Η διακριτική γοητεία της «κανονικοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ

Ευάγγελος Βενιζέλος 29 Απρ 2018

Τον τελευταίο καιρό, ο παλιός φίλος Νίκος Μαραντζίδης διατυπώνει επίμονα την άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το καλοκαίρι του 2015, μετά τη συμφωνία για το τρίτο μνημόνιο και την αποχώρηση του ενός τρίτου της αρχικής Κοινοβουλευτικής Ομάδας του, έχει μεταταγεί στον χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (βλ. ενδεικτικά, «Κ» της Κυριακής 22.4.2018 με αναφορά σε θέσεις μου που παρατίθενται εντός εισαγωγικών αλλά ανωνύμως). Συνεπώς ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει, σύμφωνα με την άποψη αυτή, να αντιμετωπίζεται ως ένα «κανονικό», συστημικό, φιλοευρωπαϊκό κόμμα που ήρθε για να μείνει στο ελληνικό πολιτικό σύστημα καταλαμβάνοντας τον χώρο μιας από τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές πολιτικές οικογένειες. Η λογική συνεπαγωγή της άποψης αυτής είναι ότι είναι ξεπερασμένο και εσφαλμένο να τίθεται ως στόχος η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ή να αποκλείεται η συνεργασία μαζί του ακόμη και στην παρούσα Βουλή, πολύ δε περισσότερο στην επόμενη.

Η λογική του «αντί-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου, σύμφωνα με την άποψη αυτή, είναι «ατελέσφορη πολιτικά και άγονη ιδεολογικά» και βολεύει ίσως «όσους στήνουν καριέρες στον φανατισμό των αφελών ή ιδιοτελών, αλλά βλάπτει τη χώρα». Δεν ξέρω ποιους εννοεί ο Ν. Μαραντζίδης. Ξέρω όμως πολύ καλά ότι «καριέρες στο φανατισμό των αφελών ή ιδιοτελών», σύμφωνα με τη διατύπωσή του, έστησαν ο κ. Τσίπρας και ο κ. Καμμένος βλάπτοντας πολύ και σε βάθος τη χώρα.

Στη φιλελεύθερη δημοκρατία που πρεσβεύει ο Ν. Μαραντζίδης δεν επιτρέπεται να πιστεύεις ότι κάποιες αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις πρέπει να ηττηθούν και  μάλιστα στρατηγικά, δηλαδή να μη μπορούν να καθοδηγήσουν, να ελέγξουν ή να παρεμποδίσουν τις μετεκλογικές εξελίξεις; Στη φιλελεύθερη δημοκρατία που γνωρίζω εγώ αυτή είναι μια διεθνώς συνηθισμένη και φυσιολογική στάση.

Η άποψη περί σοσιαλδημοκρατικής μετεξέλιξης καταλήγει πρακτικά στο να αφήνει  χωρίς πολιτικά οριοθετημένο χώρο το Κίνημα Αλλαγής. Του προσφέρει ως μόνη επιλογή αυτή της συμπληρωματικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ τον οποίο «εγκαθιδρύει» πανηγυρικά στο χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και της εγχώριας  Κεντροαριστεράς.  Υπό την κραυγή δε «όχι αντί-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο», θέλει να ενοχοποιήσει ιδεολογικά τη συστηματική αντιπολίτευση κατά του ΣΥΡΙΖΑ, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και συμπραττουσών δυνάμεων.

Πρόκειται για μια προσέγγιση που αμφισβητεί ως πολιτικά ατελέσφορη, ιδεολογικά άγονη και προσωπικά ιδιοτελή την κριτική προς την κυβέρνηση όχι μόνο στο πεδίο της οικονομίας και της ανάπτυξης, αλλά και σε αυτό των θεσμών, της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας κ.ο.κ. Θέλει μάλιστα να οδηγήσει τη δημοκρατική φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση στην αναδρομική παραδοχή ότι η  συσπείρωση υπέρ του «Ναι» στο τριτοκοσμικό δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 ήταν το λιγότερο περιττή λόγω έλλειψης διορατικότητας, καθώς τι άλλο θα έκαναν οι ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ από αυτό που έκαναν τελικά, δηλαδή τη μετατροπή του «Όχι» σε «Ναι» λόγω του ρεαλισμού τους και της ακαταμάχητης δύναμης ενσωμάτωσης που διαθέτουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι ευρωπαϊκοί συσχετισμοί.

