Ο λαϊκισμός δεν είναι κάτι καινούργιο, το αντίθετο. Αφορά στους ανθρώπους, ήδη από τις πρώτες συλλογικότητες του homo sapiens. Τα στέρεα χαρακτηριστικά του, κατά τα τελευταία 150 χρόνια του νεωτερισμού, στηρίζονται στις εκφραζόμενες απλοϊκές λαϊκότητες, οι οποίες αντιστέκονται στην σαφήνεια και στην σχετικότητα κάθε εποχής.
Στην ουσία όμως, αυτή η καλόγνωμη λεκτική και ακτιβιστική εκφορά, δεν είναι παρά το επίχρισμα ασυνειδήτων ή ημισυνειδητών διαστροφικοτήτων, που ξεκινούν από την ατομική υπόσταση και καταλήγουν στην μεσοσταθμική κυριαρχία τους πάνω στις συλλογικότητες. Έτσι από παλιά, αυτός είναι πανίσχυρος, έχοντας και μέγιστη πολιτική αντιπροσώπευση διά των ηγετών – δημαγωγών.
Να το πούμε απλά. Σε κάθε Αλκιβιάδη χρειάζονται τρείς Περικλήδες, σε κάθε Δηλιγιάννη οκτώ Τρικούπηδες.
Ο ποπουλισμός, όπως λέχθηκε, οδεύει από το ατομικό στο συλλογικό και προκειμένου να ισχυροποιείται ομαδοποιεί τα καταστροφικά ένστικτα, που εν τω μεταξύ έχουν γίνει ιδεολογικά πλαίσια, ενάντια στον ίδιο τον ατομικό εαυτό.
Δείτε. Πριν περίπου δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, στην Ολλανδία, υπήρχε ένας ακροδεξιός ημιναζιστής πολιτικός αρχηγός – ατυχώς, δεν ανακαλώ το όνομά του -, ο οποίος ηγείτο ενός σύγχρονου ξενοφοβικού ακροδεξιού σχήματος, που απρόσμενα – για τότε – ήταν μπροστά στις δημοσκοπήσεις για τις επικείμενες εκλογές. Αυτός λοιπόν είχε ξεκάθαρα και δημόσια δηλώσει πως ήταν ομοφυλόφιλος και πως είχε σημιτική καταγωγή περίπου 200 χρόνων γενεαλογικώς. Κι όμως πέραν των άλλων φοβικοτήτων, τα πολιτικά του κηρύγματα μίσους, χαρακτηρίζονταν από ομοφοβικότητα και αντιεβραϊσμό. Βλέπουμε την πλήρη σχάση ανάμεσα στο αυτεξούσιο της ατομικότητας και στον εκφρασμένο ρατσιστικό ποπουλισμό. Για την ιστορία, ο διχασμένος ακροδεξιός δολοφονήθηκε λίγο πριν τις εκλογές και το κόμμα του έπεσε πολύ. Βέβαια, οι σπόροι του τότε στην Ολλανδία, επιχειρούν να αναβιώσουν τώρα.
Ας πάμε τώρα στον εθνικισμό. Στα χρόνια της δημιουργίας των Κρατών – Εθνών, που ακολούθησαν την πτώση της φεουδαρχίας και την μερική ή ολική διάλυση των Αυτοκρατοριών, λέγοντας εθνικισμό καταλαβαίναμε την σύσταση και εύρεση της εθνικής συγκρητικής ομοιογένειας του Κράτους, μέσα στα ορθότερα, κατά το δυνατόν, σύνορα. Με τις προσμείξεις μάλιστα των πληθυσμών, άρχισε να μπαίνει στην ιστορική έρευνα η έννοια του «συνανήκειν», ως νέου εθνικού χαρακτηριστικού.
Άλλωστε η περίφημη Μεγάλη Ιδέα της Ελληνικής Πολιτείας, πρωτοειπώθηκε από τον Ιωάννη Κωλλέτη περί το 1850, χρησιμοποιήθηκε προσεκτικά από τον Χαρ. Τρικούπη και αποτέλεσε για μια περίοδο την μέγιστη πολιτική διακύβευση του Ελ. Βενιζέλου.
