Αν παρακάμψουμε τις ιδιότυπες προσωποπαγείς δικτατορίες του Μεσοπολέμου, των στρατηγών Πάγκαλου και Κονδύλη, τότε ιστορικά ως σήμερα αναγνωρίζουμε δύο σκληρά αντικοινοβουλευτικά καθεστώτα, την 4η Αυγούστου 1936 του Μεταξά και την 21η Απριλίου του Παπαδόπουλου. Στο μεταξύ, από το 1941 ως το 1944, η τριπλή φασιστική κατοχή, κάρπισε στα πλαίσια του εθνικιστικού αντικομμουνιστικού δωσιλογισμού καινούργιες φουρνιές ακροδεξιών κινήσεων, που μετά βίας εκινούντο, κι αυτό για λόγους πολιτικού τακτικισμού, στις παρυφές τού ύστερου αστικού κοινοβουλευτισμού.
Σκοπός του παρόντος κειμένου, είναι η διάκριση των συμπορεύσεων των πρωταγωνιστών αυτών των περιόδων, αλλά και των σημερινών φασιστικών μορφωμάτων, με χαρακτηριστικότερο την Χ.Α, με κόμματα και κινήσεις της κοινοβουλευτικής Ακροδεξιάς, ή και με τους μεγάλους κοινοβουλευτικούς φορείς της συντηρητικής παράταξης, ως γκρίζες ζώνες εντός αυτών. Μπόρεσαν, άραγε, όσοι αντικοινοβουλευτικοί ακροδεξιοί ξεπλύθηκαν στον κοινοβουλευτισμό, να ενσωματώσουν μέρος του αστικού δημοκρατικού ιδεολογήματος, ή απλώς, κυνικά, υπήρξαν φιλοξενούμενοι του ελληνικού πολιτικού συντηρητισμού, εξυπηρετώντας συγκυριακά και αυτόν και εαυτούς;
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ουσιαστικά επιβλήθηκε άνωθεν, από τους Άγγλους και τον φίλο τους Γεώργιο Β΄, με την ανοχή των παρηκμασμένων και αδύναμων κοινοβουλευτικών κομμάτων και εκφράστηκε με την αρχηγία του πάντα διαθέσιμου για αντικοινοβουλευτικές εκτροπές, γερμανόφιλου Ι. Μεταξά. Ο Αγγ. Ελεφάντης, στο βιβλίο του, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, ισχυρίζεται πως το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, ήταν μεν μια σκληρή δικτατορία της οποίας τα ανώτερα και μεσαία στελέχη θαύμαζαν κατά περίπτωση τον Μουσολίνι, τον Χίτλερ ή και τους δύο, αλλά πάντως δεν ήταν φασιστικό με την έννοια της κοινωνικής διάχυσης (που ήταν περιορισμένη) αυτών των ιδεολογημάτων και την μηδαμινή θελκτικότητα του 3ου Ελληνικού πολιτισμού, της ΕΟΝ, των ελληνικών συντεχνιακών πειραμάτων που προσομοίαζαν στα μουσσολινικά faccio, κ.λπ. Οι ουρές αυτού του πολύ σκληρού καθεστώτος, καταρρέουν τον Απρίλιο του 1941 με την έναρξη της Κατοχής και την πρώτη δωσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου. Τι απέγιναν οι άνθρωποι – σύμβολα της δικτατορίας; Ο πανούργος Μανιαδάκης εξαφανίζεται ως το 1949 στην Αργεντινή, ο Γκοτζαμάνης γίνεται υπουργός Οικονομικών των δωσιλογικών Κυβερνήσεων, ο Κοτζιάς συνομιλεί απευθείας με τους Γερμανούς, ενώ κάποιοι άλλοι προσπαθούν να ενσωματωθούν στα κλιμάκια της Κυβέρνησης της Αιγύπτου (πρώτος και καλύτερος ο Μανιαδάκης πριν από την Αργεντινή).
