Η Χρηματοδότηση των Κομμάτων: Ζήτημα Δημοκρατικής Υγείας;

Κώστας Σοφούλης 30 Απρ 2019

Ξεψάχνισα την επίσημη ανακοίνωση του ΚΙΝΑΛ για το θέμα των δανείων προς το ΠΑΣΟΚ και τα άλλα κόμματα.  Την βρήκα πειστική ως προς το κεντρικό επιχείρημά της ότι «όλοι το ίδιο κάναμε» ή έστω «όλοι το ίδιο πάθαμε» για τους ίδιους περίπου λόγους, χωρίς δόλο. Ναι, έτσι είναι αν δούμε το ζήτημα μέσα από την οπτική της αδίστακτης ποινικοποίησης που επιχειρεί ο Τσίπρας για όλες σχεδόν τις πολιτικές δράσεις του «παλαιού καθεστώτος». Όμως, αυτό είναι άραγε μόνο το ζήτημα; Έχω διαφορετική άποψη και την έχω εκφράσει αρκετές φορές με άλλες αφορμές. Την διατυπώνω κάπως πιο φωναχτά και τώρα.

Κατά πρώτο να διακρίνουμε τα αντικείμενα: Άλλο η κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων και άλλο η τραπεζική δανειοδότησή τους. Η κρατική χρηματοδότηση έχει τον λόγο της και είναι απλός και διατυπωμένος με νόμο (3023/2002). Επιπλέον, αποτελεί κοινή πρακτική τόσο στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών, όσο και της ΕΕ  ειδικά για τα «κόμματα» (πολιτικές Ομάδες) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο τραπεζικός δανεισμός, όμως, δεν προκύπτει από νομική υποχρέωση και λογικά υπακούει αποκλειστικά και μόνο στις ρυθμιστικές  διατάξεις της τραπεζικής νομοθεσίας που αφορούν τον πιστωτικό κίνδυνο. Όσο και αν έψαξα, δεν βρήκα ειδική πρόβλεψη για την περίπτωση των κομμάτων και πολύ σωστά. Οι τράπεζες δεν είναι ούτε πολιτικοί χορηγοί μήτε φιλανθρωπικά σωματεία ως προς την κύρια δραστηριότητά τους. Ο αποκλειστικός ρόλος τους είναι να διοχετεύουν την αποταμίευση σε παραγωγικές χρηματοδοτήσεις με βασικό γνώμονα το εύλογο  τραπεζικό ρίσκο. Πώς λοιπόν μπορεί μια τράπεζα να υπολογίσει  το τραπεζικό ρίσκο που συνεπάγεται μια χορήγησή της σε κόμμα; Και ποια παραγωγική δραστηριότητα θα εξυπηρετήσει αυτή η χρηματοδότηση; Και στα δύο αυτά καίρια ερωτήματα η απάντηση είναι «ούτε ο χρηματοδοτικός κίνδυνος μπορεί να υπολογιστεί, εκτός αν υποτεθεί εξ αρχής  τεράστιος και ως εκ τούτου απαγορευτικός, αλλά ούτε και η πολιτική δραστηριότητα των κομμάτων μπορεί να λογιστεί ως οργανικό μέρος της παραγωγής του εθνικού μας προϊόντος». Ο τραπεζικός κίνδυνος είναι υπερβολικός επειδή τα έσοδα των κομμάτων εξαρτώνται από οικονομικά αστάθμητους παράγοντες (εκλογική επιτυχία). Όσο για την παραγωγική σκοπιμότητα, δεν νομίζω ότι θα βρεθούν πολλοί για να υποστηρίξουν ότι η πολιτική, που αποτελεί την κύρια δραστηριότητα των κομμάτων, συμβάλλει άμεσα στην αύξηση του εθνικού προϊόντος!

