Μήπως δεν έχουμε ακόμα βάλει μυαλό και το έχουμε πάρει πολύ στο ανέμελο; Γιατί οι ακραίες εκφράσεις του νεαρού θεωρούνται από αρκετούς, μια αντισυμβατική πράξη, αντάξια του μεγάλου και, βεβαίως απόλυτα δίκαιου, θυμού που διαπερνάει σήμερα την ελληνική κοινωνία; Γιατί η παρουσία των νεοφασιστών στην απεργία της Χαλυβουργίας, αντιμετωπίζεται με καλωσορίσματα, έστω κι αν εκ των υστέρων οι γνωστοί «μοναδικοί» πάνε να τα μαζέψουν; Γιατί ένας παρ’ ολίγον αρχηγός, προβλέπει την επόμενη μέρα των μεγάλων συνασπισμών κι αυτό θεωρείται υπεύθυνη στάση; Γιατί ο άλλος, βιαστικός και ασθμαίνων, δεν μπορεί να εξηγήσει πώς, με ποιους και κυρίως, με τι σχέδιο, πέρα από τα πατριωτικά, περί επαναδιαπραγμάτευσης, θα κυβερνήσει; Τα κουκιά, πάντως, για αυτοδυναμία, δεν του βγαίνουν και άρα οι προφητείες περί συνασπισμού, ίσως επαληθευθούν. Η αντιπαλότητα δεξιάς-αριστεράς που τόσο πλαστά και ύπουλα ταλαιπώρησε τη μεταπολιτευτική -και όχι τη μεταπολεμική- περίοδο, αποκαλύπτεται κενή. Δε δημιούργησε μια νέα κοινωνική συνείδηση, αλλά απλώς επέκτεινε την αντίληψη του βολέματος σε στρώματα, που τα περισσότερα ήταν αποκλεισμένα από τη μετεμφυλιακή νομή.
Η εικόνα του πολιτικού τοπίου, συνεχίζει να είναι αποκαρδιωτική. Σαν όλοι να θέλουν, παρά το χαμό, τα πάντα να μείνουν ανέπαφα και το αίμα από τα τραύματα να αφορά όλους τους υπόλοιπους, εκτός από το πολιτικό σύστημα.
Ποιο είναι το κυρίαρχο συστατικό της πολιτικής διαμάχης, σήμερα; Το δίλημμα Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο. Οι καλοί, οι αξιοπρεπείς, οι πατριώτες, οι γενναίοι, οι ανυπότακτοι και οι αγανακτισμένοι βέβαια, είναι πάντα με το «αντί» Οι αχρείοι, οι προδότες, οι κακοί και εσχάτως οι μη Έλληνες, με το «ναι». Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους, δε χωράει κάτι άλλο;
Το Μνημόνιο 1 απέτυχε και μπορούμε να επικαλεστούμε χίλιους δύο λόγους. Κατά τη γνώμη μου, που μάλλον αγγίζει την κοινοτοπία, η αποτυχία οφείλεται στην έλλειψη οποιασδήποτε ριζοσπαστικής και αναγκαίας μεταρρυθμιστικής στρατηγικής. Η Ελλάδα του χθες είναι μια χώρα των μεγάλων κούφιων λόγων και των οδυνηρότερων ψεμάτων. Τι να πούμε και τι να αφήσουμε… Αλλά, ενώ όλοι αποστρέφονται, ο καθένας με το δικό του σκεπτικό, αυτό το παρελθόν, σχεδόν όλοι αγωνίζονται να διατηρήσουν τα κεντρικά συστατικά του.
Το σημαντικότερο συστατικό είναι η φρούδα ελπίδα. Με ελαφρότητα και κλείσιμο του ματιού, από την Αριστερά ως τη Δεξιά, υπόσχονται ότι θα έρθουν και πάλι οι καλές μέρες. Εντάξει! Η ελπίδα είναι που τροφοδοτεί την ύπαρξη του ανθρώπου, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι καλές ημέρες που σίγουρα θα έρθουν, δεν θα μοιάζουν με τις χθεσινές. Αυτό το νέο περιεχόμενο, ελάχιστοι το υπαινίσσονται. Γι’ αυτούς, η Ελλάδα δεν είναι ο χαρούμενος, προνομιακός χώρος της ξεγνοιασιάς, που συνεχώς σιτίζεται με κάθε τρόπο από το αρχαίο κλέος. Οι άνθρωποί της δουλεύουν σκληρά και προκόβουν, τα παιδιά της, όπως όλα τα παιδιά του τυχερού, κατά τα άλλα, πρώτου κόσμου, μαθαίνουν γράμματα και διακρίνονται. Μόνο που δεν είναι το εθνικό DNA η βάση τους, αλλά η μάχη και η καταξίωση που τους σπρώχνουν μπροστά.
Αυτή η «Άλλη Ελλάδα», όπως συνηθίζουμε να την αποκαλούμε, είναι ακόμα εγκλωβισμένη σε ένα βάρβαρο δίλημμα: Ναι ή όχι στο Μνημόνιο. Είναι το σημείο που τραυματίζονται, αν δεν ακυρώνονται οι ιδέες, οι προσπάθειες, οι στρατηγικές επιλογές για την επόμενη μέρα. Είναι η βαριά συνέπεια ενός ελαφρού και κενού πολιτικού λόγου, που διαρκώς ανακαλύπτει εχθρούς και ανθέλληνες. Όμως, για να είμαστε και δίκαιοι, από την απέναντι πλευρά, οι «τεχνοκράτες» και «αυστηροί» μοιάζουν να έχουν παραλύσει, σχεδόν, από την ανακάλυψη της στρεβλής πλευράς της μεταπολίτευσης και μες στον απορριπτικό τους οίστρο συγχέουν ή ταυτίζουν το συνδικαλισμό με τη συντεχνία, το κόμμα με την πελατεία, τον κοινοβουλευτισμό με τη φαυλότητα, τη μεταρρύθμιση με την κοινωνική σκληρότητα.
Ίσως, πριν από ένα νέο εθνικό όραμα που θα αφήνει πίσω του τον παλιό, γερασμένο κόσμο, να έχουμε ανάγκη από μια γερή και πικρή δόση αλήθειας. Η ελαφρότητα, όσο κι αν μοιάζει παραδοξολογία, μας κρατάει στη λάσπη της μεταπολιτευτικής ραστώνης.