Η βία είναι η μαμή για κάθε παλιά κοινωνία που εγκυμονεί μια νέα.
.
Κάρολος Μαρξ, Το Κεφάλαιο – Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας
.
Το τέρας της πολιτικής βίας εξαπλώνεται καθημερινά ως καρκινική μετάλλαξη στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Η πολιτική βία εξαγγέλλεται και επαπειλείται [1], υποστηρίζεται [2] και υλοποιείται [3]. Η χώρα εθίζεται, από το 2008 και μετά, σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις πολιτικής βίας, με υπαρκτό κίνδυνο ο «κοινός νους» να θεωρήσει ότι αυτό είναι κάτι το φυσιολογικό, το συνηθισμένο. Ένα τεράστιο απόθεμα πολιτικής βίας παράγεται, σωρεύεται και εκλύεται καθημερινά. Η κοινοτοπία του Κακού εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να παρακολουθεί το φαινόμενο της βίας με παγερή αδιαφορία. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν έγινε απόπειρα να οργανωθούν, μέσω facebook, συγκεντρώσεις ενάντια στη βία, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, η συμμετοχή ήταν αμελητέα. Οι προειδοποιήσεις διανοουμένων, όπως εκείνη του Σταύρου Τσακυράκη, ότι «η βία είναι ασυμβίβαστη με την ίδια την έννοια της κοινωνικής οργάνωσης» [4], αφήνουν παγερά αδιάφορο μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
.
Ισχύουν στο ακέραιο οι διαπιστώσεις του Νίκου Μαραντζίδη, ότι «σιγά-σιγά διολισθήσαμε ως οργανωμένη κοινωνία στην αποδοχή αντι-θεσμικών και ανομικών συμπεριφορών σε τέτοιο βαθμό, που στο τέλος τις αντιμετωπίζουμε ως “κανονικές”. Η κατάληψη δημόσιων κτιρίων έφτασε πλέον να θεωρείται τόσο “συνηθισμένη” μορφή συνδικαλιστικής δράσης, που επεκτάθηκε ακόμη και στους μαθητές των γυμνασίων. Διαμορφώθηκε, εντέλει, μια κουλτούρα συλλογικής ανομίας, που αναπαράγεται στις νεότερες γενιές μέσα από μια ιδιότυπη παιδαγωγική της ανομίας… Έτσι συγκροτήθηκαν ζώνες συλλογικής ανομίας, που μεταναστεύουν από τον ένα δημόσιο χώρο στον άλλο, διαβρώνοντας τον κοινωνικό ιστό. Με απλά λόγια: δεν μπορείς από τη μια να υποστηρίζεις τους συνδικαλιστές-φοιτητές που κλειδώνουν τους καθηγητές τους για ώρες μέσα σε μια αίθουσα και την ίδια στιγμή, να εξεγείρεσαι γιατί κάνουν το ίδιο οι ακροδεξιοί της Χρυσής Αυγής, σε ένα άλλο πλαίσιο με διαφορετική αισθητική και ρητορική. Η αντίφαση είναι πασιφανής.» [5]
.
Κάτι στην ατμόσφαιρα θυμίζει, ως καρικατούρα, την περίοδο της «Μεγάλης Τρομοκρατίας» που διαδέχθηκε τη Γαλλική Επανάσταση. Συναντάμε όλο και περισσότερους συμπολίτες που φαντασιώνονται, ως νέοι Ιακωβίνοι, ότι η χώρα έχει ανάγκη από Ροβεσπιέρους και Μαρά που πρέπει να εξοντώσουν τους πολιτικούς που ψήφισαν τα Μνημόνια, όπως έγινε με τους «ενδοτικούς και συμβιβασμένους» Δαντόν και Ντεμουλέν. Όλο και περισσότεροι κάτοικοι αυτής της χώρας συμπεριφέρονται ως «λυσσασμένοι» [6] που, ζητώντας αίμα στην αρένα του Κολοσσαίου, αυτοανακηρύσσονται «πρωτοπορία».
