Στα χρόνια που πέρασαν και που ζήσαμε όλοι με χαρές και λύπες, γέννες και κηδείες, θολούς και ξάστερους ορίζοντες, αστακομακαρονάδες και μνημόνια, υπάρχει και μια σταθερά: η Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης. Μια γιορτή της επιχειρηματικότητας, του ανοίγματος σε αγορές των δικών μας δημιουργών πλούτου και της προβολής της ιστορικής πρωτεύουσας της Μακεδονίας. Με άλλα λόγια, η ΔΕΘ ήταν, ή θα έπρεπε να είναι, μια γιορτή ανάτασης και στρατηγικού σχεδιασμού της Πολιτείας. Στη μνήμη μου όμως παραμένει μια γεύση θλιβερής καταγραφής της παρακμής μιας χώρας, γαντζωμένης στο παρελθόν. Κορυφαία στιγμή αυτής της εικόνας είναι η ομιλία του εκάστοτε πρωθυπουργού σε ένα ακροατήριο η πλειονότητα του οποίου αποτελείται από κυβερνητικούς και κομματικούς παράγοντες δημιουργώντας την αίσθηση τριτοκοσμικής γιορτής, συνοδευόμενης από πλήθη διαμαρτυρομένων διαδηλωτών.
Ψέματα, προσπάθεια διαστρέβλωσης της πραγματικότητας και τελικά ένα μελαγχολικό και ρακένδυτο μήνυμα αισιοδοξίας κάθε Σεπτέμβρη κάθε έτους είναι ό,τι απομένει. Ενα θλιβερό πανηγύρι που μοναδικό λόγο ύπαρξης έχει τη μάταια συνήθως προσπάθεια της εξουσίας να αυτοδικαιωθεί.
Θα μου πείτε, «όσο γερνάς τόσο παραξενεύεις». Και θα σας απαντήσω «δίκιο έχετε». Αλλά θα ήθελα να κάνω έκκληση σε όλους αυτούς που απαξιώνουν με την παρουσία τους τη Θεσσαλονίκη και την Εκθεση να αφήσουν ήσυχη την πόλη. Που τα τελευταία χρόνια είχε την ευφυΐα να επιλέξει δήμαρχο που με τις πράξεις και τους λόγους του οδηγεί την ιστορική πόλη στο μέλλον που της αξίζει. Ο Μπουτάρης, διεθνώς πλέον αναγνωρισμένος κορυφαίος δήμαρχος στην Ευρώπη, αντί να μηρυκάζει στο ένδοξο παρελθόν με κλειστοφοβικές και εθνικιστικές κορόνες, ανοίγει την πόλη στην οικονομική και στην πολιτιστική αναγέννηση. Ελληνες, Βαλκάνιοι, Τούρκοι και Σεφαραδίτες έχουν και πάλι τη θέση τους στην πόλη που κατέκτησαν, κατέφυγαν, ηττήθηκαν, βασάνισαν και βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, πλήρωσαν το τίμημα του Νταχάου. Και τώρα όλοι βρίσκουν ανοιχτά σύνορα για να διατηρήσουν τη μνήμη τους. Αυτό που συνέβη μετά τον τελευταίο πόλεμο στην Ευρώπη συντελείται στη συμπρωτεύουσα, που κάποτε είχε στιγματιστεί με τη δολοφονία του Λαμπράκη, τους παρακρατικούς και τους εθνοσωτήρες. Και να είμαστε βέβαιοι ότι το μέλλον της πόλης και κατ’ επέκταση της Ελλάδας θα είναι λαμπρό αν η Θεσσαλονίκη αποκτήσει τη σημασία που της αξίζει ως εμπορικού και πολιτιστικού κόμβου της Νότιας Ευρώπης και των Βαλκανίων όπου σιγά-σιγά όλες οι χώρες θα έχουν τη θέση τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αρκεί… Αρκεί να απαλλαγεί από το πανηγύρι ψεύδους που έχει καταντήσει η ΔΕΘ με ευθύνη πολιτικών.
