Ο Κώστας Σηµίτης αποχαιρετώντας τον Νίκο Θέµελη προσπάθησε να βρει µια κουβέντα παρηγοριάς. Και µας προέτρεψε – ξεκινώντας από τον ίδιο uni00A0τον εαυτό του – «να αναλογιστούµε εκείνο που κερδίσαµε από την παρουσία του, τις ιδέες, την προσφορά του».
Πέρασε µία εβδοµάδα χωρίς τον Νίκο και ο καθένας µας ανατρέχει στις αναµνήσεις του – εικόνες διάφορες βγαίνουν από το κουτί της µνήµης και ανασκαλεύονται. Και τούτος ο αναστοχασµός βγάζει ορισµένα συµπεράσµατα για την προσωπικότητά του που εξηγούν τη συγκίνηση που προκάλεσε σε πολλούς και πολύ διαφορετικούς ανθρώπους η απώλειά του, αλλά κυρίως τη διάχυτη εκτίµηση για τη διαδροµή του.
Ο Νίκος – πέρα από την αδιαµφισβήτητη πολιτική του προσφορά και την αξία του λογοτεχνικού του έργου – συνδύαζε ως δηµόσιο πρόσωπο και στην καθηµερινή του ζωή αρετές, συµπεριφορές και πρακτικές που τον έκαναν ξεχωριστό και σπάνιο. Η αξία του φαινόταν στην ικανότητά του να συνδυάζει την αποτελεσµατική διαχείριση των δηµοσίων υποθέσεων µε τον προγραµµατικό λόγο, την ακεραιότητα-εντιµότητα µε την προσωπική ανιδιοτέλεια, που του προσέδιδε ένα µεγάλο ηθικό πλεονέκτηµα στις σχέσεις του µε τους άλλους, καθώς ποτέ του δεν προέτασσε την «προσωπική του ατζέντα» απέναντι στο συλλογικό πρόταγµα και το δηµόσιο συµφέρον.
Ο Νίκος Θέµελης, µια εµβληµατική µορφή του σηµιτικού εκσυγχρονισµού, βρέθηκε για πολλά χρόνια στο επίκεντρο της πολιτικής εξουσίας και των πολιτικών αποφάσεων που προσδιορίζουν τις τύχες µιας κοινωνίας και των ανθρώπων της, αλλά ταυτόχρονα, «ενώ ήταν τόσο µέσα, ήταν τόσο έξω» από πρακτικές και συµπεριφορές που χαρακτηρίζουν πολλούς διαχειριστές της εξουσίας, ακόµη και της µικρότερης. ?ιέθετε, επίσης, ένα είδος οξύτατης «συναισθηµατικής νοηµοσύνης» που τον διευκόλυνε στην αυτογνωσία αλλά και στις σχέσεις του µε τους άλλους. Οπως και ορισµένοι «καθηµερινοί άνθρωποι-ήρωες των βιβλίων του», ήταν ένα πρόσωπο που «έκανε επιλογές για τη ζωή του και µε συνέπεια και επιµονή επεδίωκε να τις πραγµατώσει». Αν και είχε ισχυρές πεποιθήσεις και απόψεις, µπόρεσε να διαχειρισθεί µε επιτυχία – από τις κρίσιµες θέσεις στις οποίες βρέθηκε – συγκρουσιακές καταστάσεις και να συνεργασθεί και µε ανθρώπους που είχαν πολύ διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και πεποιθήσεις, χωρίς ποτέ να ακουστεί το παραµικρό αρνητικό σχόλιο ή έστω υπονοούµενο. Ταυτόχρονα, είχε βαθιά οικοδοµήσει µια κουλτούρα αµφιβολίας, ανεκτικότητας αλλά και διεκδίκησης αλλαγών, που ήταν απόλυτα συµβατή µε την «αναζήτηση», τον σεβασµό στις «αλήθειες των άλλων» και την «ανατροπή» µέσα από διαφορετικούς δρόµους καθώς, όπως έλεγε, «ανατροπές δεν γίνονται, µόνο µε εξεγέρσεις».
Και κάτι ακόµη χαρακτηριστικό του Νίκου. Αναζητούσε την αισθητική της καθηµερινότητας και είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον «υλικό πολιτισµό: για το φαγητό, τις γεύσεις, τις µυρωδιές, τους ήχους, τα κρασιά, τα υφάσµατα, τα έπιπλα, τα έργα τέχνης, τα κτίρια, τα µικρά και τα µεγάλα. Ηταν, ακόµη, ένας ανήσυχος περιηγητής, που αναζητούσε, έβλεπε, άκουγε και µύριζε πράγµατα που οι υπόλοιποι δεν εντοπίζαµε, ένας συναρπαστικός συνοδοιπόρος.
Ο Νίκος έφυγε και µαζί µε τη Μαριάννα – που συνειδητά, µε επιλογή, έδινε πάντα απλόχερα το προβάδισµα στη χαρισµατικότητα του Νίκου – προσπαθούµε όλοι οι φίλοι του να ξαναδούµε τη ζωή µέσα απ’ αυτόν, χωρίς αυτόν. Οµως, όπως είχε γράψει ο Μανόλης Αναγνωστάκης, «γιατί, αυτός ο κόµπος εδώ στο στήθος…».