Επομένως, η τραπεζική χρηματοδότηση των κομμάτων αποτελεί σύμμεικτον είδος και τέρας αποφώλιον του ελληνικού οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι είναι εξ ορισμού ποινικό αδίκημα. Ποινικό αδίκημα προκύπτει όταν τα συμβαλλόμενα μέρη (τράπεζα και κόμμα) παραβιάζουν συγκεκριμένες διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας, εν γνώσει τους ή εξ ενδεχομένου δόλου. Κρίσιμο, λοιπόν, εν προκειμένω είναι και το πώς διαχειρίστηκαν οι υπεύθυνοι των τραπεζών τον τραπεζικό κίνδυνο. Αν τα χρήματα του δανείου τα διαχειρίστηκαν για δόλιους και ποινικά κολάσιμους σκοπούς, τότε και οι υπεύθυνοι των κομμάτων ασφαλώς θα ελεγχθούν ποινικά. Τέτοια περίπτωση, όμως, δεν έχει επισημανθεί μέχρι τώρα.

Τα κόμματα δεν έχουν, λοιπόν, καμία ευθύνη για αυτή την τερατογόνο  τραπεζική δοσοληψία; Φαντάζομαι ότι ο νομικός θα μας θυμίσει την περίπτωση της ηθικής αυτουργίας σε απιστία, που βέβαια προϋποθέτει δόλο. Αλλά αυτά είναι ζητήματα που θα απασχολήσουν την δικαιοσύνη και γιαυτό δεν πέφτει λόγος σ’ εμάς τους απλώς σκεπτόμενους πολίτες. Αλλού υπάρχει πολιτικό ζήτημα και μάλιστα σπουδαίο, όπως ελπίζω να αποδείξω.

Η υπερχρηνατοδότηση οδηγεί σε στρέβλωση της ημοκραστικης λειτουργίας των κομμάτων.

Υπάρχει πράγματι τεράστιο πολιτικό ζήτημα γύρω από το θέμα της χρηματοδότησης των κομμάτων και αυτό παραδόξως κρύβεται επιμελώς και συστηματικά κάτω από το χαλί. Το ζήτημα αφορά τον ρόλο και τα όρια της κρατικής επιχορήγησης των κομμάτων είτε για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών τους είτε για την διενέργεια επιστημονικής έρευνας όπως προβλέπεται από την σχετική νομοθεσία.

Αν η κρατική χρηματοδότηση καλύπτει το σύνολο των λειτουργικών αναγκών, τότε έχουμε μια τουλάχιστο περίεργη για τις συνθήκες της φιλελεύθερης δημοκρατίας μορφή κρατικοποίησης των κομμάτων. Δεν ξέρω που θα οδηγούσε μια πολιτική θεωρία που θα αποσκοπούσε στην υπεράσπιση ενός τέτοιου εξαμβλώματος. Πάντως όχι και σε τόσο κολακευτικές συσχετίσεις της δημοκρατίας με την παντοδυναμία της κρατικής εξουσίας.

Η σωτηρία από μια τέτοια ακρότητα θα ήταν, αν (α) ο νόμος πρόβλεπε μια ποσόστωση στην κάλυψη των λειτουργικών εξόδων σε σχέση με τους ιδίους πόρους των κομμάτων (matching), ή (β) μια μερική απαρίθμηση τους είδους των λειτουργικών δαπανών που είναι επιλέξιμες και προφανώς δεν συμποσούνται στο σύνολο των νοητών δαπανών της κατηγορίας αυτής. Για παράδειγμα, στην πρώτη περίπτωση θα μπορούσε να καθιερωθεί ένας κανόνας matching, όπου η κρατική επιχορήγηση θα ισούται με το ύψος η μέρος των ιδίων κομματικών πόρων που εξασφαλίζονται μέσα από την ταμειακή λειτουργία της κομματικής συμμετοχής. Στη δεύτερη περίπτωση, ένα παράδειγμα θα ήταν να εξαιρούνται οι «πολυτελείς» δαπάνες ή να καλύπτεται μόνο ένα βασικό κόστος της αντίστοιχης δράσης.