«Δηλαδή», θα μου πείτε, «προτείνεις την κατάργηση της ΔΕΘ;». Και θα σας πω «φυσικά όχι». Αυτό που πρέπει να καταργηθεί είναι η επικυρίαρχη προπαγανδιστική ομιλία των πρωθυπουργών που την έχουν καταντήσει θέατρο σκιών. Για να θυμηθώ την κορυφαία στιγμή κατάντιας, τότε που αποδοκιμάστηκε από κομματικούς και μη στρατούς το σύμβολο της Δημοκρατίας μας, ο τότε Πρόεδρος Κάρολος Παπούλιας.
Ονειρεύομαι λοιπόν τη στιγμή που ένας φωτισμένος ηγέτης θα αποφασίσει να βγάλει την Εκθεση από τον φαύλο κύκλο της εσωστρέφειας και να εκφράσει το νέο πνεύμα, που ήταν και το παλιό των ιδρυτών της. Να ξανακάνει, δηλαδή, την Εκθεση γιορτή οικονομίας, εμπορίου και ειρήνης. Που η επιτυχία της δεν θα μετράται από τα χειροκροτήματα στον λόγο του αλλά από τις συμφωνίες που υπογράφονται.
Και αυτός ο ηγέτης να πάει στην πόλη για να εγκαινιάσει το πρώτο διεθνούς φήμης πανεπιστήμιο που θα εγκατασταθεί για να διδάξει Ιστορία, Αρχαιολογία ή Αρχαία Φιλοσοφία σε φοιτητές από τα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο. Να πάει στην πόλη συνοδεύοντας τους εμπορικούς ακολούθους των πρεσβειών και τους νέους παραγωγούς της καινοτομίας και της ποιότητας. Και αντί για ομιλητής που ιδρώνει να ξεχαστούν οι υποσχέσεις που δεν τήρησε από την προηγούμενη ΔΕΘ να καθήσει να ακούσει προσεκτικά τους ομιλητές της δημιουργίας θέσεων εργασίας.
Κάποτε ο Φρανσουά Μιτεράν, αυτοκρατορικός σοσιαλιστής, διορατικός ηγέτης της Γαλλίας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είχε δηλώσει ότι από όλα τα αθλήματα προτιμά το τζούντο. Γιατί είναι το άθλημα όπου και ο πιο αδύναμος μπορεί να νικήσει τον αντίπαλο εκμεταλλευόμενος την ισχύ του. Ζώντας σε μια εποχή υπερπαγκοσμιοποίησης και κατά συνέπεια ανηλεούς ανταγωνισμού, εμείς προτιμούμε το καράτε. Και βεβαίως ως κοκόρια οδηγούμεθα από ήττα σε ήττα. Και ενώ κραυγάζουμε ιδεοληψίες, αυταπάτες και οίηση συγκρουσιακή με τον εσωτερικό ή τον εξωτερικό «αντίπαλο», βρισκόμαστε ξάφνου στο καναβάτσο χωρίς να το καταλάβουμε.
Ας διδαχθούμε λοιπόν από τον Μιτεράν και τον Μπουτάρη που ανέτρεψε με τη μέθοδο τζούντο αντίπαλες πρακτικές και δοξασίες και ας ανοίξουμε τη χώρα σε ό,τι αντιπαθούμε: στην παγκοσμιοποίηση, στην αριστεία, στον ανταγωνισμό, στη μεσαία τάξη. Μόνο έτσι θα νικήσουμε τον «εχθρό». Που δεν είναι μόνο εισαγόμενος αλλά και εγχώριος. Δηλαδή, ο εαυτός μας. Γιατί καράτε μπορούν να παίξουν οι ισχυροί, τζούντο όμως και οι αδύναμοι.