Στην ανηφορική της ιστορική διαδρομή, η Αριστερά χρεώνεται μεγαλύτερα λάθη από τον αντίπαλό της. Αυτό, κατά κύριο λόγο, οφείλεται στην εγγενή πολιτική της ροπή να θέλει να αλλάξει τα πράγματα εκπροσωπώντας τον αδύναμο στον συσχετισμό της ισχύος, να επιδιώκει την αλλαγή του συσχετισμού αυτού. Αντίθετα, όταν κανείς απλώς συμπορεύεται με το ρεύμα, στο όνομα του πολιτικού ρεαλισμού και της συγκατάβασης ενώπιον του ισχυρού, συνήθως τα τερατώδη λάθη περιορίζονται. Η υποταγή και η συγκατάβαση μικραίνουν τους κινδύνους, ενώ η βούληση της ανατροπής, εξ αντικειμένου, τους ενισχύει. Η πολιτικά έντιμη προαίρεση της ανατροπής δεν δίνει, όμως, άφεση πολιτικών αμαρτιών.
Οι δημοκρατίες μπορεί να μην έχουν αδιέξοδα, οι κοινωνίες όμως έχουν
Θα ξεκινήσω με μια αντιδημοφιλή στα καθ’ ημάς θέση. Η εκτίμησή μου είναι ότι το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 καταγράφεται ήδη ανάμεσα στα πιο συγκλονιστικά λάθη της ιστορίας της ελληνικής Αριστεράς. Υποσχέθηκε και δημιούργησε ένα «Όχι» που την επόμενη έγινε «Ναι», έκλεισε τις τράπεζες με ό,τι συνέπειες αυτό θα έχει για πολύ ακόμη, ώθησε τους δανειστές σε μια ακόμη πιο τιμωρητική και εκδικητική στάση έναντι της χώρας, με αποτέλεσμα την επαχθή συμφωνία μια βδομάδα αργότερα. Το γεγονός ότι στο εσωτερικό της διεθνούς και ελληνικής Αριστεράς το δημοψήφισμα καταγράφηκε σαν ένα σκίρτημα δημοκρατικής εθνικής αξιοπρέπειας δεν αναιρεί καμία από τις παραπάνω συνέπειές του. Ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς επιστήμονες των καιρών μας, ο Κ. Κράουτς το φώναξε: «Έχετε γίνει οι ήρωές μας! Τώρα δεν πρέπει να μετατραπείτε σε μάρτυρες!» (Εφημερίδα των Συντακτών, 7.7.2015)
Το δημοψήφισμα υπήρξε λοιπόν θρυαλλίδα κακών. Οι θετικές επιπτώσεις του, δηλαδή η παραίτηση Σαμαρά, η δημιουργία ενός κλίματος δημοκρατικής αλληλεγγύης υπέρ της Ελλάδας και ο διεθνής στιγματισμός της Γερμανίας, δεν αρκούν για να ισοσταθμίσουν τη ζημιά. Μπροστά στον επονείδιστο τοίχο των δανειστών, το δημοψήφισμα απλώς επιτάχυνε το απεγνωσμένο εθνικό όχημα στη σύγκρουση. Ξέρω πως η σύγκρουση ήταν δύσκολο να αποφευχθεί εξαρχής, διότι στόχος των δανειστών ήταν ο πολιτικός εκμηδενισμός της αριστερής κυβέρνησης. Ξέρω όμως, συνάμα, ότι καθείς που έχει αίσθηση δημοσίου συμφέροντος προσπαθεί πάντα να περιορίζει τις δραστικές επιπτώσεις της σύγκρουσης: Άλλο να χτυπάς τον τοίχο με 200 κι άλλο με 50 χιλιόμετρα.
Εδώ χρειάζεται να μιλήσω και προσωπικά. Διαμόρφωσα αυτή την πεποίθηση μόλις προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα, κι αυτό με οδήγησε να παραιτηθώ από τη θέση του ειδικού συμβούλου στο Υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, πριν τη διεξαγωγή του και ανεξάρτητα, βέβαια, από την έκβασή του. Στην επιστολή της παραίτησής μου, που υπέβαλα την Παρασκευή πριν το δημοψήφισμα, αλλά δεν τη δημοσιοποίησα (διότι, προφανώς, ο στόχος μου δεν ήταν να χρησιμοποιηθεί από τους αντιπάλους της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ), έγραφα, ανάμεσα σε άλλα πως πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η στρατηγική μας ηττήθηκε διότι εγκλωβιστήκαμε μεταξύ δύο καταστροφικών επιλογών, με πολιτειακά ασύντακτες καταστάσεις το πλέον οδυνηρό ενδεχόμενο. Και συνέχιζα: «Και φυσικά, όσο και να αναθεματίζουμε τους δανειστές και την εγκληματική στάση της Ε.Ε. που οδήγησε το λαό μας στην απόγνωση –και ορθά κάνουμε– πρέπει συνάμα να κοιταχτούμε στον καθρέφτη: ο αδύνατος που απλώς περιφέρει το δίκαιό του δεν νικάει. Μάλλον το χάνει. Και η απόγνωση δεν είναι καλός σύμβουλος. Αν είμαστε στοιχειωδώς υλιστές στην ανάγνωση της κατάστασής μας, θα το ξέραμε και μπορεί και να το προλαβαίναμε».