Αναμφίβολα φορτισμένος αμφιθυμικά όρος, εκείνες τις εποχές συνδυάστηκε και με μια σχετική νομιμοποίηση του περιγράμματος του αλυτρωτισμού, ενώ και τα δύο συνέκλιναν ως συνιστώσες προς την θεμελίωση του πρώιμου ελληνικού αστικού εκσυγχρονισμού. Κι όταν τα σύνορα, μέσες άκρες, μπήκαν ενώ κατέρρεαν και τα τελευταία Αυτοκρατορικά απομεινάρια του 20ου αιώνα, ο εθνικισμός αρχίζει να προσημαίνεται με τα σύμβολα του λαϊκισμού και να αντιπαλεύει ως μείγμα – πια – με τον ποπουλισμό, το φυσιολογικό άνοιγμα των θεσμισμένων κοινωνιών προς τις συνεργασίες μεταξύ τους και την δημιουργία των πρώτων υπερεθνικών οντοτήτων, όπως η ΚτΕ.
Στην Ελλάδα, που ατελώς διαφωτίστηκε, ο πολιτισμός παρά τα δημιουργήματα, ως Υπερεγώ θεσμικό – να θυμηθούμε τον Φρόιντ – έμεινε στάσιμος ως παρόν και επέλαση του μέλλοντος, υπέρ μιας γονιδιακής εγκατάστασεως των παλαιών επιτευγμάτων, που κι αυτά τα δοκίμαζε χρηστικά. Έτσι η Πατρίδα έγινε Μητέρα Πατρίδα, που αγκάλιαζε τα παιδιά της – πολίτες καθηλωμένους.
Αυτά αποτυπώνονται στην λαϊκή εικονογραφία ακόμα και σήμερα, μόνο που η σχέση Μητέρας – Παιδιού έχει και την εγατεστημένη διαστροφικότητα, αν δεν υπάρξει έγκαιρη χρονική και κοινωνική ενηλικίωση και των δύο.
Η συμπλοκή των φοβικών στερεοτύπων του υπεραπλουστευτικού λαϊκισμού με τον παράδοξα αλλαγμένο σημερινό εθνικισμό – που εξαλλάχτηκε κακοήθως από πατριωτική διακύβευση σε ημιφασιστικό κορπορατιστικό ιδεολόγημα – ομογενοποιεί όλο και πιο πολύ, αυτό που σήμερα λέμε εθνολαϊκισμό.
Δύσκολα θα μπορούσα να φανταστώ τον κοσμοπολίτη Ίωνα Δραγούμη, εκπρόσωπο ενός εκλεκτικού αντιβενιζελικού εθνικισμού τότε, να βρίσκονταν υποθετικά σήμερα σε κάποιο περισσότερο ή λιγότερο ακραίο κόμμα του μιλιταριστικού εθνικισμού, των ΑΝΕΛ ή της ΧΑ, ας πούμε.
Μετά τους Πολέμους και τις μείζονες δικτατορικές ολοκληρωτικές εκτροπές φασίζοντος σκελετού, η δυτική αστική δημοκρατία, μάλλον ενστικτωδώς ή από αυτοσυντήρηση είδε τους κινδύνους του εθνοποπουλισμού και περίπου εξανάγκασε τα οργανωμένα κόμματα – πολύ τους Λαϊκούς, λιγότερο τους Σ/δημοκράτες και πολύ λίγο τους Φιλελεύθερους – να δημιουργήσουν εντός τους τις λεγόμενες μειοψηφικές κομματικές γκρίζες ζώνες, από τα μετριοπαθέστερα στοιχεία του εθνολαϊκισμού. Έτσι αφενός ακινητοποιούσε ένα ικανό τμήμα της δημαγωγίας αφετέρου το διαπαιδαγωγούσε προς την οδό της αναθεώρησης αντιλήψεων. Ετούτο το σχήμα λειτούργησε – με μικροεξαιρέσεις – περίπου ως πριν δεκαπέντε χρόνια.