Από τον προδοτικό υπόκοσμο της Κατοχής -κραυγαλέες οι περιπτώσεις των παθιασμένων ναζιστών Πούλου, Δάγκουλα, Κυλινδρέα κ.ά. (Οι άλλοι καπετάνιοι, Ν. Μαραντζίδης )- αρκετοί εθνικιστές οπλαρχηγοί, που προσεγγίζουν τον ναζισμό στα πλαίσια της παθολογικής τους αντικομμουνιστικής υστερίας, όπως ο Κ. Παπαδόπουλος της σφαγής του Κιλκίς, ή ο Αντ. Φωστερίδης της Αν. Μακεδονίας, αλλά και άλλοι, μεταπολεμικά κατορθώνουν να εμπλακούν με μικρά κόμματα, όπως αυτό του τραπεζίτη επί Μεταξά, Θ. Τουρκοβασίλη, και στη συνέχεια να εισχωρήσουν στην ΕΡΕ, όπως φυσικά και ο Μανιαδάκης.
Η λογική τους εκινείτο μάλλον στην σκέψη πως αφού έχασαν τους συμμάχους τους Γερμανούς, μπορούσαν να κινηθούν σε πιο χαμηλές πτήσεις στα πλαίσια δεξιών κοινοβουλευτικών, αλλά ωστόσο μοναρχικών και αντικομμουνιστικών αντιλήψεων. Δεν μπόρεσαν, στις καινούργιες πολιτικές τους στέγες, να επιτύχουν κάτι, ούτε καν να αποτελέσουν γκρίζα ζώνη. Παρέμειναν αμετανόητα ολοκληρωτικοί, όπως ο βουλευτής Μανιαδάκης, ή απροκάλυπτα τραμπούκοι φασίστες, όπως ο Κ. Παπαδόπουλος. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια ιδιότυπη συγκατοίκηση τμημάτων του ελληνικού αστισμού, των υπολοίπων του παρελθόντος αφενός και των αναδυόμενων μεταπολεμικών δεξιών ρευμάτων, με πολιτική έκφραση των τελευταίων τον Κ. Καραμανλή και τις αναπτυξιακές του προσπάθειες. Κοινός τόπος της συγκατοίκησης των φαντασμάτων του χτες και των νέων συντηρητικών δυνάμεων, ήταν ο σκληρός αντικομμουνισμός και η πίστη στον βασιλιά, απομεινάρια του μακρόχρονου διχασμού, της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Ο ριζοσπαστισμός της Μεταπολίτευσης δεν επέτρεψε στις χουντικές αντιλήψεις να μετουσιωθούν σε υπαρκτά πολιτικά ρεύματα άξια λόγου, καίτοι ήταν προδικτατορικοί συντηρητικοί πολιτικοί, όπως ο Γαρουφαλιάς, ο Θεοτόκης και ο Στεφανόπουλος, που ηγήθηκαν των πρώτων ακροδεξιών σχημάτων Απριλιανής αναφοράς. Στην πορεία, οι λιγότεροι ακραίοι εντάχθηκαν στη ΝΔ, συνεργαζόμενοι με το δεξιότερο κομμάτι της, που είχε ως μέντορα τον Ευ. Αβέρωφ.
Ανάμεσα στους αναδυόμενους νέο-ολοκληρωτικούς ακροδεξιούς, εκτός από τον Καλέτζη και τον Πλεύρη, πρωτακούγεται και το όνομα ενός νεαρού νεοναζιστή ακτιβιστή. Ήταν ο Ν. Μιχαλολιάκος.