.
Το αξιοπρόσεκτο της ελληνικής περίπτωσης είναι ότι η βία εκπορεύεται τόσο από την Ακροδεξιά όσο και από την Ακροαριστερά. Ο Γιάννης Βούλγαρης περιγράφει με ακρίβεια το φαινόμενο: «Η μαζική αποδοχή της πολιτικής βίας και η γενίκευση των ανομικών συμπεριφορών σε όλη την έκταση της κοινωνικής ιεραρχίας. Η νομιμοποίηση αυτής της κατάστασης από τους επιγόνους της ιστορικής Αριστεράς, ανεπιφύλακτα από τον ΣΥΡΙΖΑ, επιφυλακτικότερα και εξαναγκασμένα από το ΚΚΕ. Η εξαχρείωση των περισσότερων ΜΜΕ που μονοπωλήθηκαν από τον “πολεμικό λόγο”» [7]. Το φαινόμενο της βίας ξεκίνησε από την άκρα Αριστερά [8] και συνεχίστηκε από την Ακροδεξιά, ιδίως μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012. Το γεγονός αυτό έχει πυροδοτήσει έντονη συζήτηση για το εάν η βία των δύο άκρων είναι η ίδια και για το εάν, εντέλει, το δύο άκρα ταυτίζονται. Το ερώτημα αυτό μπορεί να απαντηθεί μόνον εάν εξετάσουμε τον ιδεολογικό πυρήνα των δύο άκρων σε σχέση με την πολιτική επιλογή της βίας ως θεμιτού, και επιθυμητού μέσου, για την επίτευξη των στόχων τους.
.
.
Ακροδεξιά και βία
.
Μιλώντας για την Ακροδεξιά δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει η θεμελιώδης διάκριση ανάμεσα σε λαϊκιστική και εξτρεμιστική Ακροδεξιά. Η λαϊκιστική Ακροδεξιά βρίσκεται σε διαρκή ένταση με τη φιλελεύθερη δημοκρατία, αλλά δεν την αρνείται, δεν θέλει να την καταργήσει. Επιχειρεί να την «εξαγνίσει» [9].
.
Αντίθετα, η εξτρεμιστική Ακροδεξιά είναι αντιδημοκρατική στον σκληρό πυρήνα τής ιδεολογίας της. Μισεί και απεχθάνεται το δημοκρατικό πολίτευμα per se . Η δημοκρατία για τους υποστηρικτές αυτής της άποψης είναι ένα διεφθαρμένο πολίτευμα, που δεν επιδέχεται οποιαδήποτε σοβαρή διόρθωση ή μεταρρύθμιση. Πρέπει να γκρεμιστεί και να αντικατασταθεί από ένα ολοκληρωτικό πολίτευμα με εθνοφυλετικά χαρακτηριστικά. Η διακήρυξη των ιδεολογικών αρχών της «Χρυσής Αυγής», ένα κείμενο-ύμνος για τον εθνικοσοσιαλισμό, δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το ζήτημα, δεδομένου ότι ρητά αναφέρεται στους «νικητές και δεσμώτες της Ευρώπης» που δημιούργησαν «το θλιβερό, αποκρουστικό πρότυπο ζωής που το ονόμασαν καθεστώς της ελευθερίας και της δημοκρατίας» [10].
.
Με αυτήν την περί δημοκρατίας αντίληψη, κυρίαρχα αναδεικνύονται τα στοιχεία της Φυλής και του Αίματος. Ένας ολοκληρωτισμός που βασίζεται στη ρήση του Αδόλφου Χίτλερ: «Πολεμάμε με τη βία και υπερασπιζόμαστε βίαια ενάντια στον καθένα που χρησιμοποιεί βία» [11], και εκλαϊκεύεται στην Ελλάδα με τους στίχους του βουλευτή της «Χρυσής Αυγής» Αρτέμη Παπαματθαιόπουλου: «Θα μπω και μέσα στη Βουλή και θα την κάψω όλη/ να δώσω λίγο φως σ’ ολόκληρη την πόλη/ και να την κάψω όλη σαν μια τιμωρία/ και κάθε σπίθα και φωτιά για κάθε προδοσία» [12].