Ο λόγος που τίθενται αυτά τα θέματα ως κεφάλαια της συζήτησης για την κρατική επιχορήγηση των κομμάτων αφορά, στην ουσία, την μορφή του πολιτεύματος, αλλά και την ιδεολογική βάση της κομματικής συγκρότησης. Κραυγάζει το ερώτημα: Τι σόι φιλελεύθερη δημοκρατία είναι εκείνη που οικονμικά έχει κρατικοποιήσει τη λειτουργία των κομμάτων της;

Σε ότι αφορά την ολική χρηματοδότηση, το θέμα είναι απλό. Η ολική εξάρτηση της λειτουργίας των κομμάτων από την κρατική χρηματοδότηση, κρατικοποιεί στην ουσία την λειτουργία των κομμάτων και δημιουργεί ένα πλήρως αυτονομημένο σύστημα αφανούς εξουσίας που αναιρεί  πλήρως την φιλελεύθερη λειτουργία του πυρήνα της πολιτικής δράσης, δηλαδή των κομμάτων. Στην πραγματικότητα, μετατρέπει τους κομματικούς παράγοντες σε κρατικούς υπαλλήλους οι ποίοι, ως συντεχνία πλέον θα αποκτήσουν αυτόνομα συμφέροντα κάτω από το κέλυφος των κομμάτων. Τέτοιο δείγμα κομματικής λειτουργίας μόνο στα μονοκομματικά καθεστώτα του παρελθόντος μπορούμε να συναντήσουμε. Η χρεοκοπία αποκάλυψε τον κίνδυνο με πολλαπλούς τρόπους: Για παράδειγμα, η μεγάλη μείωση της εκλογικής δύναμης ορισμένων κομμάτων εξαέρωσε τις τραπεζικές εξασφαλίσεις που είχαν παραχωρηθεί με την μορφή εκχώρησης μελλοντικών κρατικών επιχορηγήσεων. Σε άλλες περιπτώσεις, η αδυναμία κόμματος να πληρώσει επαγγελματικά στελέχη του, οδήγησε τα τελευταία σε δικαστική διεκδίκηση (!), εκμηδενίζοντας έτσι τον όποιο πολιτικό δεσμό του στελέχους με το κόμμα του. Υπήρξε περίπτωση, όπου τέτοια δικαστική προσφυγή κατέστησε αδύνατη την συγκρότηση Νομαρχιακής Επιτροπής, επειδή κανείς δεν δέχονταν να αναλάβει το σχετικό οικονομικό κόστος ατομικά.   Φαντάζομαι, ότι δεν θα χρειάζονταν πολλά λόγια για να αποκλειστεί εξ αρχής ένα τέτοιο μοντέλο. Κι, όμως, η στοιχειώδης αυτή προβλεπτικότητα έλλειψε από όλα τα κόμματα και έτσι στην ουσία προσχώρησαν σε αυτό το τουλάχιστο  περίεργο μοντέλο οικονομικής οργάνωσης. Και βέβαια, ιδού τα επίχειρα.

Προς μια τέτοια κατεύθυνση εξωτερικής υπερχρηματοδότησης λειτούργησε και το τέχνασμα της τραπεζικής χρηματοδότησης. Επ’ αυτού πρέπει να επισημάνουμε, ότι το σύστημα αυτό εφευρέθηκε και λειτούργησε σε περίοδο όπου το εγχώριο τραπεζικό σύστημα λειτουργούσε ακόμη με τη φόρα των κρατικών τραπεζών, έστω και εάν ορισμένες από τις χρηματοδοτούσες τράπεζες είχαν «ιδιωτικοποιηθεί» στο μεταξύ. Με το σημερινό τραπεζικό καθεστώς, για παράδειγμα κανένα κομματικό δάνειο δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει. Γιαυτό, εύλογο είναι να υποστηρίξουμε, ότι η τραπεζική χρηματοδότηση στην ουσία υπήρξε συμπλήρωμα της κρατικής στην επίδικη περίοδο.