Η εμφάνιση του ΛΑΟΣ, ήταν η πρώτη προειδοποίηση στα ύστερα μεταπολιτευτικά χρόνια, πως ένα ακροδεξιό ρεύμα υπό την έννοια ιδιότυπων απόψεων, που συχνά περιλάμβαναν ευμένειες για την Χούντα, τον Μεταξά, εκ παραλλήλου με αντισημιτικές αναφορές, με προπαγανδιστικό έμφοβο λόγο για τους μετανάστες, με θρησκοληψία και άλλα συναφή, έρχεται για να εκφράσει στην Ελλάδα ό,τι περίπου και οι Λεπέν στην Γαλλία. Σε κάθε περίπτωση όμως, κυρίαρχος ήταν ο καιροσκοπικός και απλοϊκός λόγος του επικεφαλής του, που δεν υπερέβαινε συνήθως τα συνταγματικά όρια και την κοινοβουλευτική ανοχή. Οι οιονεί ολοκληρωτικές θεωρήσεις, δεν συνοδεύονταν από βία, την ίδια ώρα που ένας πολιτικός στελεχιακός αχταρμάς κατασκεύαζε τον σκελετό του ΛΑΟΣ. Σ? αυτό το πολιτικό συνονθύλευμα, συναντούσες χουντικούς ακροδεξιούς, οπορτουνιστές πολιτευτές της Ν.Δ, απλοϊκούς στη σκέψη απολιτίκ, εκπροσώπους του λεγόμενου πατριωτικού ΠΑΣΟΚ, διαγραφέντες Χρυσαυγίτες την εποχή που η Χ.Α. ήταν ένα φιλοναζιστικό γκρουπούσκουλο, ενώ συχνή ήταν η πολιτική συνεργασία με τον εκφραστή του μεταξικού αντικοινοβουλευτισμού, Κ. Πλεύρη. Ενίοτε γίνονταν και εγχύσεις με ποσότητες από Τσάβες, Μοράλες, αλλά και 17Ν.
Παρόλα τούτα όμως, ο ΛΑΟΣ αποτελούσε μεν μια ώριμη Ακροδεξιά, πλην κοινοβουλευτική και συνταγματική. Κι όταν η αστική ενσωμάτωση του ΛΑΟΣ ολοκληρώθηκε, οι βαθύτερες πολιτιστικές και πολιτικές ρίζες του εντός της Ακροδεξιάς εξετράπησαν προς τον φασιστικό και εγκληματικό ακτιβισμό της ΧΑ. Άλλωστε, ο Γ. Καρατζαφέρης, κατά καιρούς επεδίωξε την εκλογική σύμπραξη με την ΧΑ, ενώ η κιτς αισθητική ήταν όμοια και στους δύο. Ντυμένοι Λεωνίδες οι Χρυσαυγίτες στις Θερμοπύλες πριν από λίγο καιρό, ντυμένοι Λεωνίδες οι οπαδοί του ΛΑΟΣ σε πολιτική συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη πριν από λίγα χρόνια. Στ’ αλήθεια εκλεκτικές συγγένειες, παρά τον όψιμο εμβαπτισμό των στελεχών του στην κολυμπήθρα της Ν.Δ. Η περίπτωση του ΛΑΟΣ, απενοχοποίησε καλά κρυμμένα αντανακλαστικά υπηρετούντων σε κατ’ εξοχήν συντηρητικούς μηχανισμούς, όπως ο Στρατός, η Αστυνομία, η Εκκλησία, τα οποία ενεργοποιήθηκαν σχεδόν ακαριαία με την άνοδο της Χ. Α. Πολλοί απ’ όσους ανήκουν σ’ αυτούς τους μηχανισμούς, νομίζουν πως έτσι υπηρετούν το γενικό καλό της χώρας, χωρίς δεύτερη σκέψη, σε μια παραλλαγμένη εκδοχή των απόψεων της Χάνα Άρεντ για την κοινοτοπία του Κακού, με αφορμή την υπόθεση Άϊχμαν.
Τελικά, ο ΛΑΟΣ δεν ήταν παρά το προδρομικό χωνευτήρι των ακροδεξιών ιδεών, προς τις οποίες για πολλούς λόγους ολίσθαιναν τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Η συμπεριφορά του δεν εμπεριείχε δολοφονίες, Τάγματα Εφόδου, βία – και εντέλει, δεν εγκατέλειψε ποτέ τον κοινοβουλευτικό μανδύα και κατά τούτο οι διαφορές του με την Χ.Α. είναι προφανείς, όπως όμως προφανείς είναι και βαθύτερες εκλεκτικές ιδεολογικές ταυτίσεις για κρίσιμα διακυβεύματα της κοινωνίας.