Και τώρα τι κάνουμε;
Αυτό λοιπόν πίστευα τότε και φυσικά τώρα. Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε. Αυτός είναι ο τίτλος. Η εντός της Ε.Ε. αντιμνημονιακή αφήγηση ανατινάχτηκε. Και όσο δεν είχε τίποτε άλλο να την πλαισιώσει, τόσο πιο εκκωφαντική είναι η κατάρρευσή της και επώδυνη η μετατροπή της. Η στιγμή αυτή που ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος πασχίζει να γεννηθεί είναι, όπως λέει ο Γκράμσι, η εποχή των τεράτων. Ως σήμερα, ο αστικός κόσμος, εθισμένος στη νομή της εξουσίας, κυοφόρησε τα δικά του τέρατα. Από τον κανόνα αυτόν, δεν θα μπορούσε να γλιτώσει και η Αριστερά, που πλέον χρεώνεται και τις δικές της σύγχρονες τερατογενέσεις. Έτσι, δυστυχώς, συνέβαινε πάντα στην επώδυνη ιστορία των διχασμών της.
Η παραδοχή αυτή δεν χωράει καλλωπισμούς. Αντιθέτως, καλεί σε αυτοκριτική. Οι μύστες της θεωρίας της μπλόφας, οι επαγγελματίες καθησυχαστές του «μην ανησυχείς, τους έχουμε στο χέρι» έχουν τεράστιες ευθύνες. Διότι απλώς είχαν λάθος concept. Από τη «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση» του Μάο βρέθηκαν ενεοί στο «ότι οι ισχυροί πράττουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν και το αποδέχονται» που λένε οι Αθηναίοι στους Μήλιους, στο πέμπτο βιβλίο της «Ιστορίας» του Θουκυδίδη. Λίγο ενδιαφέρει πως κάποιοι εξαπατήθηκαν. Για τα δημόσια πρόσωπα σημαντικότερο είναι ότι εξαπάτησαν. Και αυτό πρέπει ειλικρινώς να αναγνωριστεί. Η ειλικρίνεια είναι πολιτική αρετή. Το ίδιο και η σωφροσύνη. (Η ευθύνη αυτή αναλογεί σε όλους όσους εμπλακήκαμε στο έργο της κυβέρνησης, ανεξάρτητα από προθέσεις και ανεξάρτητα από τις απόψεις μας. Σε πολύ διαφορετικό βαθμό στον καθένα, βέβαια.)
Μίλησα πριν για σωφροσύνη διότι τα πράγματα είναι επικίνδυνα. Μετά την οικονομία της χώρας, τη σειρά τους, λογικά, έχουν οι θεσμοί. Και αυτό νομίζω ότι είναι το μείζον σήμερα: να αποφευχθεί η ολοκληρωτική πολιτειακή εξάρθρωση. Αυτό είναι το επίδικο στην απόφαση του «πώς πορευόμαστε» σήμερα. Το «ναι» ή «όχι» στο ευρώ δεν είναι ερώτημα πολιτικής ή οικονομικής αισθητικής. Μπαίνει σήμερα υπό συγκεκριμένες ιστορικές προϋποθέσεις, σε μια κοινωνία καθημαγμένη και μια οικονομία διαλυμένη. Για όσους δεν φετιχοποιούν το νόμισμα (όποιο και να είναι), το επίδικο είναι πρωτίστως οι ιστορικοί και κοινωνικοί (δηλαδή οι πραγματικοί) όροι του ερωτήματος — και όχι τόσο το ερώτημα καθεαυτό. Και, σήμερα, οι όροι αυτοί είναι συντριπτικοί σε βάρος της χώρας, και πρωτίστως των αδυνάμων της.