.
Η κουλτούρα του μίσους και η εξύμνηση της βίας είναι εμφανείς σε όλα τα έντυπα της «Χρυσής Αυγής», κυρίως δε στην ομώνυμη εφημερίδα.
.
.
Άκρα Αριστερά και βία
.
Στην ιστορία των ιδεών της Αριστεράς, το θέμα της βίας κατέχει κεντρική θέση. Στο δίλημμα που ταλάνισε για δεκαετίες την Αριστερά, ανάμεσα στην Επανάσταση και τη Μεταρρύθμιση, η βία ως μέσο, προκάλεσε σφοδρότατες αντιπαραθέσεις. Η ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση, πέραν της ρήσης για τη βία ως μαμή της Ιστορίας, έχει στη φαρέτρα της την επισήμανση του Μαρξ στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»: « Οι κομμουνιστές δεν καταδέχονται να κρύψουν τις απόψεις τους και τις βλέψεις τους. Δηλώνουν, λοιπόν, ανοιχτά, ότι ο σκοπός τους μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη βίαιη ανατροπή της σημερινής καθεστηκυίας τάξης.»
.
Εάν σε αυτό προσθέσουμε την καταγγελία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, βασισμένη στις επισημάνσεις του Μαρξ για «κοινοβουλευτικό κρετινισμό», που είναι μια « ιδιόμορφη αρρώστια και ηλιθιότητα» η οποία « όσους προσβάλλει τους αιχμαλωτίζει, τους δένει σ’ έναν κόσμο φανταστικό και τους αφαιρεί κάθε αντίληψη» [13], η μαρξιστική ορθοδοξία φάνηκε να κερδίζει αρχικά σε αυτή τη διαμάχη. Η αστική δημοκρατία είναι διακηρυγμένος εχθρός της μαρξιστικής ορθοδοξίας, που επιδιώκει να την τσακίσει, να την εξαφανίσει. Με τα λόγια του Ένγκελς, στην πολεμική του εναντίον του Ντίρινγκ:
.
«Για τον κ. Ντίρινγκ, η βία είναι το απόλυτο κακό και η πρώτη πράξη βίας είναι, γι’ αυτόν, το προπατορικό αμάρτημα. Ολόκληρη η περιγραφή του, η σχετική με τη βία, είναι μια ιερεμιάδα για τον τρόπο με τον οποίο όλη η ως τώρα ιστορία έχει μολυνθεί από το προπατορικό αμάρτημα, για την επονείδιστη διαστροφή όλων των φυσικών και κοινωνικών νόμων, από τούτη τη διαβολική δύναμη, τη βία.
Το ότι όμως η βία παίζει και έναν άλλο ρόλο στην ιστορία, έναν επαναστατικό προοδευτικό ρόλο, το ότι δηλαδή, σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, είναι η μαμή που από κάθε παλιά κοινωνία ξεγεννά μια καινούρια κοινωνία, το ότι αποτελεί το όργανο με το οποίο επιβάλλεται η κοινωνική εξέλιξη και σπάζει τις αποστεωμένες, τις νεκρές πολιτικές μορφές, για όλα αυτά δε λέει ούτε λέξη ο κ. Ντίρινγκ. Μόνο, αναστενάζοντας και βογκώντας, παραδέχεται πως ίσως, για να ανατραπεί το οικονομικό σύστημα της εκμετάλλευσης, μπορεί να χρειαστεί δυστυχώς η βία! Γιατί κάθε χρήση βίας διαφθείρει εκείνον που τη χρησιμοποιεί. Και όλα αυτά λέγονται, παρά τη μεγάλη ηθική και πνευματική ανύψωση που επέφεραν όλες οι νικηφόρες επαναστάσεις.»[14]
.
