“Σήμερα το βράδυ δεν θα πάμε σαν εκπρόσωποι κομμάτων, κινήσεων και κινημάτων, δεν θα πάμε σαν εκπρόσωποι της ιστορίας ή κάποιας γενιάς, δεν θα πάμε σαν καινούργιοι κάτοχοι της νέας απόλυτης αλήθειας...
Σήμερα το βράδυ θα πάμε σαν πολίτες που αγωνιούν για το μέλλον της χώρας, που αρνούνται να το εμπιστευθούν στα χέρια της συντηρητικής παράταξης, που δεν μπορούν ν αφήσουν άλλο τον λαϊκισμό να σκεπάζει τις ιδέες και τα οράματά μας...
Σήμερα το βράδυ θα πάμε για να δείξουμε ότι θέλουμε να βγούμε από την κρίση παίρνοντας τον προοδευτικό δρόμο, με μια όσο γίνεται πιό δυνατή και μεγάλη δημοκρατική σοσιαλιστική παράταξη...
Σήμερα το βράδυ θα πάμε όλοι στο Ακροπόλ!”
Αυτή την ανάρτηση έκανα πριν 7 ακριβώς χρόνια ξεκινώντας για την κορυφαία εκδήλωση της πρωτοβουλίας των 58 στο θέατρο Ακροπόλ. Ήταν η πρώτη φορά, μετά από την ίδρυση του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου το ?89, που είχαν δημιουργηθεί τόσες προσδοκίες στον κεντροαριστερό χώρο. Το μέγα πλήθος, ο ενθουσιασμός και ο παλμός στο Ακροπόλ ήταν η καλύτερη επιβεβαίωση της ελπίδας που γέννησαν οι 58.
Τελικά κι αυτή η ελπίδα αποδείχθηκε φρούδα. Η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ είχε ήδη μετανιώσει για την αποχώρησή της από τον ΣΥΡΙΖΑ - «επανόρθωσε» στην πράξη λίγο αργότερα - το ΠΑΣΟΚ δυσκολευόταν να ξεπεράσει τη λογική της διεύρυνσής του - αποδείχτηκε ότι η μετέπειτα Ελιά ήταν το όριό του - και οι 58 δεν διέθεταν την αποφασιστικότητα να πάρουν μεγαλύτερες πρωτοβουλίες από το κάλεσμα ενότητας που είχαν απευθύνει.
Στην πολιτική, και όχι μόνο, υπάρχει μια στιγμή που αν δεν την πιάσεις, την χάνεις οριστικά. Η αλήθεια αυτή επαληθεύτηκε για μια ακόμα φορά στην περίπτωση των 58. Τα μέλη της πρωτοβουλίας σκορπίστηκαν απογοητευμένα άλλα στο Ποτάμι ή στο ΠΑΣΟΚ, άλλα στην κεντροδεξιά και άλλα στο σπίτι τους. Καμιά προσπάθεια, από αυτές που ακολούθησαν, δεν είχε την ίδια δυναμική δεν δημιούργησε καμιά ανάλογη προσδοκία. Πολύ περισσότερο που όλες ξεκίνησαν από συμφωνίες και συμβιβασμούς κορυφής με μοιρασμένη εκ των προτέρων την τράπουλα της ηγεσίας.
Επτά χρόνια μετά το Ακροπόλ οι κεντροαριστεροί μεταρρυθμιστές παραμένουν, άστεγοι ή φιλοξενούμενοι, εγλωβισμένοι ανάμεσα στα υπαρξιακά τους πολιτικά διλήμματα και την ανάγκη να συνεισφέρουν όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά στη νέα σελίδα που γυρίζει η χώρα.