Πριν ένα χρόνο ψηφίστηκε ο νόμος για τα πανεπιστήμια που δίκαια χαρακτηρίστηκε ως μια από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις στην ιστορία τους. Παρά την διακομματική του στήριξη σημαντικές πτυχές του νόμου, ακόμα, δεν εφαρμόστηκαν. Τί θα είχε, όμως, αλλάξει αν ο νόμος είχε εφαρμοστεί πλήρως; Πώς θα ήταν άραγε, σήμερα, τα πανεπιστήμια μας αν ζούσαμε σε μια χώρα αληθινά δημοκρατική, στην οποία οι νόμοι είναι σεβαστοί και εφαρμόζονται;
Τα πανεπιστήμια θα είχαν νέες διοικήσεις στο τιμόνι τους, με Συμβούλια στα οποία συμμετέχουν, πλάι στους καθηγητές, διακεκριμένοι και επιτυχημένοι συμπολίτες μας, κάποιοι σπουδαίοι Έλληνες, μπορεί και της διασποράς, ίσως και διακεκριμένοι φιλέλληνες με διάθεση προσφοράς, όπως πάντα άλλωστε συνέβαινε στην ιστορία του τόπου μας. Θα είχαν ακόμα αναδειχθεί οι νέοι ακαδημαϊκοί ηγέτες τους, οι πρυτάνεις και οι κοσμήτορες, με διαδικασίες διαφανείς και συλλογικές, ύστερα από αξιολόγηση των ακαδημαϊκών και των διοικητικών τους ικανοτήτων, διαδικασία που δίνει κύρος και εμπνέει εμπιστοσύνη σε όλους. Μεταξύ αυτών μπορεί να ήταν και κάποιοι ήδη επιτυχημένοι σε άλλα ιδρύματα ή ακόμα και σε άλλες χώρες. Χωρίς, ίσως, να γνωρίζουμε τις κομματικές τους προτιμήσεις, χωρίς να έχουν στο νου τους τέτοιες έννοιες και εξαρτήσεις. Αλλά με αποστολή να καταρτίσουν ένα σχέδιο για την περαιτέρω ανάπτυξη του ιδρύματός τους, σχέδιο πυξίδα για το μέλλον, με τακτικό έλεγχο της πορείας εφαρμογής, μαζί με σχέδια για την ταχεία αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών.
Αν ο νόμος είχε εφαρμοστεί θα είχε τώρα, υπό τις νέες ηγεσίες, ολοκληρωθεί η διαβούλευση με τη συμμετοχή ολόκληρης της πανεπιστημιακής κοινότητας για τη συγκρότηση των σχολών σε κάθε ίδρυμα. Θα είχαν ανταλλαγεί απόψεις και επιχειρήματα με αναφορά στις διεθνείς τάσεις ανάπτυξης των επιστημών, θα είχαν αναζητηθεί συνέργειες και αλληλεπιδράσεις μεταξύ επιστημών και επιστημόνων, οι ξεχωριστές δυνατότητες και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε ιδρύματος, συνθέτοντας δημιουργικά την εμπειρία των αρχαιότερων με τον ενθουσιασμό των νεώτερων με σκοπό την αναδιοργάνωση και επανίδρυση των τμημάτων τους. Επιβεβαιώνοντας τις νησίδες ποιότητας και διορθώνοντας τις -όχι σπάνιες- αστοχίες του παρελθόντος. Θα ήταν τώρα σε εξέλιξη όλες εκείνες οι διεργασίες για την κατάρτιση του περιεχομένου των νέων προγραμμάτων σπουδών, τα κοινά σε κάθε σχολή προγράμματα υποδοχής των νέων φοιτητών στο πρώτο έτος, οι νέες γνώσεις που πρέπει να διδαχθούν, μαθήματα που πρέπει να ανανεωθούν ή να αφαιρεθούν, οι στόχοι τους, οι μέθοδοι διδασκαλίας τους, τα έτη σπουδών, οι σύγχρονες ικανότητες και τα εφόδια που θα αποκτούν οι φοιτητές με τις επιλογές τους. Θα επιδιώκονταν η ανταπόκρισή τους σε διεθνή κριτήρια ώστε, μετά την εξωτερική τους αξιολόγηση από διεθνείς επιτροπές καθηγητών με την ευθύνη της ενισχυμένης ανεξάρτητης αρχής (ΑΔΙΠ), να εξασφαλίσουν την διεθνή αναγνώριση και πιστοποίηση της ποιότητάς τους. Διαδικασία που δεν εξασφαλίζει μόνο τη διεθνή τους προβολή στους κύκλους των ομοτέχνων τους, αλλά εγγυάται ότι οι σπουδές στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν υστερούν έναντι κανενός.