Αυτές οι πολεμικές επισημάνσεις οδήγησαν σε βαθύτατο διχασμό την Αριστερά του 19 ου και του 20 ού αιώνα, που μορφοποιήθηκε με το σχίσμα ανάμεσα στη Δεύτερη (μεταρρυθμιστές) και την Τρίτη (επαναστάτες) Διεθνή και τις βαρύτατες κατηγορίες που εκτοξεύτηκαν εκατέρωθεν.
.
Μετά την επικράτηση του κομμουνισμού στη Ρωσία και τις σταλινικές βαρβαρότητες, η παράδοση της Δεύτερης Διεθνούς, η σοσιαλδημοκρατία, που είχε ως πρόταγμα τις μεταρρυθμίσεις και την άρνηση της πολιτικής βίας, ανέκτησε έδαφος. Παράλληλα, σε μια ατελέσφορη προσπάθεια εξανθρωπισμού του κομμουνιστικού προτάγματος, ο ευρωκομμουνισμός κατέδειξε τα όρια της μαρξιστικής ορθοδοξίας και διατύπωσε την αρχή του «ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό», που ρητώς αποκήρυσσε τη χρήση μεθόδων βίας. Η βία ως πολιτική μέθοδος επανήλθε στη δυτική Αριστερά τη δεκαετία του ’60, με τις κινητοποιήσεις του φοιτητικού κινήματος και τη χρήση ακόμα και μεθόδων ένοπλης πάλης (κυρίως στην Ιταλία και τις ΗΠΑ), κάτι που προκάλεσε την έντονη αντίδραση πολλών διανοουμένων της Αριστεράς, με ιδιαίτερα ενδεικτική εκείνη της Hannah Arendt , που επισήμανε ότι «Σε αντιδιαστολή προς τη δύναμη, η βία είναι βουβή: αρχίζει εκεί όπου σταματάει ο λόγος» [15].
.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, είναι σαφής στη βιβλιογραφία η διάκριση ανάμεσα στη ριζοσπαστική και την εξτρεμιστική άκρα Αριστερά, όπως συμβαίνει και με την Ακροδεξιά. Ο Luke March [16] που μελετάει για πολλά χρόνια το φαινόμενο της άκρας Αριστεράς στην Ευρώπη, επισημαίνει ότι «Τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα απαιτούν ριζική αλλαγή των χαρακτηριστικών του φιλελεύθερου δημοκρατικού συστήματος (για παράδειγμα το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο, την αντιπροσωπευτική αντί για τη συμμετοχική δημοκρατία), αλλά δεν αντιτίθενται στις αρχές της ίδιας της δημοκρατίας και, κατά συνέπεια, αυτοτοποθετούνται εντός της δημοκρατίας. Αντίθετα, ο “εξτρεμισμός” ευρίσκεται σε ιδεολογική και πρακτική αντίθεση με τη δημοκρατία, είτε όπως υπάρχει σε κάποιο σύστημα, είτε ως σύστημα» [17].
.
.
Το μετέωρο βήμα του ΣΥΡΙΖΑ
.
Έχοντας ορίσει τη βασική διαφορά ανάμεσα στη δημοκρατία και τον πολιτικό εξτρεμισμό (αριστερό και δεξιό), που ιδεολογικά υιοθετεί την πολιτική βία ως μέσο για την κατάλυσή της, δεδομένου ότι επαγγέλλεται ένα άλλο σύστημα πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, το ερώτημα που αυτονόητα προκύπτει, είναι, πού τοποθετείται πολιτικά σε σχέση με αυτή τη διάκριση ο ΣΥΡΙΖΑ.
.
