Όταν μια χώρα αντιμετωπίζει προβλήματα, τα οποία ουσιαστικά θέτουν σε αμφισβήτηση το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης και η τοπική κοινωνία αδυνατεί να κατανοήσει την ζωτικής σημασίας ανάγκη για οδυνηρές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, ενώ δεν λειτουργεί πολιτικά βασιζόμενη στο διάλογο και στην συναινετική λογική, τότε συχνά η βία υποκαθιστά την δημοκρατική λειτουργία ως μέσο έκφρασης πολιτικών στάσεων.
Αυτό, που συμβαίνει με την αντιμετώπιση των βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας στο πλαίσιο της έκφρασης της αντίθεσης διαφόρων κοινωνικών ομάδων στην πολιτική της κυβέρνησης για το ασφαλιστικό σύστημα, προκαλεί θλίψη και εγκυμονεί κινδύνους. Δυστυχώς αυτό το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο.
Καλλιεργήθηκε και από το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Μόνο που τότε εθεωρείτο φυσιολογικό ως «έκφραση της βούλησης του λαού». Τα γιαουρτόματα, η χλεύη και μερικές φορές οι χειροδικίες ήταν απλά «λαϊκή αντίδραση» στους «εκμεταλλευτές» και «πουλημένους» βουλευτές της τότε κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Οι αντιφάσεις στην πρακτική κομμάτων, τα οποία λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό με λαϊκιστική λογική, δεν συμβάλλουν στην πραγμάτωση του δημοκρατικού διαλόγου, ούτε υπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον. Σε συνδυασμό δε με τον άκρατο κομματισμό, ο οποίος επικρατεί στην πλειοψηφία των δομών της κοινωνίας πολιτών, ο «λαός» μαθαίνει να αντιδρά με βίαιο τρόπο.
Το ακόμη χειρότερο είναι, ότι δικαιολογεί αυτές τις πράξεις και δεν αισθάνεται αναστολές με ηθικό φορτίο.
Αρκεί να γίνει υπενθύμιση της πρακτικής, η οποία αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του κινήματος «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω». Οι αρνητικές επιπτώσεις αυτής της δράσης, η οποία δεν γενικεύθηκε, εστιάζονται όχι τόσο στην οικονομική τους διάσταση, αλλά στην πρόσκληση στους πολίτες να υπερβούν την δημοκρατική λειτουργία και να δρούν πέρα από κανόνες, οι οποίοι έχουν θεσμική κατοχύρωση.
Αυτό δεν σημαίνει, ότι όλα είναι δίκαια και απηχούν το κοινωνικό συμφέρον και την κοινωνική δικαιοσύνη. Αντί όμως να καταφεύγουν οι πολίτες στην «ανυπακοή» σε σχέση με τις ισχύουσες ρυθμίσεις, θα ήταν πιο λειτουργικό να επιδιώκουν την αλλαγή τους με την ενεργοποίηση τους στο πλαίσιο δημοκρατικών διαδικασιών.
Αυτό προϋποθέτει βέβαια την ύπαρξη διαδικασιών διαλόγου στην κοινωνική βάση και στις δομές, που διαθέτει, ώστε να διαμορφώνονται προτάσεις για αλλαγή των ρυθμίσεων, οι οποίες θα είναι πλειοψηφικές. Σε αυτή την περίπτωση λειτουργεί η δημοκρατία και προωθούνται αλλαγές με κοινωνική νομιμοποίηση, ενώ εκφράζεται και η συλλογική ελευθερία αντί της ατομικής αυθαιρεσίας.
Βεβαίως η βία στο χώρο της πολιτικής λειτουργίας δεν ασκείται μόνο από τους πολίτες, αλλά και από το πολιτικό σύστημα με αποδέκτες τους πολίτες. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση είναι λεκτική βία με ψυχολογικές προεκτάσεις.
