν για να το υπηρετήσουν: Να τηρήσουν τη νομιμότητα.
.
Όσο αυτό δε γίνεται αντιληπτό, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, που σημαίνει την ανεξαρτησία της από τις υπόλοιπες εξουσίες, θα τρέπεται σε ανεξαρτησία της από το νόμο. Με συνέπεια να εκτρέπεται η ίδια σε σφετερισμό της πολιτικής εξουσίας, να ανατρέπει τη δημοσιονομική πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης αν αυτή θίγει τα συμφέροντα των μελών της και των «ευγενών» κοινωνικών ομάδων που τελούν υπό την προστασία της, να εκθέτει διεθνώς τη χώρα, ανεχόμενη μέχρι και κανιβαλισμούς σε ξένους διπλωμάτες, να ενσπείρει τον τρόμο σε κάθε έντιμο δημόσιο λειτουργό, που δεν συντονίζεται με το πνεύμα και το ήθος της πλατείας κ.ο.κ.
.
Έτσι όμως, η δικαιοσύνη τρέπεται σε παράγοντα ανωμαλίας.