Περισσότερο πολύπλοκο αλλά και σημαντικότερο για την εξέλιξη του κομματικού συστήματος, είναι αυτό που περίπου ονομάσαμε «πολιτειακό» σε προηγούμενη παράγραφο. Λέμε «πολιτειακό» επειδή τα κόμματα αναφέρονται ρητά στο Σύνταγμα ως θεσμοί λειτουργικοί του καθεστώτος. Κάθε παθογένεια των κομμάτων, αυτομάτως καθίσταται πρόβλημα για το καθεστώς και την Πολιτεία.

Σε τι πάσχει η ολοκληρωτική οικονομική εξάρτηση των κομμάτων από την άποψη αυτή; Σε τρία κυρίως σημεία εκ των οποίων το πρώτο ήδη αναφέρθηκε ως οιονεί «κρατικοποίηση των κομμάτων». Τα υπόλοιπα δύο σημεία είναι τα εξής, με κάθε συντομία που δεν πρέπει εν τούτοις να εμποδίσει μια βαθύτερη ανάλυση των συναφών θεμάτων.

Το δεύτερο σημείο είναι προαγωγή μιας τακτικής απεριόριστων δαπανών για τα κόμματα, που ως πρωταγωνιστές στη Βουλή έχουν την δυνατότητα να μεγαλώνουν κατά τις ανάγκες τους τα ποσά της επιχορήγησης, αρκεί να το συμφωνήσουν μεταξύ τους. Νομίζω, ότι δεν απέχουμε πολύ, για παράδειγμα, από την ημέρα, που για λόγους «εργατικής πολιτικής» ενδέχεται να υπάρξει έκτακτη επιχορήγηση για την κάλυψη δαπανών απόλυσης επαγγελματικών στελεχών που έχουν μείνει απλήρωτα εξ αιτίας της κρίσης και που οι διεκδικήσεις τους σε πολλές περιπτώσεις έχουν αναγνωριστεί ακόμη και δικαστικά. Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι η αρχή ενός ξεχειλώματος του συστήματος που δεν ξέρουμε σε τι ακρότητες μπορεί να οδηγήσει. Εδώ πράγματι εμφωλεύει κίνδυνος σοβαρής πολιτειακής υπερβασίας.

Άφησα τελευταίο το τρίτο σημείο, όχι επειδή υποτιμώ την σημασία του, αλλά αντίθετα επειδή θέλω να έχω την ευκαιρία να το συνδέσω με το μεγάλο ζήτημα που μόλις τώρα – δυστυχώς- άρχισε να συζητείται κυρίως στα πλαίσια της αναζήτησης μέλλοντος για την σοσιαλδημοκρατία. Αναφέρομαι στην αποϊδεολογικοποίηση των κομμάτων που κατά βάση είναι λογική συνέπεια του πολυσυλλεκτισμού τους. Μια εξέλιξη  που αξίζει να συζητηθεί περισσότερο, μα την αλήθεια.

