Η διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους

Θάνος Ντόκος 11 Μαρ 2015

Η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να εξασφαλίσει τα μέγιστα δυνατά οφέλη στη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Κυριότερα εμπόδια στην προσπάθεια αυτή αποτελούν η απειρία, οι προεκλογικές υποσχέσεις της και η περιορισμένη αξιοπιστία (με ευθύνη και των προηγούμενων κυβερνήσεων). Οσον αφορά στο πρώτο, η Ε.Ε. έχει ένα κώδικα επικοινωνίας και συμπεριφοράς που αναμένεται ότι θα γίνει σεβαστός από τα κράτη-μέλη. Είναι ζήτημα περισσότερο συμβολισμών και εικόνας και λιγότερο ουσίας, αλλά αυτό δεν το καθιστά λιγότερο σημαντικό. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερους φίλους (ή έστω «ευμενώς ουδέτερους») και λιγότερους αντιπάλους.

Αποφεύγοντας τις συχνές αναφορές στην «ελληνική ιδιαιτερότητα», η κυβέρνηση θα πρέπει να μιλήσει για ανεργία (και ειδικότερα ανεργία νέων), φυγή «εγκεφάλων», για το ποσοστό του πληθυσμού που δεν έχει πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, για τα συσσίτια και για τους μαθητές που δεν έχουν εξασφαλισμένη πρόσβαση σε σωστή διατροφή, για τις συνέπειες περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας και να επικεντρωθεί στην ανάγκη δημιουργίας θέσεων εργασίας. Η αύξηση του κατώτατου μισθού όταν κανείς απευθύνεται (και) σε χώρες με σημαντικά χαμηλότερο κατώτατο μισθό και κατά κεφαλήν εισόδημα χαμηλότερο του ελληνικού στέλνει το λάθος μήνυμα. Επιπλέον, ορθώς τονίζεται η γεωστρατηγική σημασία της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Ομως το μήνυμα πρέπει να είναι θετικό (ενεργός ρόλος της Ελλάδας και ετοιμότητά της να συνεισφέρει στην αποτελεσματική διαχείριση των προκλήσεων ασφαλείας) και όχι αρνητικό, δίδοντας έτσι την προφανώς λανθασμένη εντύπωση πολιτικού εκβιασμού στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης.

Στην κρίσιμη διαπραγμάτευση, χρειάζεται λιγότερη κακοφωνία και πολυπραγμοσύνη, χρησιμοποίηση του κώδικα επικοινωνίας της Ε.Ε. και, κυρίως, προώθηση μεταρρυθμίσεων για την απόκτηση αξιοπιστίας και την επανεκκίνηση της οικονομίας. Πολύ νωρίς μετά την εκλογική της επιτυχία, η κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει με ποιους θα προχωρήσει και ποιους θα αφήσει πίσω. Υπάρχουν πολλοί που θα τη στηρίξουν, ακόμη και αν δεν ανήκουν στους ψηφοφόρους της. Αν όμως επιμείνει στην κατά γράμμα τήρηση προεκλογικών δεσμεύσεων που και η ίδια γνώριζε ότι ήταν μη υλοποιήσιμες, τα περιθώρια στενεύουν σημαντικά.

Τέλος, η συζήτηση περί Grexit δείχνει να αναζωπυρώνεται εντός των τειχών. Πέραν των όποιων οικονομικών συνεπειών, στην απευκταία περίπτωση που η Ελλάδα εγκαταλείψει την Ευρωζώνη –ή ακόμη χειρότερα και την Ε.Ε.–, ακολουθώντας την αντίθετη πορεία από όλους τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, η διεθνής εικόνα, η επιρροή και η διαπραγματευτική ισχύς της χώρας θα δεχθούν ένα ισχυρότατο συμβολικό, αλλά και ουσιαστικό πλήγμα, που θα καταστήσει την προώθηση των εθνικών μας συμφερόντων σημαντικά πιο δυσχερή υπόθεση. Αν και οι ποσοτικές εκτιμήσεις σε τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν εξαιρετικά υποκειμενική υπόθεση, δεν θα ήταν πιθανότατα υπερβολή αν λέγαμε ότι το ειδικό στρατηγικό βάρος και η εθνική ισχύς της Ελλάδας δεν θα ξεπερνούν το 50% του σημερινού (που βρίσκεται περίπου στο 70%-80% αυτού της προηγούμενης δεκαετίας). Θεωρούμε ότι τυχόν αποχώρηση από την Ε.Ε. θα αποτελούσε τη μεγαλύτερη στρατηγική ήττα στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία.