Οι συζητήσεις για το μέλλον της ελληνικής Κεντροαριστεράς συνθέτουν την πιο μακρόσυρτη πολιτική ιστορία της τελευταίας πενταετίας, δηλαδή της περιόδου που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2011 όταν το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ εμφάνισε τα πρώτα σημάδια δημοσκοπικής υποχώρησης υπό το βάρος της ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Σταθερότητας από τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής του ομάδας. Η έκδηλη αδυναμία της ηγεσίας Γ. Παπανδρέου να επιβληθεί στο εσωτερικό του κόμματος, αλλά και η αυξανόμενα αρνητική πρόσληψη της «ετικέτας» του ΠΑΣΟΚ ως πολιτικού προϊόντος, ώθησαν ήδη από εκείνη την περίοδο στελέχη του κόμματος έξω από τα κομματικά τείχη στην αχανή πεδιάδα της Κεντροαριστεράς. Η πυκνότητα του «γεωγραφικού χώρου» της Κεντροαριστεράς καθιστούσε την κίνηση εξόδου τους απολύτως λογική σε εκείνη τη συγκυρία. Παρόλα αυτά, οι εξελίξεις δε δικαίωσαν στην πράξη τις πολλές και διαφορετικές επιλογές επανασύστασης ή ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς. Τι έφταιξε; Και πόσο αλλιώτικη είναι η σημερινή συγκυρία;
Μια γρήγορη ματιά στις κινήσεις που καταγράφηκαν στον χώρο κατά την τελευταία πενταετία αποκαλύπτουν τις δύο βασικές αιτίες της αποτυχίας. Είναι δε εντυπωσιακό ότι οι δύο αιτίες αντιστοιχίζονται με πληρότητα στις δύο, μάλλον βαρύγδουπες, λέξεις που τα ίδια τα εμπλεκόμενα πρόσωπα επέλεξαν για να περιγράψουν τα πολιτικά τους εγχειρήματα. Ο δρόμος της «επανασύστασης», δηλαδή η εκ βάθρων δημιουργία ενός σχήματος που θα επαναπροσδιορίσει το περιεχόμενο της Κεντροαριστεράς και θα γεμίσει από την αρχή την εκλογική δεξαμενή του χώρου (πιθανώς και με άτομα που δεν είχαν στηρίξει τέτοια σχήματα στο παρελθόν), εκλήφθηκε ως μεγαλόσχημος. Η χαρακτηριστικότερη εκδοχή τέτοιων προσπαθειών, η ίδρυση του Ποταμιού στις αρχές του 2014, δεν απέκτησε ποτέ την απαιτούμενη μαζικότητα με συνέπεια να στέκεται ευάλωτη στην κατηγορία περί ελιτισμού και στη συνεπαγόμενη απόρριψη των προγραμματικών θέσεών του, αλλά και της προοπτικής της θέσης του εντός του κομματικού σκηνικού, ως ουτοπικών. Ο δρόμος της «ανασυγκρότησης», δηλαδή η εκ των υπαρχόντων υλικών επανατοποθέτηση ενός σχήματος που θα υπογραμμίσει το περιεχόμενο της Κεντροαριστεράς σε αντιπαράθεση με τους δύο μεγάλους παίκτες του κομματικού συστήματος και θα συγκρατήσει τις διαρροές από την υφιστάμενη εκλογική δεξαμενή, εκλήφθηκε ως κοινότυπος. Οι κατά περιόδους συζητήσεις ή και επιλογές συνένωσης υφιστάμενων κομμάτων, όπως στην περίπτωση του σχήματος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στο οποίο βρέθηκαν ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, δεν ενέπλεκαν νέα στοιχεία στη φυσιογνωμία τους (σε επίπεδο προσώπων ή δομών) με συνέπεια να εκλαμβάνονται τελικά ως απέλπιδες προσπάθειες διατήρησης κάποιου δευτεραγωνιστικού ρόλου στο πολιτικό σκηνικό από τα άλλοτε ισχυρά κυβερνητικά στελέχη. Είτε «ελιτιστικές», είτε «παλαιάς κοπής και ξεπερασμένες», οι κινήσεις της Κεντροαριστεράς άφησαν τα πλήθη ασυγκίνητα.
Και πλήθη υπήρξαν και υπάρχουν. Έρευνες κοινής γνώμης του πρώτου εξαμήνου του 2014 μαρτυρούν ότι το 55% του εκλογικού σώματος δήλωνε πρόθυμο να στηρίξει ένα νέο κόμμα ή και έναν συνασπισμό υπαρχόντων κομμάτων που θα τοποθετούνταν στον χώρο. Σήμερα, το ίδιο ερώτημα συνεχίζει να λαμβάνει τη θετική απόκριση άνω του 40% του εκλογικού σώματος, ποσοστό φανερά χαμηλότερο αυτού του 2014 ως αποτέλεσμα της τάσης εδραίωσης του νέου δικομματισμού, αλλά πάντως ισχυρού. Η πεδιάδα μπορεί να αποκτά πλέον χαρακτηριστικά οροπεδίου, περιοριζόμενη από τους ορεινούς όγκους των δύο μεγάλων κομμάτων, όμως η πληθυσμιακή πυκνότητα ψηφοφόρων στην πεδιάδα συνεχίζει να είναι υψηλή. Το ποσοστό εκείνων που τοποθετούνται πλησίον του μετρικού κέντρου του άξονα «αριστερά-δεξιά», ή τελικά εκείνων που επιθυμούν πρακτικά τον συμβιβασμό μεταξύ των αρχών της ισότητας και της ελευθερίας, είναι υψηλό. Όμως η παρατεταμένη κινητικότητα στον λεγόμενο «χώρο της Κεντροαριστεράς» έχει πλέον κουράσει σε βαθμό αδρανοποίησης των δυνητικών υποστηρικτών νέων εγχειρημάτων, οι οποίοι αρκούνται να αποτυπώσουν μόνο τις σκέψεις περί εκλογικού αναχωρητισμού τους ή ακόμα και να εκφράσουν δειλά την επιφυλακτική προσμονή τους για τη σταδιακή μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς τον πολιτικό χώρο όπου οι ίδιοι τοποθετούν τον εαυτό τους. Κάποτε η ετικέτα του «κεντροαριστερού ψηφοφόρου» ήταν γοητευτική. Σήμερα πολλοί από αυτούς την απαρνιούνται θέλοντας να αποφύγουν τον χαρακτηρισμό τους είτε ως ελιτιστή, είτε ως αγκυλωμένου στο πολιτικό παρελθόν, και πάντως και στις δύο περιπτώσεις αδύναμου να αποδεχθεί τη νέα πολιτική πραγματικότητα