Κάθε ίδρυμα θα είχε τώρα το δικό του Οργανισμό και Εσωτερικό Κανονισμό, με λύσεις ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, το μέγεθος, τη θέση του, τις ανάγκες των σχολών του, τους στόχους και τη στρατηγική του, την εκπαιδευτική και ερευνητική φυσιογνωμία, τα δυνατά του σημεία και πλεονεκτήματα, τις ιδιαίτερες δυνατότητες του προσωπικού του και τις ανάγκες των φοιτητών και του τοπικού του περιβάλλοντος. Και θα είχε ακόμα αξιοποιηθεί μια νέα δυνατότητα του νόμου, δηλαδή το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου κάθε ιδρύματος, ένα νέο ευέλικτο εργαλείο για την καλύτερη αξιοποίηση και ποιοτική λειτουργία των πόρων, της περιουσίας και των υποδομών του. Παρά την οικονομική δυσπραγία της χώρας, τα ιδρύματα θα είχαν νέα μέσα για να αναπτύξουν σχέδια και ταυτότητα. Θα είχε έτσι γίνει πράξη η πολυσυζητημένη αυτονομία, αναγκαία, οπωσδήποτε, προϋπόθεση για την βελτίωση της ποιότητας της λειτουργίας τους. Κάθε ίδρυμα θα είχε θεσπίσει δικούς του κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας, στόχους και σχέδιο ανάπτυξης, με διοίκηση πλέον ικανή να εξασφαλίσει την εφαρμογή τους. Άλλο εστιάζοντας στην υψηλής ποιότητας, διεθνώς ανταγωνιστική έρευνα και τα προγράμματα διδακτορικών σπουδών, άλλο στην δια βίου εκπαίδευση, άλλο στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, άλλο στην τεχνολογική καινοτομία, άλλο στην προσέλκυση φοιτητών από άλλες χώρες, άλλο στην ισχυρή αλληλεπίδραση με το τοπικό περιβάλλον και τις ανάγκες του σε υψηλής επιστημονικής κατάρτισης ανθρώπινο δυναμικό.
Αν ο νόμος είχε εφαρμοστεί, θα είχαν τεθεί νέα θεμέλια για σπουδές που δίνουν πραγματική προοπτική στις επιδιώξεις των νέων. Μιας γενιάς χωρίς τις εύκολες λύσεις των προηγούμενων, οι γνώσεις και οι ικανότητες της οποίας θα είναι, αναμφίβολα, το σημαντικότερο εφόδιό της. Έχει, άραγε, η χώρα το περιθώριο να στερήσει από το επιστημονικό προσωπικό των πανεπιστημίων ένα θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει στα ιδρύματα να συγκλίνουν με εκείνα στον υπόλοιπο κόσμο; Έχει, άραγε, περιθώριο το πολιτικό προσωπικό της χώρας να στερήσει αυτήν την άνοιξη των πανεπιστήμιων από τους νέους; ΄
* Ο Αποστόλης Δημητρόπουλος είναι διδάκτορας της London School of Economics, ειδικός σε θέματα ανώτατης εκπαίδευσης