Ενώ η «Χρυσή Αυγή» είναι προφανές ότι τοποθετείται στην εξτρεμιστική ακροδεξιά, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ η κατάσταση είναι πολύ πιο περίπλοκη.
.
Σε αυτόν τον πολιτικό χώρο, είναι εμφανής η συνύπαρξη, με αρκετές εντάσεις, δύο διαφορετικών πολιτικών προσεγγίσεων, της ριζοσπαστικής και της εξτρεμιστικής.
.
Η εξτρεμιστική, που εκφράζεται κυρίως από κάποιες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, είναι απολύτως ξεκάθαρη στην ιδεολογία της και τα πολιτικά μέσα που χρησιμοποιεί. Η βία είναι το μέσο για την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος και την αντικατάστασή του από ένα σύστημα κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού. Η στάση αυτή πηγάζει από την ιδεολογία της και είναι αδιαπραγμάτευτη. Συμπλέει απολύτως στο θέμα αυτό με διάφορες ακροαριστερές ομάδες, όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα από κείμενο με τίτλο «Ο φετιχισμός της “μη βίας”» από το blog Επαναστατική Αριστερά: « Σε κάθε περίπτωση ο φετιχισμός της “μη βίας” είναι χίλιες δυο φορές πιο επικίνδυνος, αφού επαναφέρει με ύπουλο και δήθεν πρωτοποριακό τρόπο τις παλαιές, πεθαμένες και σάπιες λογικές της σοσιαλδημοκρατίας που τόσο πολέμησαν οι Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν (αλλά και ο Μπακούνιν) πριν από 200 χρόνια!!!!» [18].
.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, αρχισυντάκτης του RedNotebook και τακτικός αρθρογράφος στην «Αυγή» και σε άλλα μέσα ενημέρωσης του χώρου, υποστηρίζει ότι «η εξίσωση της κινηματικής με τη συμβολική και φυσική κρατική βία, είναι ανεπίτρεπτη για την Αριστερά: ακόμα κι όταν η πρώτη είναι τυφλά “αντικρατική”, αυτοκαταστροφική και αναντίστοιχη με αυτό που δηλώνει πως υπερασπίζεται, έχει άλλη πολιτική προέλευση και στόχευση, συνεπώς άλλο αξιακό περιεχόμενο… Καταλαβαίνουμε ότι για τη στοιχειώδη κοινωνική αυτοάμυνα, απαιτούνται συγκεκριμένα “ποσά” βίας, υποστηρίξιμα τουλάχιστον στα τμήματα της κοινωνίας που μας ενδιαφέρουν προνομιακά· “ποσά” που αντιστοιχούν στην υπόθεση που υπερασπιζόμαστε και που λειτουργούν απελευθερωτικά για τους κυριαρχούμενους, αναδεικνύοντάς μας ταυτόχρονα ως παραδειγματική και ηθική δύναμη. Τέτοια δύναμη, βεβαίως, δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ αν οι πολιτικές μας παρεμβάσεις εξαντλούνται σε δελτία τύπου αγχωμένα μέσα στη νομιμοφροσύνη τους»[19].
.
Η πλειοψηφία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον δεν συμμερίζεται αυτές τις απόψεις, παρά την πολιτική καταγωγή των περισσότερων από το σταλινικό ΚΚΕ. Έχει όμως επιλέξει, αποφασιστικά και σταθερά, από το 2008 και μετά, στα πλαίσια της λαϊκιστικής μετάλλαξης αυτού του κόμματος, να κλείνει το μάτι στη βία, ελπίζοντας σε εκλογικά οφέλη. Είναι απολύτως χαρακτηριστική αυτής της επιλογής η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα, όταν ερωτάται για τη βία: «Καταδικάζουμε τη βία, αλλά αντιλαμβανόμαστε την αγανάκτηση όλων εκείνων που αντιδρούν βίαια απέναντι στη βία του Μνημονίου» [20]. Αυτό επιβεβαιώνει τη διαπίστωση ότι «Πρακτικά, η ακριβής διάκριση ανάμεσα στη ριζοσπαστικοποίηση και τον εξτρεμισμό, μοιάζει δύσκολο να είναι λειτουργική»[21].
