Πριν λίγες μέρες κλείσαμε, καθόλου αισίως, 46 χρόνια από το πραξικόπημα και τη κατάλυση της δημοκρατίας στη χώρα μας. Μάλλον όμως οι πολιτικές μνήμες είναι ιδιαίτερα αδύναμες, αφού σε μια δημοσκόπηση της Metron Analysis που δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία το 30% των ερωτηθέντων απάντησε πως «τότε» τα πράγματα ήταν καλύτερα σε σχέση με σήμερα.
Βεβαίως τα πρώτα καμπανάκια θα έπρεπε να έχουν χτυπήσει, όταν σε «ανύποπτο» χρόνο, το 1998, σε μια πολύ σπουδαία έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (όταν χρηματοδοτούνταν το σοβαρό δημόσιο) η αποδοχή της δικτατορίας στη συνείδηση πολλών συμπολιτών μας ήταν επίσης ιδιαίτερα υψηλή.
Η διαδικασία ιδεολογικής νομιμοποίησης της χούντας των απριλιανών συνταγματαρχών είχε ξεκινήσει πριν καν πραγματοποιηθεί το πραξικόπημα. Είχε ξεκινήσει όταν μεγάλα τμήματα του μετεμφυλιακού πολιτικού κόσμου αντιμετώπιζαν τη δημοκρατία όχι ως αυταξία, αλλά η μεν Αριστερά ως μέσο για να διεκδικήσει τη νομιμοποίηση των ενεργειών της και η δε Δεξιά ως εργαλείο για τη διατήρησή της στην εξουσία. Εργαλείο που όταν δεν απειλούμαστε το χρησιμοποιούμε, αλλά όταν τα πράγματα δυσκολεύουν (1961) το αφήνουμε στην άκρη.
Η πολιτική μας ζωή πριν, αλλά και μετά τη δικτατορία, αντιμετώπιζε τη δημοκρατία ως μια τυπική διαδικασία, η οποία για τη μεν Δεξιά ήταν μια επιβολή του δυτικού ατομικιστικού ορθολογισμού σε βάρος του ελληνορθόδοξου κοινοτισμού, ως κάτι πέρα και έξω από την ελληνική ταυτότητα, για δε την κομμουνιστική Αριστερά η δημοκρατία ήταν μια τυπική έκφραση των κρυμμένων ταξικών σχέσεων εκμετάλλευσης. Δεν είναι τυχαίο που σύσσωμο το πολιτικό μας σύστημα από το ΚΚΕ ως το ακροδεξιότατο ΛΑΟΣ αντιτάχθηκε σ’ όλα τα ευρωπαϊκά ψηφίσματα καταδίκης τους κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού. Για σχεδόν το σύνολο του πολιτικού μας συστήματος –με τιμητικές εξαιρέσεις το εκσυγχρονιστικό ρεύμα στο ΠΑΣΟΚ και το μικρό αλλά εξαιρετικό ΚΚΕ εσ– η αντιπροσωπευτική δημοκρατία ήταν κατ’ ουσία ένας ευφημιστικός όρος. Ελάχιστοι είδαν τη δημοκρατία ως τρόπο ζωής, ως κουλτούρα και πολιτισμική συμπεριφορά, ως επίλυση διαφορών, που έλεγε και ο Καρλ Πόπερ.
Η εργαλειακή αντίληψη της δημοκρατίας διέτρεχε εγκάρσια το πολιτικό μας σύστημα, αλλά και την κοινωνία των πολιτών. Γι’ αυτή την αντίληψη, η δημοκρατία δεν είναι επίλυση διαφορών, αλλά ανοιχτή επιταγή την οποία κατέχει ο καθένας και πάει στην τράπεζα των συντεχνιακών συμφερόντων για να την εισπράξει. Όταν κάποια στιγμή αυτή η τράπεζα ξέμεινε από δανειακή ρευστότητα, όταν κάποιοι πελάτες είδαν πως οι επιταγές που τους έδινε το πολιτικό σύστημα ήσαν ακάλυπτες, τότε μαζεύτηκαν και άρχισαν να φωνάζουν, «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73, εδώ θα την κηδέψουμε σε τούτη την πλατεία». Αντί όμως να μεμφόμαστε μόνο τους αγανακτισμένους «ακάλυπτους» της δημοκρατίας, πρέπει πρώτα να υποβάλλουμε σε κριτική τη συνολική αντίληψη που επικράτησε σ’ αυτήν εδώ τη χώρα για το τι είναι δημοκρατία.
Και δημοκρατία είναι ο πλουραλισμός και η ελευθερία, η δυνατότητα να αλλάξεις την κυβέρνησή σου μόνο με εκλογές, ο σεβασμός της διαφορετικής γνώμης, η αμφιβολία για τη δική σου άποψη. Είναι όλα αυτά, αλλά είναι και κάτι άλλο. Εκτός από μια θεσμική μορφή εξουσίας είναι και ένα κοινωνικό σύστημα, το οποίο στο πλαίσιο της εκφρασθείσας λαϊκής κυριαρχίας, υποχρεούται να βρίσκει τρόπους ώστε η κοινωνία να προοδεύει εκσυγχρονιζόμενη και ταυτοχρόνως να δημιουργεί συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης και μείωσης των ανισοτήτων. Στο δεύτερο σκέλος οι ελίτ και το πολιτικό σύστημα αυτού του τόπου απέτυχαν οικτρά. Όποτε το προσπάθησαν (1996-2004) αυτοϋπονομεύτηκαν. Τώρα οι «Πλατείες» και οι δημοσκοπήσεις αντανακλούν αυτή την αποτυχία. Ας μη κάνουμε τους έκπληκτους.
Ως απάντηση στους αγανακτισμένους πρέπει να μιλάμε για τη δημοκρατία που ασφαλώς και δεν είναι το σύστημα των αρίστων, αλλά το σύστημα των κοινωνικά ίσων σε μια κοινωνία δικαίου. Όσο αυτό δεν γίνεται σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο στις συνειδήσεις των πολιτών θα νομιμοποιούνται οι πάσης φύσεως «αριστεροί» και «δεξιοί» δικτάτορες. Τόσο η κοινωνία που απειλείται από την «ελεύθερη» ζωή των δυνάμεων της αγοράς θα επιζητά τα στρατιωτικά παραγγέλματα. Και όμως, υπάρχει ακόμη χρόνος για αντίσταση. Όσο δεν αντισταθήκαμε ως κοινωνία στη χούντα των συνταγματαρχών, παρά μόνο ελάχιστοι, ας αντισταθούμε σήμερα στην ιδεολογική ηγεμονία των συνταγματαρχών. Αν δεν το κάνουμε, κάποια στιγμή ίσως νοσταλγήσουμε τους παλιούς γαλατάδες.