Η έξοδος της χώρας από το ευρώ χωρίς σχέδιο, χωρίς τράπεζες, με τους πλούσιους να έχουν σώσει τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό, μόνο μια νέα UNRRA θα φέρει. Και αυτό, δεν μπορώ να διανοηθώ πώς μπορεί κανείς να το αγνοεί, όσο κι αν σιχάθηκε αυτή την Ευρώπη, όσο κι αν βιώνει το ασφυκτικό αδιέξοδο του Μνημονίου…
Η νέα συμφωνία και η δικονομία της είναι δεν είναι απλώς συνώνυμη της μνημονιακής φυλακής. Είναι –ας μου επιτραπεί μια μεταφορά– κελί απομόνωσης για τον κρατούμενο που προσπάθησε να αποδράσει. Η βιωσιμότητα της συμφωνίας, για μια χώρα στην κατάσταση της Ελλάδας σήμερα, δεν προσφέρεται για αισιοδοξία, όσο ανακούφιση και αν δημιούργησε ο λευκός καπνός το πρωί της Δευτέρας στις Βρυξέλλες. Δεν βλέπω πώς αυτή η τιμωρητική συμφωνία θα μπορέσει να τιμηθεί. Και ξέρω ότι και οι εκ των δανειστών το γνωρίζουν. Να το πούμε απλά: η συμφωνία αυτή δεν είναι διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος. Αν κάτι δεν αλλάξει δραστικά, κυρίως στο εξωτερικό, η χώρα, με μαθηματική βεβαιότητα, θα βρεθεί εκ νέου άμεσα στο σημερινό οδυνηρό δίλημμα. Επομένως, αυτή τη στιγμή, το μόνο συγκριτικό πλεονέκτημα που δίνει η συμφωνία είναι η εξαγορά του πολιτικού χρόνου μήπως οι διεθνείς ρωγμές που εμφανίστηκαν γύρω από το ελληνικό ζήτημα, επιφέρουν κάποιο θετικό νέο στον διεθνή ορίζοντα.
«Το μέλλον [μπορεί] να διαρκεί πολύ», αλλά ο χρόνος δεν συγχωρεί. Εκδικείται όλους, και κυρίως τους πρωταγωνιστές του. Πάρα ταύτα, όλοι, εντός κι εκτός, αναγνωρίζουν ότι το καράβι αυτή τη στιγμή δεν βρίσκει άλλο καπετάνιο. Επομένως, αν κάποιοι δεν μπορούν να τον στηρίξουν για λόγους συνείδησης, τουλάχιστον να μην τον υπονομεύσουν.
Ο κίνδυνος εναντίον της πολιτικής κοινότητας
Η μεγαλύτερη «επιτυχία» των Μνημονίων, από την αρχή τους ως σήμερα, είναι ότι κατάφεραν με συνοπτικές διαδικασίες την εξάρθρωση των πολιτικών ελίτ της Ελλάδας. Το μέγα επίτευγμα των Μνημονίων ήταν η απίσχνανση της κυριαρχικής επιτέλεσης: της δυνατότητας αυτοκαθορισμού του πολιτικού σώματος μέσω των αποφάσεων της κεφαλής του. Με τη δεξαμενή των κοινωνικών συναινέσεων εξαρχής άδεια, γεμάτη όμως από μνήμες ιστορικών διαιρέσεων (που όφειλαν όμως να γνωρίζουν οι εμπνευστές τους), τα Μνημόνια θρυμμάτισαν τη δυνατότητα της χώρας να κυβερνάται εύτακτα και απορρύθμισαν τη σχέση ηγεσίας-πολιτικού σώματος. Αυτή πιστεύω πως ήταν μακροπρόθεσμα η πιο εγκληματική τους συνέπεια. Αυτός ήταν και ο λόγος που τα Μνημόνια απέτυχαν στην Ελλάδα, ενώ κατάφεραν να επιβάλλουν τη σιδερένια πειθαρχία τους αλλού. Και αυτή η συνθήκη επικρέμεται ολοένα και πιο απειλητικά σήμερα, μετά τη νέα συμφωνία, καθώς τα Μνημόνια θα συνεχίζουν την ανατίναξη της πολιτικής τάξης της χώρας.
Ένα πολιτικό σώμα χωρίς κεφάλι τρέχει χωρίς να βλέπει, χωρίς να σκέφτεται. Και, έτσι, γίνεται έρμαιο των ένθεν κι ένθεν τερατογενέσεών του. Κι αυτό είναι το χείριστο. Στο αφόρητα δύσκολο δρόμο που βρέθηκε να διαβεί η χώρα, η διαφύλαξη της δυνατότητας της συντεταγμένης έκφρασης των διαφωνιών εντός της πολιτικής κοινότητας ανήκει πλέον στα μεγάλα ζητούμενα.
Μόνο η αυτοκριτική, η ειλικρινής και σώφρων διαχείριση της ήττας μπορεί να αφήσει ελπίδες για έναν καλύτερο τίτλο στη σελίδα που έπεται για την Ελλάδα. Και, ποιος ξέρει, ίσως και για την Ευρώπη.