Η χούντα έγινε για την τυραννία του κιτς;

Κώστας Κούρκουλος 23 Απρ 2017

Όταν βρίσκομαι κάπου απόμακρα, όπως σε βουνό, αισθάνομαι μία εσωτερική ελευθερία, σχεδόν ασυλία, του να λέω ό, τι θέλω. Ακόμη και τα ανομολόγητα και τα ανοίκεια. Και αυτό μου συμβαίνει συχνά στην καθιερωμένη κυριακάτικη πορεία με την παρέα, στις πλαγιές του Υμηττού. (Μέχρι πριν λίγο καιρό βαδίζαμε και στις κορυφογραμμές του, κάτι όμως που σταμάτησε, όταν ο «καθοδηγητής» μας αποφάσισε αιφνιδίως ότι είναι μεγάλος  – χωρίς να είναι – και δήλωσε ότι δεν μπορεί πια τις κορυφογραμμές….).

Όταν λοιπόν κάποια φορά η κουβέντα πήγε στην δικτατορία – εκεί οι συζητήσεις ακολουθούν την πορεία των ελεύθερων συνειρμών, άρα δεν ξέρεις ποτέ πού θα καταλήξουν – με την ελευθεριότητα του βουνού, υποστήριξα τα εξής «παράδοξα» και «ανοίκεια»:

Η άποψη πως η δικτατορία κηρύχθηκε για να καταστείλει την αριστερά, είναι το απόλυτο ψέμα. Και δεν ήταν απλώς  ένα ψέμα, αλλά χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά ως ζωτικός μύθος, που βόλεψε τελικά όλες τις πλευρές.

Πρώτα απ’ όλα, τους ίδιους τους πραξικοπηματίες. Οι οποίοι – ενεργώντας σε συνθήκες ψυχρού πολέμου – βρήκαν στο κυνήγι της αριστεράς την ιδανική νομιμοποίησή τους. Άσε που έφεραν σε θέση αμηχανίας, ακόμη τους ελάχιστους εκείνους, που ήθελαν να υπερασπιστούν τους κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. (Και ήταν ελάχιστοι, διότι ο μεν «λαός» θεωρούσε εν πολλοίς περιττή πολυτέλεια τη δημοκρατία – βαριέται άλλωστε «ευφράδειες και δημηγορίες» – η δε αριστερά εκδήλωνε «εκ γενετής» την περιφρόνησή της στους δημοκρατικούς κανόνες).

Έτσι λοιπόν, η κριτική που ασκείτο τα πρώτα χρόνια στη δικτατορία από τους λίγους θιασώτες της δημοκρατίας, δεν εστιαζόταν ούτε στην κατάργηση των θεσμών της, ούτε στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ασκείτο κριτική, με το επιχείρημα ότι το στρατιωτικό καθεστώς δεν ήταν ο αποτελεσματικός τρόπος για την αντιμετώπιση της αριστεράς! Πράγμα που σήμαινε ότι η προπαγάνδα των πραξικοπηματιών για την πρόθεσή τους να σώσουν τη χώρα από τον κίνδυνο της αριστεράς, επικράτησε.

Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι αυτός ο μύθος βόλεψε τελικά ακόμη και την ίδια την αριστερά. Η οποία, ως θύμα της χούντας, διότι υπήρξε θύμα της, έβγαινε από την παρανομία του εμφυλίου και νομιμοποιούνταν στο διηνεκές. Δεν είναι τυχαίο ότι στις δίκες ηγετικών στελεχών της, από μία περίοδο και πέρα, εμφανίζονταν ως μάρτυρες υπεράσπισης, κορυφαία στελέχη της «αστικής παράταξης». Γι’ αυτό και η πρώτη συνέπεια της πτώσης της χούντας, ήταν και η de jure νομιμοποίηση της αριστεράς. Άσε που συνέχιζε και το μαρτυρολόγιο, το οποίο ήταν γι’ αυτήν όρος επιβίωσης.

Και όμως, η αριστερά δεν είχε δώσει στους πραξικοπηματίες, ούτε καν πρόφαση για επέμβαση. Μάλιστα, επειδή ακριβώς δεν παρείχε οποιαδήποτε  αφορμή για τέτοιου είδους εκτροπή, υποχρεώθηκε ο Παπαδόπουλος, ενεργώντας ως προβοκάτορας, να την κατασκευάσει εκ του μηδενός, με το γνωστό «σαμποτάζ» του Έβρου.

Θα πει κανείς ότι υπήρχε κίνδυνος να την ψηφίσει ο λαός και στη συνέχεια να μας δέσει όλους. Ούτε αυτό όμως συνέτρεχε. Αντίθετα, αναμενόταν η εκλογική συντριβή της στις εκλογές που θα διεξάγονταν τον επόμενο μήνα, ως συνέπεια του βέβαιου θριάμβου της Ένωσης Κέντρου.

