Η «Χρυσή Αυγή» ήρθε για να φύγει

Κώστας Κούρκουλος 18 Οκτ 2012

Όπως έχουμε υποστηρίξει σε άλλο σημείο, η Ελλάδα δεν διαθέτει τις ιστορικές και κοινωνικές πραγματικότητες της Δύσης. Συνέπεια λοιπόν αυτής της απουσίας, είναι η εισαγωγή στη χώρα μας από τη μητρόπολη, δίκην νεοαποικιακού ιδιώματος, όχι μόνον «εξωτικών» εννοιών και γλωσσικών όρων, αλλά και ολόκληρων θεωρητικών σχημάτων, που δεν αντιστοιχούν σε εγχώριες πραγματικότητες. Τυπική περίπτωση, η εισαγωγή από τη Δύση θεωρητικών σχημάτων, για την ανάλυση και ερμηνεία του φαινομένου της Χρυσής Αυγής.

Όμως ακόμη και η ίδια η ευρωπαϊκή πραγματικότητα, από όπου εισάγονται τα ερμηνευτικά θεωρητικά εργαλεία, δεν είναι μονοδιάστατη. Διότι, άλλο ήταν αυτό που επωάστηκε στη δημοκρατία της Βαϊμάρης, άλλο ήταν οι νεοφασίστες της Ιταλίας που ανατίναζαν σιδηροδρομικούς σταθμούς, άλλο οι νεοναζί της Αυστρίας και ακόμη πιο διαφορετικοί, οι νεοναζί των Σκανδιναβικών χωρών κ.ο.κ.

Αν βεβαίως συγκρίνουμε τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της ελληνικής περίπτωσης με όλες τις προαναφερθείσες, η διαφορά είναι χαώδης. (Π.χ. είναι εντελώς διαφορετική η κοινωνική αφετηρία του Ολλανδού νεοναζί, με αυτήν του Έλληνα χρυσαυγίτη).

Ένα άλλο, καθοριστικό επίσης στοιχείο της ταυτότητας όλων των δυτικών εκδοχών του νεοναζισμού και του νεοφασισμού, είναι ότι διαθέτουν σαφή ιδεολογικό πυρήνα, που είναι άλλωστε και η προϋπόθεση για κάθε κίνημα.

Στη χώρα μας, αντίθετα, παρουσιάζεται η εξής ιδιομορφία:

Η «Χρυσή Αυγή» δεν είναι ούτε κόμμα, ούτε κίνημα. Απλώς μετονομάστηκε σε κόμμα, η συνεύρεση ενός τμήματος του ποινικού υποκόσμου με ψυχοπαθητικές περιπτώσεις «ελλειμματικών», που αναζητούσαν ταυτότητα, «κτίζοντας» σώματα στα γυμναστήρια. Εξαιρέσεις υπάρχουν, αλλά είναι ελάχιστες.

Αριθμητικά, τα άτομα αυτά ανέρχονται πανελλήνια σε κάποιες εκατοντάδες. Μέχρι και το 2010, αυτή η ασήμαντη και αμελητέα αριθμητικά ομάδα, όχι μόνον δεν ασκούσε οποιαδήποτε επιρροή, αλλά ήταν και άγνωστη στο ευρύ κοινό, ιδιαίτερα μάλιστα σ’ αυτούς που στη συνέχεια την ψήφισαν.

Και αιφνιδίως γίνεται γνωστή η ύπαρξή της, με όρους απρόβλεπτου φυσικού φαινομένου. Εδώ όμως πρέπει να επισημάνουμε μία σύμπτωση με νόημα: Η ανάδυση της Χ.Α. συντρέχει με δύο άλλα, εξίσου αιφνίδια γεγονότα, που από την ταυτόχρονη εμφάνισή τους, ανατρέπεται το πολιτικό σκηνικό: Τη δημιουργία του «τηλεοπτικού» κόμματος Καμμένου και την εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ, σε τέτοιο σημείο, ώστε να είναι πλέον νέο κόμμα.

Και η αιτία της ταυτόχρονης εμφάνισης και των τριών κομμάτων είναι η ίδια: Προκύπτουν ως προϊόν της συνειδητοποίησης ότι καταρρέει το πελατειακό κράτος και έτσι απειλούνται τα προνόμια, παύουν οι διορισμοί στο δημόσιο, τελειώνουν τα θαλασσοδάνεια, κινδυνεύουν οι συντάξεις των «νεκροζώντανων» και το «κακό» δεν έχει τελειωμό. Όταν δηλαδή ο καθένας αισθάνθηκε να απειλείται η προσωπική του ανομία, ή, το χειρότερο, η προσδοκία σ’ αυτήν.

Αυτά ακριβώς τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της ανατροπής του πολιτικού σκηνικού, προσδιορίζουν και την κοινωνική σύνθεση των ψηφοφόρων των «νέων» κομματικών σχηματισμών, που προέκυψαν από αυτήν. Τα ταξινομούμε:

α) Η πολιτιστικά λούμπεν -αλλά βολεμένη- δεξιά, η κατηγορία δηλαδή του «ό, τι να ’ναι» και «άμα λάχει να πούμε», που πιστεύει σε ψεκασμούς και ανακαλύπτει παντού συνωμοσίες, αλλά ελπίζει στις «θαυματουργές εικόνες» για να χτυπήσει τους «εχθρούς», οδηγείται στον Καμμένο.