Η  οικονομική άνεση «άνευ πολιτικού κόπου» που προσφέρει η κρατική επιχορήγηση στα κόμματα, ευκολύνει τα μέγιστα  την δημιουργία στρατιάς επαγγελματικών στελεχών που βιοπορίζονται από την κομματική λειτουργία, ανεξάρτητα, πολλές φορές, από την ιδεολογική προσφορά τους στην παραγωγή πολιτικής. Πρόκειται για κομματικούς επαγγελματίες γραφειοκρατικού τύπου που  κάθε άλλο παρά ταιριάζουν με το πνεύμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Η πολιτική, από τα γεννοφάσκια της θεωρίας της ως ενασχόληση με τα κοινά, διαπνέεται σε μεγάλο βαθμό από πνεύμα αλτρουιστικής αποστολής. Έτσι εξηγούνται και τα όσα λέγονται και γράφονται για τον «ηρωισμό» των δημοκρατικών αρχόντων που είναι συνυφασμένος με τον ρόλο τους. Ποτέ ένας δημοκρατικός λαός δεν λάτρεψε ηγέτη του χωρίς να τον έχει περιενδύσει προηγουμένως – ορθά ή εσφαλμένα- με μανδύα υψηλής αποστολής πέρα από τα τετριμμένα. Μπορεί ο Max Weber και οι διάδοχοί του στην Πολιτική Επιστήμη να προσγείωσαν την πολιτική στο πεδίο της διαχείρισης της εξουσίας, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι με την πολιτική ασχολούνται και άλλες επιστήμες, όπως η ανθρωπολογία και η κοινωνιολογία, αλλά και η Πολιτική Φιλοσοφία και η Ιδεολογία. Δεν είναι, επομένως, σωστό να θεωρούμε την χρηματοδότηση των κομμάτων ως απλό θέμα εξασφάλισης των πόρων που χρειάζονται για την επιτέλεση του  ρόλου τους, όποιος κι αν είναι αυτος. Στη δημοκρατία και ειδικότερα την φιλελεύθερη, τα κόμματα πρέπει να πληρούν τα χαρακτηριστικά συγκεκριμένων ρόλων κοινωνικής σημασίας και όχι απλώς ουδέτερης διαχείρισης της κρατικής εξουσίας. Αυτή η θέση, άλλωστε είναι ήδη κοινότοπη όταν γίνεται λόγος για την ηθική της προέλευσης των χρημάτων του κομματικού ταμείου.

Όμως, υπάρχει κάτι περισσότερο από την ηθική του κομματικού χρήματος. Και αυτό αφορά την Ιδεολογία της συλλογής και χρήσης του. Δεν μπορεί λοιπόν ένα κόμμα που διακηρύσσει την ανεξαρτησία του από την κρατική διαχείριση της εξουσίας, να εξαρτά την λειτουργία του από δημόσιους πόρους που εισπράττονται αναγκαστικά ως συστατικό στοιχείο ακριβώς της κρατικής υπόστασης. Τα φορολογικά έσοδα από τα οποία χρηματοδοτούνται τα κόμματα είναι αποτέλεσμα κρατικού καταναγκασμού. Αντίθετα, η λειτουργία του οποιουδήποτε δημοκρατικού κόμματος είναι (ή όφειλε να είναι) αποτέλεσμα εθελοντικής συμμετοχής σε δραστηριότητες ιδεολογικής προτίμησης.

Καταλήγοντας, νομίζω ότι είναι εύκολο να συμπεράνουμε, ότι κατά προτίμηση η χρηματοδότηση των κομμάτων πρέπει να γίνεται πρωτευόντως με εθελοντικές συνεισφορές σε χρήμα ή σε είδος (εθελοντική εργασία, λ.χ. οργάνωση χρηματοσυλλεκτικών εκδηλώσεων κ.ο.κ.). Η προτίμηση δεν έχει μόνο ηθική και ιδεολογική σημασία. Αποτελεί, συνάμα, και τρόπο ενεργοποίησης των μελών και φίλων του κόμματος, καθώς και ευκαιρία πύκνωσης του πολιτικού διαλόγου που είναι αναγκαία για να ωριμάζουν οι πολίτες όταν καλούνται να πάρουν σημαντικές πολιτικές αποφάσεις.

Αν τα όσα υποστηρίζω στο κείμενό μου αυτό, ισχύουν για κάθε δημοκρατικό κόμμα, ισχύουν απαραίτητα για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που τώρα καλούνται να διαμορφώσουν την νέα διακριτή ταυτότητά τους.