«Αχ, στην πατρίδα μας δεν αναπτύσσεται στην πραγματικότητα τίποτα. Ο,τι υπάρχει εδώ μένει το ίδιο και έτσι προχωρά». Το είπε ανώνυμος Ελληνας σε Γερμανό δημοσιογράφο που επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1924 και έγραψε βιβλίο με τις εντυπώσεις και τις σκέψεις του για όσα είδε και έμαθε («Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου», του Bernharnt Guttmann, εκδ. Ιστορητής). Το διαπιστώνει και όποιος ασχολείται στοιχειωδώς, ερασιτεχνικά, αλλά και αντικειμενικά με την ιστορία του νεοελληνικού κράτους, από τη σύστασή του μέχρι σήμερα. Το βλέπει και εκείνος που παρακολουθεί πρόσωπα, πράγματα και εξελίξεις στη συγκυρία που βιώνουμε.
Η εμμονή στον κρατισμό και στην κρατικοδίαιτη οικονομία, η αναποτελεσματικότητα της διοίκησης, οι πελατειακές σχέσεις, η φοροδιαφυγή και η γραφειοκρατία, η έλλειψη γνώσεων και βούλησης της πολιτικής τάξης, η πειρατική επιχειρηματικότητα, ο λαϊκισμός, η αντίσταση σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού, η συνεχής παρελθοντολογία, η επίσης συνεχής άσκηση κριτικής σε ό,τι επιχειρείται και σε ό,τι γίνεται, η απουσία κοινωνικής ευθύνης και αίσθησης κοινού συμφέροντος, η απόλυτη εξάρτηση από τον ξένο παράγοντα σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αποδοκιμασία αυτής της πραγματικότητας και τις εξάρσεις μεγαλείου που παραγνωρίζουν τις ισορροπίες και τις δυνατότητες, αποτελούν σχεδόν μόνιμα χαρακτηριστικά της πορείας της χώρας τα τελευταία 200 χρόνια. Σε σημείο που να αναρωτιέται κανείς αν αποτελούν στοιχεία του DNA της, με αποτέλεσμα, βέβαια, να διαμορφώνουν μία αναλλοίωτη νοοτροπία, σε έναν κόσμο όμως που αλλάζει θεαματικά, με εκπληκτική ταχύτητα!
Παράδειγμα, όλη αυτή η «διαπραγμάτευση» περί κινητικότητας, εφεδρείας, απολύσεων, επίορκων και γενικά αναδιάρθρωσης του Δημοσίου, στην οποία η «κακή» τρόικα επιμένει και η δική μας πλευρά αντιστέκεται με νύχια και με δόντια, λες και πρόκειται για το Μεσολόγγι στην επανάσταση ή το Ρούπελ στην επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας κατά της Ελλάδας. Δεχθήκαμε ότι θα πρέπει να μπουν σε καθεστώς κινητικότητας 20.000 – 25.000 υπάλληλοι του Δημοσίου, δεν το κάναμε. Υποτίθεται ότι έπρεπε να γίνει αξιολόγηση για να μετατεθούν σε άλλες υπηρεσίες και οργανισμούς αρκετοί από αυτούς, δεν το κάναμε.
Δέχθηκαν να φεύγουν οι άχρηστοι και στη θέση τους να προσλαμβάνονται χρήσιμοι και με προσόντα, ούτε αυτό το προχωρήσαμε. Μας ζήτησαν να αρχίσουμε τουλάχιστον από τους λεγόμενους «επίορκους», πάλι κωλλυσιεργούμε, είτε γιατί δεν συνέρχονται τα πειθαρχικά, είτε γιατί δεν έχουμε βρει νομικό τρόπο να τα ξεπεράσουμε με νόμιμο και δίκαιο τρόπο. Πρότειναν να συγχωνευθούν ή να καταργηθούν άχρηστοι οργανισμοί και υπηρεσίες και το σχέδιο καρκινοβατεί. Απαίτησαν να αναδιαρθρωθούν με νέα οργανογράμματα τα υπουργεία και αυτό καθυστερεί και όπου έγιναν βήματα, είναι σαφής η πρόθεση να μην αλλάξει τίποτα. Ε, πόση καταννόηση να δείξουν οι «κακόβουλοι» δανειστές, οι «άθλιοι» τροϊκανοί, τα «γερμανοκρατούμενα» ευρωπαϊκά όργανα; Πόσο να υπομείνουν τη διαπραγμάτευση για τη διαπραγμάτευση, ώστε να μην αλλάξει τίποτα στον πλανήτη «Ελλάδα» που ζητεί στήριξη, δίχως εκπλήρωση υποχρεώσεων;
Και από την άλλη πλευρά διεκδικεί την εξουσία μία αντιπολίτευση που διαλαλεί και υπόσχεται να μην αλλάξει τίποτα. Ενας αρχηγός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Αλ. Τσίπρας, που πρόσφατη συνέντευξή του αποτελεί μνημείο ονείρων, αοριστολογιών, εκβιαστικής λογικής, νοοτροπίας «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» και άγνοιας, συνειδητής ή όχι. Ξεκινώντας από τη βεβαιότητα ότι μπορεί η Αθήνα να δημιουργήσει μία σύμπραξη – συμμαχία των χωρών του Νότου της Ευρωζώνης, προχωρώντας στην πεποίθηση ότι οι Γερμανοί μπορούν να εκβιαστούν, αποδεχόμενος ότι μια τέτοια πολιτική μπορεί να οδηγήσει στην… ένδοξη καταστροφή, υποσχόμενος να αποκαταστήσει τον κατώτατο μισθό και την κατώτατη σύνταξη με χρήματα από τον προϋπολογισμό (όταν ο πρώτος αφορά τον ιδιωτικό τομέα και καθορίζεται από διαπραγματεύσεις εργοδοτών και εργαζομένων), αοριστολογώντας απόλυτα για τη στάση του (και του κόμματός του) απέναντι στις επενδύσεις και δικαιολογώντας ξεκάθαρα τη βία στα πανεπιστήμια και ανά την επικράτεια. Περί αυτού πρόκειται, αποδεδειγμένα πλέον.
Μπορεί κανείς να ασκεί όση κριτική θέλει και με πολλά επιχειρήματα κατά της πολιτικής της αυστηρής λιτότητας που έχει επιβληθεί απ’ άκρου εις άκρον της Ευρωζώνης. Αλλά στη χώρα μας δεν πρόκειται μόνο περί αυτού. Εδώ η αγκυλωμένη νοοτροπία παραμένει αναλλοίωτη, εξυπηρετούμενη από μία κυβέρνηση που αγωνίζεται να μην αλλάξει και μία αντιπολίτευση που διαλαλεί ότι δεν θα την αλλάξει. Η Ελλάδα προχωρά μένοντας στα ίδια…