Το άνοιγμα των αγορών, η τεχνολογική άνοδος και η συνακόλουθη παγκοσμιοποίηση μίκραινε την εθνική κυριαρχία υπέρ διεθνικών οντοτήτων, που είχαν όνειρο την ομοσπονδιοποίηση και την αλληλεγγύη των εθνικών – υπερεθνικών πολιτών. Οι τρύπες, που δεν έκλεισαν καλά φόβισαν πολλούς, που αναζήτησαν αποκούμπι λανθασμένο στον αυτόνομο – και – οργανωτικά πλέον εθνολαϊκισμό. Οι συνοριακές γραμμές ανάμεσα στο προοδευτικό και στο φαιό έσβησαν και μια οριζόντια πολιτική σκοπιμότητα δίχως πολιτική πατρίδα εγκαταστάθηκε.
Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα είναι η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ με την μερική και κατά περίπτωση ανοχή τόσο της ΧΑ, όσο και της πολυπληθούς αντιηγετικής λαϊκιστικής τάσης της ΝΔ.
Ωστόσο, ζούμε πιά την ανάλεγκτη κατολίσθηση της παρούσας εξουσίας, την ίδια ώρα που οι ΗΠΑ διαλέγουν ως επικεφαλής τους τον τυπικότερο εκπρόσωπο, όλων όσων περιέγραψα παραπάνω.
Ίσως είναι το σύνδρομο του χιονάνθρωπου, που φτιάχνεται κάτω από ήλιο με δόντια και χιόνι παγωμένο. Την ώρα, που φτιάχνεις το κεφάλι και βάζεις το καρότο – μύτη, η βάση του αρχίζει να τήκεται, να λυώνει.
Εδώ στην Ελλάδα πολύ σύντομα, απ’ ότι φαίνεται, κάποια άλλη εξουσία στηριγμένη σε διαφορετικούς συσχετισμούς και με καλύτερη ευθυκρισία και συνετή γνώση θα εγκατασταθεί. Εκλογικώς, ο εθνοποπουλισμός θα έχει ηττηθεί, ιδεολογικώς όμως θα έχει απλώς περιπέσει σε μια αδρανειακή χειμερία νάρκη, μικρότερης ή μεγαλύτερης διάρκειας, από την οποία κατά περίπτωση θα εγείρεται.
Γιατί αυτό το ιδεολογικό υβρίδιο του οριζόντιου εθνολαϊκισμού, άπαξ και εγκαταστάθηκε, θα έχει συμπεριφορά αυτοάνοσου γονιδιακού νοσήματος. Η ίαση είναι η ύφεση του φαινομένου και ο ύπνος του. Κι όταν ξυπνά, πρέπει να βρίσκει αναπότρεπτες γραμμές Μαζινώ στην βάση ενός εγκατεστημένου εκσυγχρονισμού.
Ως συμπέρασμα, λοιπόν, το μείγμα εθνικισμού και ποπουλισμού δεν χάνει, απλώς περιπτωσιακώς ηττάται μέχρι – αναλόγως της κοινωνίας και της οικονομίας – να επιχειρήσει να επανέλθει. Όπως ακριβώς και οι πόλεμοι.
Ο πολίτης Ρουσσώ έχασε, ο προοδευτικός φιλόσοφος Τζών Λοκ στον οποίο στηρίχτηκε το Σύνταγμα των ΗΠΑ θα κοίταζε σαν χαμένος κι εδώ ετοιμαζόμαστε να αναζητήσουμε τον Χαμένο Χρόνο, με φρόνηση και κόπο και κυρίως με αβέβαιη έκβαση.
Μόνον ένα αρραγές μέτωπο διπλής και τρίδιπλης τοιχοποιϊας με προγραμματικές στερεότητες ανάμεσα στις δυνάμεις της – κατά τεκμήριο – λογικής μπορεί να αμυνθεί και να φτιάχνει, συνάμα. Κι ο καθένας, νομίμως, αυτό πρέπει να θέλει, γιατί αυτό χρειάζεται μια ανοικτή κοινωνία κι ας κλυδωνίζεται πανευρωπαϊκά.