Μετά την άνοδο της Χ.Α., ενεργοποιούνται τα εγκληματικά της ταλέντα εντονότερα από παλιά, τροφοδοτώντας και τα αντίστοιχα μιας αδήλωτης αντικοινοβουλευτικής δήθεν Αριστεράς κι ένας πόλεμος ήδη μαίνεται, όπως συνήθως γίνεται στις κοινωνίες όπου συνυπάρχουν οικονομικές και πολιτισμικές κρίσεις, ενώ το πολιτικό σύστημα -όντας κι αυτό σε υστέρηση- σαρώνεται από την προπαγάνδα πως πρόκειται για κάτι ακραία χειρότερο, ώστε τελικά να νομιμοποιείται κάθε εκτροπή από τα θέσμια της αστικής Δημοκρατίας. Το χυμένο αίμα όμως των νεκρών, είναι απλώς φαιό και τοξικό, ιδίως όταν ρέει με πρόσχημα κάποια ασύντακτα ιδεολογήματα από τους μεν, είτε από το ατομικό και συλλογικό φορτίο του ναζιστικού μίσους των δε.
Τόσα χρόνια μετά, στην Ιταλία δεν ξεχωρίζουν τους 200 νεκρούς της Όρντινε Νουόβο του Μασαγκράντε και του Πίνο Ραούτι από τον Μόρο και τους άλλους σκοτωμένους από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες του Φρατζεσκίνι και του Κούρτσιο. Εκτός των θυμάτων, τα πειράματα συναίνεσης ματαιώθηκαν, εκεί και αλλού. Η ειρωνεία είναι πως το περιοδικό που άρχισε να εκδίδεται στη δεκαετία του 1920, στην Ιταλία, από τον Αντόνιο Γκράμσι, είχε ως τίτλο « Όρντινε Νουόβο».
Μια άλλη κρυμμένη πτυχή του συνολικού ακροδεξιού λόγου, είναι ορισμένες λέξεις και φράσεις κλισέ, που εύκολα μεταλλάσσουν τον πατριωτισμό σε εθνικισμό, την ιστορία σε ευκλεή προγονοπληξία -από αρχαιοτάτων χρόνων, όπως το λένε – το συνωμοσιολογικό κους-κους σε αντισημιτισμό δια του αντισιωνισμού, ή τις γενικευμένες ηπειρωτικές κρίσεις σε εθνικό απομονωτισμό και ευρωσκεπτικισμό.
Ειδικά το τελευταίο, είναι το νέο όχημα λαϊκής και κοινοβουλευτικής αποδοχής της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, που σ? αυτήν την προσπάθειά της, δεν θέλει την Χ.Α. ως ακραία και αντικοινοβουλευτική. Νέοι καιροί, νέα ήθη…
Όταν ακούμε τον Καμμένο να προτρέπει σε λιντσάρισμα Δημάρχου επειδή απλώς διαφέρουν οι αντιλήψεις του με αυτόν, ή τον Παναγούλη από βήματος Βουλής να απειλεί κάποιους με κρεμάλες και κάτεργα, αντιλαμβανόμαστε πόσο εύκολα ο αντι-Δικαιϊκός ολοκληρωτικός λόγος εισχωρεί ύπουλα στις λογικές κοινοβουλευτικών κομμάτων, που όμως δυστυχώς συχνότατα διακονούν τον λαϊκισμό, τη μήτρα όλων των εθνικών αποτυχιών και την δολιότερη μεθοδολογία κατίσχυσης ενός ακραίου και ουσιαστικά επικίνδυνου συντηρητικού Λόγου. Δείτε και τις εκκλήσεις Τσίπρα, που καλεί εκ προοιμίου σε ανυπακοή, δηλαδή αποστασία, τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, κατά κανόνα τους μνημονιακούς της παλιάς ηγεσίας, για να γίνει αντιληπτό πόσο εύκολα η αστάθεια της πολιτικής μπορεί να γίνει πυριτιδαποθήκη για την Δημοκρατία, με τους αρουραίους των εκτροπών να παραμονεύουν.
Και δυστυχώς, με την Παιδεία φυλακισμένη, την οικονομία απορρυθμισμένη και τις μεταρρυθμίσεις ακόμα αναμένουσες, δεν μπορώ παρά να απαισιοδοξώ ως προς την μακροχρόνια ύφεση του Ακροδεξιού αντικοινοβουλευτικού Λόγου.