.
.
Ταυτίζονται τα άκρα;
.
Έχοντας ορίσει τα χαρακτηριστικά, τις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσα στο ριζοσπαστικό και το εξτρεμιστικό τμήμα της άκρας Δεξιάς και της άκρας Αριστεράς, το ερώτημα είναι κατά πόσον τα πολιτικά άκρα ταυτίζονται.
.
Από τη σκιαγράφηση που προηγήθηκε, είναι προφανές ότι η οριζόντια ομοιότητα και ταύτιση είναι κατά πολύ ισχυρότερη από την ενδοοικογενειακή. Οι εξτρεμιστές των δύο άκρων μοιράζονται μια σειρά από εντυπωσιακές ομοιότητες: Είναι υπέρ της βίας και δεν διστάζουν να το ομολογήσουν δημόσια, δεδομένου ότι αποτελεί οργανικό στοιχείο του ιδεολογικού τους πυρήνα. Επιδιώκουν την καταστροφή του πολιτεύματος της δημοκρατίας. Επαγγέλλονται ένα διαφορετικό πολίτευμα, βαθύτατα ολοκληρωτικό, ανεξάρτητα από το εάν θα ονομάζεται λαϊκή δημοκρατία ή πολίτευμα των άριστων με αμιγή εθνοφυλετικά χαρακτηριστικά. Οι «εχθροί» των καθεστώτων που θαυμάζουν, είναι πολλά εκατομμύρια νεκροί, είτε στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, είτε στα στρατόπεδα του αρχιπελάγους Γκούλαγκ.
.
Αντίθετα, οι ριζοσπάστες των δύο άκρων δεν έχουν στον σκληρό πυρήνα της ιδεολογίας τους τη βία, γι’ αυτό και δεν διστάζουν να την αποδοκιμάσουν. Βρίσκονται σε διαρκή ένταση με τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά δεν ασπάζονται θεμελιωδώς αντιδημοκρατικές αξίες. Είναι μια «παθολογική ομαλότητα» του δημοκρατικού πολιτεύματος και όχι μια «ομαλή παθολογία» του[22]. Σε πολλές περιπτώσεις υιοθετούν το λαϊκισμό για να διευρύνουν την πολιτική τους επιρροή και προσεγγίζουν καιροσκοπικά τους εξτρεμιστές, προσδοκώντας αύξηση της εκλογικής τους επιρροής.
.
Κατά συνέπεια, δεν έχουμε την παραμικρή επιφύλαξη να υποστηρίξουμε ότι ναι, τα άκρα ταυτίζονται. Οι εξτρεμιστές των δύο άκρων είναι το ίδιο επικίνδυνοι για τη δημοκρατία, ιδίως όταν, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, προσφεύγουν συστηματικά στη βία. Η πολιτική βία είναι ενιαία, ομοούσια και αδιαίρετη. Όσοι την υποστηρίζουν και την ασκούν, είναι το ίδιο ένοχοι.
.
Συνέχεια
.
.
[1] Κορυφαία ίσως εκδήλωση αυτής της ρητορικής του μίσους η ομιλία του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Στάθη Παναγούλη, στη Βουλή στις 10 Νοεμβρίου 2012 στην οποία ανέφερε πως όσοι έχουν υπογράψει το Μνημόνιο «θα παρακαλάνε να περάσουν από ειδικό δικαστήριο παρά να έχουν το τέλος του πρέσβη των ΗΠΑ στη Λιβύη». Χειροκροτήθηκε από πολλούς βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσα στους οποίους και ο Μανόλης Γλέζος.
.
