Αφοσιωμένοι στον ανταρτοπόλεμο με τους εταίρους και τους «θεσμούς» («θα τους πολεμήσουμε στις αίθουσες, στους διαδρόμους και στα πάρκινγκ των ξενοδοχείων» – Ουίνστον Τσώρτσιλ) χάσαμε μια εξέλιξη των τελευταίων μηνών. Η κρίση της Ευρωζώνης δεν είναι πια κρίση του Νότου. Είναι ξανά κρίση της Ελλάδας. Είμαστε εκεί όπου ξεκινήσαμε.
Σε καθαρά αναλυτικό επίπεδο, τρεις δρόμοι υπάρχουν στην Ευρωζώνη: (α) πλήρης οικονομική ενοποίηση στο ευρώ, (β) εθνική προσαρμογή με εσωτερική υποτίμηση, (γ) έξοδος από το ευρώ. Ο πρώτος δρόμος είναι επιθυμητός αλλά προς το παρόν ανέφικτος. Ο δεύτερος είναι εφικτός αλλά οδυνηρός. Ο τρίτος είναι καταστροφικός.
Τον τρίτο δρόμο απεύχεται η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, άρα δεν θα ασχοληθούμε. Αλλωστε τον έχει περιγράψει στο παρελθόν και ο σημερινός υπουργός Οικονομικών:
«Σε είκοσι λεπτά θα είχαν στεγνώσει όλα τα ΑΤΜ -οι ουρές στις τράπεζες θα ήταν ατελείωτες και μετά από μία ώρα οι τράπεζες θα κατέβαζαν τα ρολά – η οικονομία θα κατέρρεε – η ΕΚΤ θα απέσυρε την υποστήριξη και οι τράπεζες δεν θα ξανάνοιγαν τις πόρτες τους – η φτώχεια θα εισέβαλε στο 80% των νοικοκυριών – το ρολόι θα γύρναγε πίσω πολλές δεκαετίες».
Κάτι που δεν πρέπει να συμβεί, και κανείς δεν θέλει να συμβεί, δεν υπάρχει λόγος να συμβεί. Εκτός εάν η αποτυχία χειρισμών είναι παροιμιώδης. Εχουμε δει τους χειρισμούς, οπότε ας έχουμε το νου μας.
Ομως η ουσία είναι αλλού. Η Ευρώπη δεν οικοδομήθηκε στη βάση «καθαρών» αναλυτικών επιλογών. Το ευρώ φτιάχτηκε ως ένα work in progress. Η πραγματικότητα της νομισματικής ένωσης, και οι κρίσεις της, θα οδηγούσαν σταδιακά στην οικονομική ενοποίηση. Η συζήτηση της εξόδου είναι σαν να προσπαθείς να ανοίξεις την πόρτα του αεροπλάνου εν πτήσει για να κατεβείς.
Οσοι προσεγγίζουν θεωρητικά το ευρώ παραλύουν στη θέα του αδιεξόδου. Πράγματι, η μετάβαση σε οικονομική και πολιτική ένωση προϋποθέτει κοινό προϋπολογισμό Ευρωζώνης και αμοιβαιοποίηση χρέους (αντίθετες οι πλούσιες χώρες), ευρωπαϊκό έλεγχο εθνικών προϋπολογισμών και οικονομικών πολιτικών (αντίθετη η Γαλλία και άλλες χώρες). Οι σημαντικές προτάσεις των Προέδρων της Ε.Ε. για μια Γνήσια ΟΝΕ έχουν γίνει δεκτές από τους εθνικούς ηγέτες με ψυχρή αδιαφορία ή απορριφθεί μετ’ επαίνων.
Από την άλλη πλευρά, η εσωτερική υποτίμηση έχει τα όριά της. Είναι για μια κυβέρνηση πολύ ευκολότερο (αλλά όχι και κοινωνικά δικαιότερο) να αυξάνει την ανταγωνιστικότητα με υποτίμηση του νομίσματος, που μειώνει την αγοραστική δύναμη των πολιτών (όσων δεν έχουν εισοδήματα και κεφάλαια στο εξωτερικό). Πολύ δύσκολη η μείωση τιμών και μισθών. Εχει και τα οικονομικά όριά της: η ονομαστική συρρίκνωση εθνικού εισοδήματος οδηγεί στον φαύλο κύκλο του αποπληθωρισμού χρέους.