β) Η ευνοημένη κρατική γραφειοκρατία, αυτό το «…φρικιαστικό παρασιτικό σώμα, που τυλίγεται σα δίχτυ στο σώμα της …κοινωνίας και φράζει όλους τους πόρους της» και για την οποία «…η διατήρηση του καθεστώτος … είναι ζήτημα καθημερινού ψωμιού», που στην ελληνική περίπτωση συγκροτείται από όσους πρόλαβαν και εκμεταλλεύτηκαν το πανηγύρι του πελατειακού συστήματος και έπιασαν «πρώτη θέση» στη λεηλασία του δημόσιου πλούτου, αλλάζει χαράκωμα «σε μία νύχτα». Μετακομίζει έτσι μαζικά από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να δώσει οργανωμένα τη μάχη, ώστε να συνεχιστεί η κραιπάλη.

γ) Υπάρχει όμως και μία άλλη, όχι ευκαταφρόνητη κοινωνική κατηγορία: Είναι αυτοί που είτε δεν πρόλαβαν να εκμεταλλευτούν το πελατειακό σύστημα, είτε – το χειρότερο – δεν μπόρεσαν και έτσι έμειναν «απ’ έξω».

Επειδή λοιπόν αισθάνονται «αδικημένοι» – και είναι – μισούν όλο το πολιτικό σύστημα, εφ’ όσον, όταν αυτό μοίραζε τα προνόμια, τους περιφρόνησε. Και τώρα, επειδή δεν υπάρχει πλέον ελπίδα να ενταχθούν στους ευνοημένους, ανταποδίδουν την περιφρόνηση, ψηφίζοντας θυμωμένα και απελπισμένα Χ.Α. Πράγμα που σημαίνει ότι το πραγματικό κίνητρο για να ψηφίσουν Χ.Α, είναι η ίδια η προσδοκώμενη ενόχληση του πολιτικού συστήματος, από αυτήν καθ’ εαυτήν την ψήφο τους. Όλοι μας έχουμε ακούσει τέτοιου είδους δηλώσεις, όπως π.χ. «θα ψηφίσω Χ.Α. για να τους τρελάνω», «το έκανα για να τους τη σπάσω», «έτσι για να μάθουν», οι οποίες δυστυχώς δεν είναι καθόλου υποκριτικές.

Για τη στάση αυτή, έχουμε και «μετρήσιμη» απόδειξη: Από την ομόθυμη καταδίκη της βιαιοπραγίας του Κασιδιάρη κατά δύο βουλευτών, προέκυπτε με βεβαιότητα ένα στοιχείο: Η ομόθυμη και σοβαρή ενόχληση όλου του πολιτικού συστήματος από την πράξη αυτή. Η αυτόματη λοιπόν αντίδραση του «λαού» στην ενόχληση του πολιτικού συστήματος, ήταν ο δημοσκοπικός διπλασιασμός της Χ.Α.

Σε αντίθεση λοιπόν με τα θεωρητικά σχήματα, από την ίδια την πραγματικότητα προκύπτει ότι η Χ.Α. δεν έχει «βάθος». Είναι απλώς «σημαία ευκαιρίας», για την εκδήλωση εκ μέρους μίας σημαντικής κατηγορίας συμπολιτών μας, του συλλογικού θυμού τους για το παρελθόν. Ή ακόμη και του πένθους τους για την απώλεια των ευκαιριών, τις οποίες όμως κάποιοι άλλοι «που ήταν στα πράματα», δηλαδή στο πελατειακό κύκλωμα, εκμεταλλεύτηκαν.

Εφ’ όσον λοιπόν τα πράγματα θα παραμένουν ως έχουν, η όποια αντιναζιστική ρητορεία, επειδή θα επαναβεβαιώνει την ενόχληση του πολιτικού συστήματος, θα αυξάνει τη δύναμη της Χ.Α. στα λαϊκά στρώματα. Και αυτό το ξέρουν καλά στη Χ.Α. Γι’ αυτό και ασχημονούν παντού, ώστε να προκαλούν την ενόχληση του πολιτικού συστήματος, η οποία, με τη σειρά της, αυξάνει την επιρροή τους.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Υπάρχει έξοδος από τον φαύλο κύκλο; Η απάντηση είναι θετική. Αρκεί να συνειδητοποιήσουν οι πολιτικές δυνάμεις, ότι εκείνο που θα καταστρέψει – κυριολεκτώ – τη σχέση της Χ.Α. με τα λαϊκά στοιχεία που αισθάνονται αδικημένα, είναι η αποκατάσταση ενός στοιχειώδους αισθήματος δικαιοσύνης. Και αυτό, με έναν τρόπο μπορεί να επιτευχθεί: Με την ανατροπή των συνεπειών της πελατειακής κραιπάλης. Ήτοι, εφ’ όσον: 1) Καταργηθούν όλα τα προνόμια των πελατειακών συντεχνιών, ακόμη και αν αυτές απειλούν την κοινωνία με ρουκέτες, όπως ο κ. Φωτόπουλος, και, 2) Γίνει σοβαρή προσπάθεια για να επανέλθει στην κοινωνία ένα μέρος του πλούτου, τον οποίο – με όρους διαφθοράς – έχει αποθησαυρίσει η κρατική γραφειοκρατία. Και υπάρχουν τρόποι γι’ αυτό.

Το μόνο που χρειάζεται, είναι ελάχιστη φαντασία. Η φαντασία όμως προϋποθέτει πολιτικούς που θα ξεφύγουν από τη γραφειοκρατική παγίδα. Έστω και αν αυτό είναι δύσκολο, ας το ελπίσουμε. Γιατί μόνο τότε θα μπορούμε να πούμε ότι η «Χρυσή Αυγή» ήρθε για να φύγει. Και θα φύγει.