[2] Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Kάπα Research που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής, στις 10 Ιουλίου 2011, ένας στους δύο πολίτες τάσσεται υπέρ των προπηλακισμών βουλευτών, δηλαδή υποστηρίζει την πολιτική βία. Πιο συγκεκριμένα, ένα ποσοστό 49,6% αναφέρει ότι εγκρίνει τα επεισόδια σε βάρος βουλευτών, ενώ ποσοστό 40,5% τα αποδοκιμάζει.
.
[3] Έχουν καταγραφεί εκατοντάδες περιστατικά πολιτικής βίας της άκρας Αριστεράς, με γενέθλιο τόπο το Σύνταγμα και τις κινητοποιήσεις των «Αγανακτισμένων». Δες σχετικά Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Οι ρίζες της κουλτούρας της βίας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα», Thebooks ’ journal, τεύχος 12, Οκτώβριος 2011, σελ. 92-97. Παράλληλα, από τις αρχές του 2012 μέχρι τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς περισσότεροι από 500 μετανάστες δέχτηκαν επιθέσεις από Χρυσαυγίτες. Δες σχετικά Δημήτρης Ψαρράς, Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής, Εκδόσεις Πόλις, 2012, σελ. 425.
.
[4] Δες Σταύρος Τσακυράκης, «Η βία εναντίον της Δημοκρατίας», Thebooks ’ journal, τεύχος 25, Νοέμβριος 2012, σελ. 16-17.
.
[5] Νίκος Μαραντζίδης, «Πώς δεν θα φτάσουμε στα άκρα», Καθημερινή, 25 Οκτωβρίου 2012.
.
[6] Δες Πέτρος Μαρτινίδης, «Les Enrages» (Οι «Λυσσασμένοι»), Καθημερινή, 18 Νοεμβρίου 2012.
.
[7] Δες Γιάννης Βούλγαρης, «Γιατί είναι επικίνδυνη η Χρυσή Αυγή», ΤΑ ΝΕΑ, 15 Σεπτεμβρίου 2012.
.
[8] Δες σχετικά Παπασαραντόπουλος, όπ. παρ.
.
[9]Δες Paul Lucardie, “Prophets, purifiers and prolocutors: towards a theory on the emergence of new parties”, Party Politics 6(2 ), 2000, σελ . 175-85.
.
[10] Ψαρράς, όπ. παρ., σελ. 236.
.
[11] Αδόλφος Χίτλερ, Ο Αγών μου, Εκδόσεις Κάκτος 2006, σελ. 355.
.
[12] Στίχοι από το τραγούδι του συγκροτήματος Pogrom , με τίτλο «Μια βόλτα στη Βουλή».
.
[13] Καρλ Μαρξ, Η 18 η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Σύγχρονη Εποχή, 2005.
.
[14] Friedrich Engels , Ο ρόλος της βίας στην Ιστορία, Εκδόσεις Μπάυρον, 1974, σελ. 44-45.
.
[15] Δες σχετικά, Hannah Arendt , Περί Βίας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2000, σελ. 66.
.
[16] Πρόσφατα κυκλοφόρησε το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Luke March , RadicalLeftPartiesinEurope, Routledge 2011.
.
[17]Όπ. παρ., σελ. 10-11.
.
[18] Δες σχετικά http://eksegersis.blogspot.gr/2009/01/blog-post_30.html (ανάκτηση 17 Νοεμβρίου 2012).
.
[19] Δες σχετικά, Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, «Η βία, τα δελτία τύπου και ο σοσιαλισμός», εφημερίδα Αυγή, 14 Δεκεμβρίου 2008.
.
[20] Δήλωση Αλέξη Τσίπρα στις 8 Ιουλίου 2011.
.
[21]March , όπ. παρ., σελ. 11.
.
[22] Για τη διάκριση ανάμεσα στην «παθολογική ομαλότητα» και την «ομαλή παθολογία» δες CasMudde , Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη, Επίκεντρο 2011, σελ. 395.