Άρα, ο πραγματικός λόγος δεν ήταν ο κίνδυνος από την φθίνουσα τότε αριστερά, όπως διακήρυσσε η δικτατορία. Αν όμως δεν ήταν αυτός ο πραγματικός λόγος της δικτατορίας, τότε ποιος ήταν; Στην πραγματικότητα, η κήρυξη της δικτατορίας, είχε ανομολόγητους λόγους και στόχους. Διότι δεν ήταν τίποτε άλλο, από την κορύφωση  του διαρκούς εσωτερικού διχασμού. Πρόκειται δηλαδή για κάτι βαθύτερο και μονιμότερο, που φέρει μάλιστα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Είναι το «προπατορικό» μας σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ανάμεσα σε αυτόχθονες και ετερόχθονες, ανάμεσα σε «κουμπούρες» – που η γνώση τους τελειώνει στον χειρισμό της κουμπούρας – και «καλαμαράδες». Πρόκειται δηλαδή για την ατελεύτητη σύγκρουση προνεωτερικότητας – νεωτερικότητας, με τη μορφή και τη μεταμφίεση που της δίνει κάθε φορά η ιστορία. Όπου οι «αγνοί» και παραδοσιακοί αυτόχθονες «πατριώτες», πολεμούν αενάως τους κακούς ξενοκίνητους μοντέρνους, που φθείρουν την εθνική μας αγνότητα.

Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την έκπτωση μιας κοινωνίας, που ματαίως αναζητεί ταυτότητα, αφού – παραφράζοντας τον Καστοριάδη – ναι μεν επικαλείται υποκριτικά ως παράδοσή της τον Επιτάφιο του Περικλή, αλλά το κοινωνικό φαντασιακό της πηγάζει απευθείας από τους «ένδοξους Βυζαντινούς αυτοκράτορες».

Και εδώ ο πολιτισμός των «αγνών αυτοχθόνων», που έχει ως μοναδική αναφορά τους «ένδοξους Βυζαντινούς αυτοκράτορες» – για να μιλήσουμε σχηματικά – απειλήθηκε θανάσιμα από τον «Επιτάφιο του Περικλή». Διότι, από τις αρχές της δεκαετίας του 60, παρουσιάζεται η γνωστή πνευματική – καλλιτεχνική αναγέννηση, σε όλα τα επίπεδα. Είναι αυτό που τρόμαξε τους ημιεγγράμματους «ελληναράδες» της εποχής, με πρώτους τους στρατιωτικούς, διότι άρχισαν να αμφισβητούνται οι σταθερές του σκοταδισμού τους.

Η απειλή έγινε οξύτερη, όταν οι πολιτικές δυνάμεις του εκσυγχρονισμού, με την μορφή της Ε.Κ. του Γεωργίου Παπανδρέου, ανήλθαν και στην εξουσία. Και το χειρότερο; Διορίστηκε Γ. Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας ο Παπανούτσος. Καθιερώθηκε η διδασκαλία της δημοτικής. Μέχρι και το βιβλίο της ιστορίας του Καλοκαιρινού διδασκόταν στα σχολεία!

Έτσι, το κυρίαρχο ρεύμα της Ανατολής, αισθάνθηκε πραγματική την ιστορική απειλή. Και ως απάντηση στην απειλή, επιχειρήθηκε η βίαιη παλινδρόμηση στο παρελθόν. (Ουσιαστικά δηλαδή επρόκειτο για την επανάληψη της σύγκρουσης των αντίστοιχων ρευμάτων του εθνικού διχασμού, με τη μεταμφίεση που παρείχε η νέα εποχή).

Απέναντι λοιπόν σε ό,τι  σηματοδοτούσε ο Παπανούτσος (αναφερόμαστε στον Παπανούτσο, γιατί τόσο συμβολικά, όσο και πραγματικά, εκπροσωπούσε τον ελληνοδυτικό ορθολογισμό), η παλιά Ελλάδα αντιπαρέθεσε τον δικό της ανορθολογισμό, με την μορφή της τυραννίας του εθνικού κιτς:  Τους «εθνικούς χορούς», τις παραστάσεις με τις περικεφαλαίες στα στάδια για την «πολεμική αρετή των Ελλήνων», το τσούγκρισμα των αβγών στους στρατώνες με τα σουβλιστά αρνιά, τις ολυμπιάδες τραγουδιού, την υποκρισία της θρησκοληψίας, τη γενική ελαφρότητα και ευτέλεια κ.ο.κ.

Με άλλα λόγια, η χούντα επιχείρησε να διασώσει από την απειλή του ελληνοδυτικού ορθολογισμού, τον αυτόχθονα ανορθολογισμό, που είχε την μορφή του εθνικού κιτς. Γι’ αυτό και η χούντα πριν από όλα και πάνω απ’ όλα, ήταν μία πολιτισμική καταστροφή. Και ξανάρχεται το ερώτημα: Δηλαδή η χούντα έγινε για λόγους εθνικής κακογουστιάς; Για να επιβάλει την τυραννία του κιτς; Τρομάζω με την απάντηση.