Σε αυτό δε το «σπορ» επιδίδονται κόμματα και πολιτικό προσωπικό, ανεξάρτητα από το εάν κινούνται στον κυβερνητικό ή στον αντιπολιτευτικό χώρο. Και οι μεν και οι δε προσπαθούν να διαμορφώσουν κλίμα φόβου στους πολίτες σε σχέση με τις πολιτικές προτάσεις και επιδιώξεις των αντιπάλων και τις αρνητικές, κατ’ αυτούς, επιπτώσεις τους.
Η κυβερνητική πλευρά καλλιεργεί το φόβο ως προς την πολύ οδυνηρή κατάσταση, που θα διαμορφωθεί, εάν δεν ληφθούν τα μέτρα, τα οποία προτείνει. Η αντιπολίτευση στην αντίπερα όχθη συμφωνεί ως προς την διαμόρφωση αρνητικών συνθηκών, αλλά τις εξαρτά ακριβώς από την ακολουθούμενη πολιτική της κυβέρνησης.
Έτσι κι αλλιώς όλοι απευθύνονται στο συναίσθημα των πολιτών και όχι στη λογική προσέγγιση της πραγματικότητας από αυτούς. Γι’ αυτό και δεν κάνουν διάλογο με προτάσεις και επιχειρήματα, τα οποία συμβάλλουν στην σφαιρική ενημέρωση των πολιτών, ώστε οι επιλογές τους να βασίζονται στην πολυδιάστατη γνώση όλων των παραμέτρων της σύνθετης πραγματικότητας και στην κριτική τους επεξεργασία.
Είναι κάτι περισσότερο από εμφανές, ότι η πολιτική επικοινωνία βασίζεται στον ερεθισμό του θυμικού, διότι με αυτό τον τρόπο είναι πιο εύκολη η χειραγώγηση της κοινωνίας. Όταν όμως δεν μεσολαβεί ο ορθολογισμός στην προσέγγιση της πραγματικότητας, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μη ελεγχόμενες και μη λειτουργικές αντιδράσεις, διότι η κοινωνία αποκτά μαζικά χαρακτηριστικά.
Αυτό πιθανόν να βολεύει περιστασιακά. Όμως σε βάθος χρόνου και σε συνδυασμό με την σύνθετη και πολυδιάστατη πραγματικότητα, που έχουν να διαχειρισθούν πολιτικό σύστημα και πολίτες, δεν διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για θετικά αποτελέσματα.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αντιδράσεις πολλών κοινωνικών ομάδων σε σχέση με το ασφαλιστικό νομοσχέδιο, καθώς και η σιγά – σιγά αναδυόμενη ξενοφοβική στάση στην κοινωνία με αφορμή το προσφυγικό και την ανυπαρξία μιας ολοκληρωμένης εθνικής και ευρωπαϊκής πολιτικής. Απλά λειτουργούν εκτονωτικά χωρίς προοπτική.
Η παρατηρούμενη μαζοποίηση της κοινωνίας αναδεικνύει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ασκούμενης λεκτικής και κατ’ επέκταση ψυχολογικής βίας. Το πιο λυπηρό είναι ο εκχυδαϊσμός του εκφερόμενου από τους πολίτες λόγου, ο οποίος δείχνει και την ανυπαρξία ενός συστήματος αξιών, που στηρίζεται στο σεβασμό της προσωπικότητας του άλλου.
Σε αυτό βεβαίως συντελεί η ενεργοποίηση του θυμικού, το οποίο δεν οριοθετείται, μεταξύ άλλων, από την ύπαρξη και τον σεβασμό της ελευθερίας του άλλου. Έχει μονοδιάστατο φορτίο και ανάλογη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα οι διαμορφούμενες συνθήκες να αποπνέουν κλίμα «μαγκιάς» και μάλιστα χαμηλού κόστους.
Η υπερτονισμένη όμως προβολή αυτών των «ελληναράδικων» συμπεριφορών από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και ιδιαιτέρως την τηλεόραση, η οποία διαθέτει το τεράστιο πλεονέκτημα της εικόνας στην εποχή της κοινωνίας του θεάματος, που ζούμε, διαμορφώνει αντίστοιχα πρότυπα στις κοινωνικές μάζες.
