Το παλμαρέ των υποψηφίων αρχηγών της Νέας Δημοκρατίας τα έχει όλα. Λαϊκή Δεξιά σε μέινστριμ εκδοχή, (νεο-)φιλελεύθερη Δεξιά, Λαϊκή Δεξιά σε βαθύ μπλε, σχεδόν μαύρο. Το μόνο που δεν διαθέτει είναι τον προφανή νικητή. Οπως και τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει για να ανακτήσει τα προ κρίσης ποσοστά της. Εως έναν βαθμό πληρώνει τις αμαρτίες της.
Η Νέα Δημοκρατία σε όλες τις εκδοχές της ήταν πάντα κόμμα διακυβέρνησης. Ενα συντηρητικό κόμμα με την πιο βαθιά, πολιτική έννοια του όρου. Της υπεράσπισης δηλαδή του οικονομικού και του κοινωνικού «στάτους κβο». Ακόμα και ο Κώστας Καραμανλής που τόσο μεγάλες ευθύνες έχει για τον εκτροχιασμό της χώρας το 2009, δεν δίστασε να πάει σε εκλογές υποστηρίζοντας την ανάγκη του παγώματος των μισθών. Φυσικά τις έχασε.
Η πρώτη φορά που ουσιαστικά αρνήθηκε τον εαυτό της ήταν το 2010 υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά, όταν επέλεξε να βγει απέναντι στο Μνημόνιο. Την ώρα που η θέση της χώρας στην Ευρωζώνη βρισκόταν στον αέρα, η Νέα Δημοκρατία όχι μόνο δεν έβαλε πλάτη, αλλά αντιθέτως επέλεξε τη φυγή με τα Ζάππεια και βρέθηκε στο ίδιο αντιμνημονιακό μετερίζι με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η ιστορία δεν γράφεται με «αν» και κανείς δεν γνωρίζει τι θα είχε συμβεί αν η Νεα Δημοκρατία είχε ακολουθήσει την πρόταση της κ. Μπακογιάννη – να υπερψηφίσει δηλαδή το πρώτο Μνημόνιο. Το βέβαιο είναι ότι με τη στάση του ο κ. Σαμαράς ουσιαστικά νομιμοποίησε την ακραία αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος από τους αγανακτισμένους και έδωσε εγκυρότητα στην ακραία αντιμνημονιακή ρητορική που αξιοποίησε τόσο αποτελεσματικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα όμως έβαλε τις βάσεις για τη διάσπαση της παράταξης. Για πρώτη φορά από τη δεκαετία του ’80 η Νέα Δημοκρατία απειλείται σοβαρά από τα δεξιά της. Εχασε ένα μέρος της κοινοβουλευτικής της δύναμης στους ΑΝΕΛ, όταν αναγκάστηκε να στηρίξει το δικό της Μνημόνιο, αλλά ταυτόχρονα άφησε τον χώρο ελεύθερο για τη δημιουργία του πρώτου ναζιστικου κόμματος στη χώρα.
Η αλήθεια είναι ότι αυτή η αμφισβήτηση από τα δεξιά είχε ξεκινήσει πολύ πριν από την οικονομική κρίση. Ο ΛΑΟΣ του κ. Καρατζαφέρη ήταν ακριβώς αυτό. Και ασφαλώς αποτελεί μέρος του γενικότερου φαινομένου του ξενοφοβικού λαϊκισμού που εμφανίστηκε σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης και συσχετίζεται από όλους τους αναλυτές με τη μετανάστευση.
Με αυτά τα δεδομένα, όποιον και αν εκλέξει αρχηγό, η Νέα Δημοκρατία είναι υποχρεωμένη να βαδίσει σε τεντωμένο σκοινί. Πρέπει να κλείσει τις πληγές της προς τα δεξιά και ταυτόχρονα να ανοιχτεί στις δυνάμεις του κέντρου, απαραίτητες αν θέλει να κερδίσει την πλειοψηφία. Και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ. Είναι δυνατόν;
Παραδόξως η λύση ίσως να βρίσκεται στο παρελθόν της. Η χρυσή εποχή της Νέας Δημοκρατίας ήταν φυσικά με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Εναν πολιτικό που το χαρακτηριστικό του δεν ήταν η ιδεολογική καθαρότητα, αλλά ο πραγματισμός. Χάρη σε αυτόν κατάφερε να οδηγήσει τη χώρα στη Δημοκρατία μέσα από τις συμπληγάδες της μεταπολίτευσης και να απαλλαγεί από τα βαρίδια του παρελθόντος. Εναν πραγματιστή που θα επιχειρήσει να κλείσει τις πληγές της χρειάζεται και πάλι σήμερα η ΝΔ. Φυσικά δεν μιλάμε για έναν πραγματισμό στο κενό. Θα πρέπει να έχει σαν βάση την ευρωπαϊκή προοπτική, αλλά και την ικανότητα διακυβέρνησης. Η χώρα μπαίνει σε έναν εξαιρετικά δύσκολο χειμώνα. Οσο και αν προσπαθεί να ισορροπεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη ρητορεία, ο κ. Τσίπρας δεν θα αποφύγει το πολιτικό κόστος των επιλογών του. Η σημερινή παντοδυναμία του θα αμφισβητηθεί. Και οι πολίτες θα αναζητούν εναλλακτική και αξιόπιστη λύση διακυβέρνησης.
Σε πρόσφατο άρθρο του ο γνωστός αρθρογράφος του Ρόιτερς, Χιούγκο Ντίξον, αναφερόμενος στις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να ηττηθεί ο λαϊκισμός στην Ευρώπη υπογράμμιζε την ανάγκη οι κυβερνήσεις να επιδείξουν ικανότητα στη διαχείριση της οικονομίας και δικαιοσύνη στην κατανομή των βαρών.
Πρόκειται για τα δυο ακριβώς πεδία στα οποία οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα απέτυχαν. Κι ίσως αυτό να ήταν το δεύτερο και μεγαλύτερο αμάρτημα του κ. Σαμαρά. Οταν κέρδισε τις εκλογές του 2012, μέσα στους πρώτους μήνες κατάφερε να σταθεροποιήσει την οικονομία και να δημιουργήσει κλίμα εμπιστοσύνης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Δεν άντεξε όμως. Οσο περνούσε ο καιρός και κυρίως μετά την ήττα στις ευρωεκλογές, εγκατέλειψε τις μεταρρυθμίσεις και επέστρεψε στις γνωστές πελατειακές πρακτικές και τις επικοινωνιακές υπερβολές του «σαξές στόρι». Πιθανότατα τις εκλογές θα τις έχανε έτσι κι αλλιώς. Μαζί με την ήττα όμως κατέστρεψε και την όποια αξιοπιστία είχε απομείνει στη ΝΔ. Κι αυτό είναι σήμερα το μεγάλο ζητούμενο για τη συντηρητική παράταξη της χώρας.