 Θέλει η προσέγγιση αυτή να γίνουμε όλοι λωτοφάγοι. Να ξεχάσουμε τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε και λειτούργησε το εθνικολαϊκιστικό αντιμνημονιακό μέτωπο και τις αξιακές, γνωσιολογικές και ηθικές του επιπτώσεις πάνω στην ελληνική κοινωνία. Να αγνοήσουμε τη βλάβη που έχει υποστεί η χώρα όχι μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2015,  αλλά όλη αυτή την τριετία. Βλάβη όχι μόνο οικονομική, αλλά θεσμική και εθνική. Θέλει να αγνοήσουμε αυτό που συμβαίνει στη Δικαιοσύνη ή στο Υπουργείο Άμυνας ή στη Βουλή εις βάρος των δικαιωμάτων της μειοψηφίας.  Να αγνοήσουμε την υποβάθμιση του πανεπιστημίου ή τα παιχνίδια με την τοπική αυτοδιοίκηση και τις επόμενες δημοτικές εκλογές. Να παραβλέψουμε το κυοφορούμενο τέρας του συνταγματικού λαϊκισμού. Τα νέα σενάρια ως προς το εκλογικό σύστημα και την επόμενη διαδικασία εκλογής ΠτΔ. Όλα αυτά προοιωνίζονται μια πορεία προς τις εκλογές που μοιάζει με παιδική εκδρομή; Παιδική εκδρομή στη λάσπη κατά των βασικών αντιπάλων; Παιδική εκδρομή στα υπόγεια του βαθέως κράτους; Τι καθησυχάζει τους εκφραστές της άποψης περί «κανονικοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως δεν θα έπρεπε να βάζουν το χέρι τους στη φωτιά για το πολιτικό κλίμα και τις θεσμικές συνθήκες υπό τις οποίες θα οδηγηθεί η χώρα στις εκλογές;

Αλλά ας υποθέσουμε ότι όλα θα εξελιχθούν με τον πιο βελούδινο και πολιτισμένο τρόπο. Ένας φιλελεύθερος δημοκράτης που αντιμετωπίζει τον ΣΥΡΙΖΑ ως «κανονικό» ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ποιο αποτέλεσμα επιθυμεί και επιδιώκει για τις επόμενες εκλογές; Ποιας μορφής επιθυμεί και επιδιώκει να είναι η επόμενη κυβέρνηση; Ποιο ρόλο επιθυμεί και επιδιώκει να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό σκηνικό;

Το εντυπωσιακότερο είναι ότι η προσέγγιση αυτή μας καλεί να είμαστε τόσο αφελείς, ώστε να εκλάβουμε ως απολύτως αφελείς τον ΣΥΡΙΖΑ και τους συνεταίρους του. Μας καλεί να υποδεχτούμε με μετριοπάθεια, συγκατάβαση και διάθεση συνεργασίας τον ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που βρίσκεται σε κάμψη. Αλήθεια, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ να θελήσει να βρει τη νέα ταυτότητά του στην «παρακμάζουσα» ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και όχι στη δυναμική ενός μεταλλασσόμενου ευρωπαϊκού λαϊκισμού που καθίσταται πλέον κυβερνητικός ή εν δυνάμει κυβερνητικός σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες; Γιατί να παραιτηθεί από τη ριζοσπαστική του ταυτότητα και τα αντισυστημικά του ράκη που συντηρεί με τη συστηματική διγλωσσία και τον άνευ όρων και ορίων πολιτικό τυχοδιωκτισμό στον όποιον επιδίδεται;

Η πονηρία της Ιστορίας λειτουργεί πιο πολύπλοκα και πιο αργά από ό,τι νομίζουν όσοι πιστεύουν ότι το νέο σκηνικό διαμορφώθηκε τόσο γρήγορα και τόσο απλά. –