Από εκεί και πέρα η άσκηση ψυχολογικής βίας, όχι μόνο στην πολική αλλά γενικότερα, γίνεται στοιχείο της καθημερινότητας.
Βεβαίως σε περιόδους κλιμάκωσης συγκρουσιακών συνθηκών, όπως είναι αυτή, που βιώνει τώρα η Ελλάδα, η άσκηση βίας, όποιας μορφής και αν είναι (σωματική, λεκτική–ψυχολογική) προκαλεί αίσθηση ανασφάλειας στους πολίτες και τους ωθεί στην αμφισβήτηση της δυνατότητας του πολιτικού συστήματος και του κράτους να εγγυηθούν μια ομαλή πορεία προς το μέλλον.
Αυτό λειτουργεί ενισχυτικά ως προς την απόκτηση ερεισμάτων στην κοινωνία για ακροδεξιά μορφώματα, τα οποία παρά τον βίαιο χαρακτήρα, που έχουν, πλειοδοτούν σε εγγυήσεις ηθικολογικής μορφής για την διασφάλιση της «εθνικής πορείας».
Με άλλα λόγια έρχονται να καλύψουν το κενό ως προς την ηθική της εσωτερικής ασφάλειας, το οποίο δημιουργείται σε ψυχολογικό επίπεδο από τους θιασώτες της «ανυπακοής» των πολιτών. Η αίσθηση της ασφάλειας είναι πολύ σημαντική παράμετρος για την νομιμοποίηση της πολιτικής και του κράτους στη συνείδηση των πολιτών.
Η παγίωση της ασφάλειας βέβαια στις κοινωνίες δεν επιτυγχάνεται, όταν το πολιτικό σύστημα, τόσο ως κυβέρνηση όσο και ως αντιπολίτευση, ασχολείται με την άρση των επιπτώσεων των προβλημάτων (κοινωνικών, οικονομικών), χωρίς να σχεδιάζει και να ενεργοποιείται για την αντιμετώπιση των αιτίων, που τα προκαλούν.
Για παράδειγμα οι επενδύσεις δεν λύνουν το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας, εάν δεν εντάσσονται σε ένα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της πορείας της χώρας, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του τις πραγματικές δυνατότητες της σε σχέση με το εκπαιδευτικό σύστημα, την σύγχρονη μορφή οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης και άλλα κοινωνικά συστήματα, καθώς και τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Δεν μπορεί η ελληνική κοινωνία να έχει υψηλές προσδοκίες, όταν σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) και τον διαγωνισμό PISA του 2012, τον οποίο διενεργεί αυτός ο Οργανισμός για την μέτρηση των ποιοτικών δεδομένων των χωρών-μελών του, η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις. Μεταξύ των 65 χωρών-μελών του, σε σχέση με την κατανόηση κειμένου από τους μαθητές είναι στην 39η θέση, ενώ σε σχέση με τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες είναι στην 41η θέση.
Εάν δεν αντιμετωπισθούν δυναμικά τα δομικά γενεσιουργά αίτια των προβλημάτων της χώρας και οι συνθήκες στα διάφορα κοινωνικά συστήματα παραμείνουν στατικές, η κοινωνία δεν θα αποκτήσει προοπτική. Με την άσκηση βίας, από όποια πλευρά και αν προέρχεται, δεν επιτυγχάνεται η πραγματική επίλυση των προβλημάτων. Και είναι πολλά.
Ας γίνει το ξεκίνημα με την συνειδητοποίηση, ότι η βία στην πολιτική είναι αδιέξοδη.
Η συναισθηματική φόρτιση πάνω στα αγροτικά τρακτέρ και η εκτόνωση του θυμικού προσφέρουν στιγμιαία ικανοποίηση σε ατομικό επίπεδο, σε κοινωνικό όμως επέρχεται ασφυξία.