Αρα αδιέξοδο; Οχι. Γιατί η Ευρώπη, όπως είπαμε, είναι η επικράτεια των ατελών διευθετήσεων, που όμως θα κάνει ό,τι χρειάζεται για να αποτρέψει το χειρότερο και να περισώσει την Ενωση. Η προσαρμογή και οι μεταρρυθμίσεις, στις χώρες που διατήρησαν πολιτική συνέχεια και σταθερότητα, έχουν αρχίσει να αποδίδουν. Ισπανία και Ιρλανδία είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες, η Πορτογαλία ανακάμπτει κι αυτή. Η Ισπανία μειώνει την ανεργία από 26% στο 22% το 2015 στο 20% το 2016. Εκμεταλλεύθηκε την εσωτερική υποτίμηση για να διευρύνει τις εξαγωγές της, και τώρα θα καβαλήσει την υποτίμηση του ευρώ και το σχεδόν μηδενικό κόστος χρήματος. Οπως κι η υπόλοιπη Ευρωζώνη. Εκτός από μας.
Αλλά και βήματα οικονομικής ενοποίησης εξελίσσονται μπροστά μας. Δεν είναι μόνο η έμμεση μεταφορά πόρων προς την Ελλάδα. Είναι κι η μερική αμοιβαιοποίηση, με την τεράστια ένεση ρευστότητας της ΕΚΤ, που θέλει τον Ιούλιο να μας συμπεριλάβει. Οι συντηρητικοί Γερμανοί οικονομολόγοι δεν αφήνουν μέρα χωρίς να επικρίνουν την πολιτική Ντράγκι ως βλαπτική για τη Γερμανία. Είναι επίσης η σιωπηρή ευελιξία που δείχνει η Επιτροπή, χαλαρώνοντας τη λιτότητα σε Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα. Είναι όλα αυτά αρκετά; Οχι. Βελτιώνουν όμως την κατάσταση.
Η πολιτική χορογραφία μιας «σκληρής διαπραγμάτευσης» με την οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΕΛ προσπαθεί να καλύψει τη μεγάλη απόσταση μεταξύ υπερφίαλων υποσχέσεων και αντικειμενικής πραγματικότητας στερεί από τη χώρα τη δυνατότητα να συμμετάσχει στη συλλογική ανάκαμψη της Ευρώπης. Τώρα που η Ελλάδα θα χρειαστεί ένα νέο πρόγραμμα, κι η Ευρώπη είναι έτοιμη να της δώσει ένα καλύτερο από τα προηγούμενα (γιατί η μεγαλύτερη προσαρμογή έχει ήδη γίνει), η κυβέρνηση αδυνατεί να το παραλάβει.
Παρουσίασαν το Μνημόνιο σαν το απόλυτο κακό, την τρόικα ως ξένη κατοχή, τους αντιπάλους τους ως εθελόδουλους, την Ευρώπη ως ένοχη ανθρωπιστικής καταστροφής. Παρουσιάζουν τη διαπραγμάτευση με τους εταίρους σαν πόλεμο, τις ενέργειες της ΕΚΤ σαν στρατιωτική επίθεση. Το λογικό επακόλουθο τέτοιας ρητορείας είναι η ρήξη. Τώρα που προφανώς αντιλαμβάνονται ότι αυτό που χρειάζεται είναι η προσαρμογή, η μεταρρύθμιση, η συνεργασία, η οικοδόμηση αξιοπιστίας, ο έντιμος συμβιβασμός, το πολιτικό τους λεξιλόγιο δεν έχει χώρο για αυτές τις έννοιες. Αυτές οι αξίες όμως οικοδομούν την Ευρώπη που εξελίσσεται. Χωρίς αυτές μένεις μόνος, με τις παρελάσεις, τις φουστανέλες και τα χάρτινα σημαιάκια.