«Ή αυτοί ή εμείς», λοιπόν;

Μιχάλης Κυριακίδης 03 Απρ 2018

Παρακολουθώ τον τελευταίο καιρό, ιδιαίτερα με αφορμή τη συζήτηση  για την αναθεώρηση του Συντάγματος, απόψεις φίλων και μάλιστα αυτών που εντάσσουν τον εαυτό τους στους ευρωπαϊστές και ορθολογιστές, να στήνουν χαρακώματα.

Βασικό επιχείρημά τους είναι πως δεν συζητάμε με τον ΣΥΡΙΖΑ τίποτα, διότι είναι κακός και επιβλαβής για τη χώρα. Ούτε τα εθνικά θέματα, ούτε θεσμικά, όπως η αναθεώρηση του Συντάγματος. Υποστηρίζουν με λίγα λόγια, ότι θα πρέπει να τραβήξει χειρόφρενο η χώρα, αν και ο κόσμος τριγύρω και στη γειτονιά μας κινείται με μεγάλη ταχύτητα και να περιμένουν πότε θα πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ… Και μετά θα αλλάξουν όλα!!!

Εάν μάλιστα, κάποιος τολμήσει να υποστηρίξει το αντίθετο, βαφτίζεται «φιλο-Συριζαίος» και ότι υπογείως επιθυμεί και ανοίγει το δρόμο για κυβερνητική συνεργασία με το κόμμα του Τσίπρα, δίνοντάς του  οξυγόνο επιβίωσης!!!

Θύματα τέτοιων εμμονών ευρωπαϊστών φίλων, είναι τελευταία η Φώφη Γεννηματά, επειδή τόλμησε να θέσει σε ΟΛΑ  τα κόμματα του Δημοκρατικού Τόξου (και όχι μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ) το θέμα της αναθεώρησης του Συντάγματος και ο Στ. Θεοδωράκης, καθώς και ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Ν. Μαραντζίδης, ο οποίος με την αρθρογραφία του τολμά να αμφισβητεί τη θεωρία του «χειρόφρενου».

Κανείς δεν ενοχλήθηκε από την άρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη σε μια θεσμικά διατυπωμένη πρόταση με το επιχείρημα «όχι τώρα, να φύγουν πρώτα αυτοί και μετά βλέπουμε», αν και υπάρχει σύγκλιση στις περισσότερες προτάσεις  που κατέθεσε το ΚΙΝ. ΑΛ.

Ενοχλήθηκαν, όμως  επειδή απάντησε θετικά ο Τσίπρας! Και δεν έμειναν εκεί. Προχώρησαν και σε σενάρια  συνεργασίας ΚΙΝ.ΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν και αρκετά στελέχη των Συριζαίων  και ξεκίνησαν επιθέσεις αγάπης… Φυσικά στην ίδια λογική του «ή εμείς ή αυτοί», επιχειρώντας να προσθέσουν στο «εμείς» και κάποιους από τον χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας και να αποκλείσουν άλλους… προς δόξαν του διχασμού.

Έτσι, εμφανίζεται ακατανόητη, η κάθε προσπάθεια δημοκρατικού διαλόγου, στο κορυφαίο θεσμό της Δημοκρατίας, τη Βουλή.

«Κάτι τρέχει με αυτούς», υποθέτουν οι ορθολογιστές και πιστοί στους θεσμούς  κατά τα’ άλλα, φίλοι μας… οι οποίοι «αναλύουν» τα γεγονότα και αποφαίνονται πως είτε είναι «κρυφοσυριζαίοι», είτε  πάσχουν από έλλειψη αντιληπτικότητας. Δεν καταλαβαίνουν δηλαδή, ως άτομα μειωμένης κρίσης, τις παγίδες που τους στήνει ο παμπόνηρος Τσίπρας…

Η αντίληψη αυτή δεν είναι νέα. Διαρκεί όσο και ο βίος του σύγχρονου ελληνικού κράτος. Το πολιτικό σύστημα στηρίχθηκε και αναπαράγεται με μεγάλη επιτυχία,-  σε βάρος βέβαια της χώρας, αλλά αυτό έχει λίγη σημασία-  στη θεωρία  «ή αυτοί ή εμείς». Η συναίνεση, ο διάλογος πάνω σε πολιτικές θέσεις, η συνύπαρξη σε μια δημοκρατία, φαίνεται πως δεν ελκύουν… Μετά τον Μεγάλο Διχασμό, τον Εμφύλιο και το μετεμφυλιακό κράτος, καλύτερος εκφραστής αυτής της θεωρίας ήταν ο ίδιος ο Τσίπρας. Είναι γνωστή, εξάλλου, η φράση του «ή αυτοί ή εμείς», που ήταν το όχημα για να αναρριχηθεί στην εξουσία, διχάζοντας το λαό.

Ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται πως εδώ και αρκετό καιρό, υποτάχθηκε στους ακραίους του κόμματός του  και  έχει ενστερνιστεί την θεωρία του  «ή αυτοί ή εμείς», ακολουθώντας τον κλασσικό δρόμο του παλαιού πολιτικού μας συστήματος, (όπως ο Καραμανλής  επί Σημίτη και ο Σαμαράς αργότερα), ανυπόμονος να αναλάβει την εξουσία και «μετά βλέπουμε»…

Ειδική είναι και η περίπτωση του Ευάγγελου Βενιζέλου, αναμφισβήτητα του κορυφαίου κοινοβουλευτικού μας εκπροσώπου, στη σημερινή Βουλή, ο οποίος, όμως , έχω την αίσθηση, πως αυτό το διάστημα κυριαρχείται από το θυμικό του και όχι από την γνωστή οξυδέρκειά του, εξαιτίας της ανήθικης  στοχοποίησης του  από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Αντιθέτως, θεωρούσα πως η δημοκρατική φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση, του μεσαίου χώρου, κατεξοχήν θεσμική, ήπια και συναινετική, η οποία άλλωστε κατήγγειλε το διχαστικό κήρυγμα του ΣΥΡΙΖΑ, θα λειτουργούσε με διαφορετικό τρόπο. Με αφοσίωση στους θεσμούς και τη θεσμική λειτουργία του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος, εμμένοντας στο διάλογο, στην αντιπαράθεση επί της ουσίας της πολιτικής και συγχρόνως, βάζοντας τις βάσεις για συναίνεση σε σημαντικά θέματα, όπως το Σύνταγμα, η Παιδεία, η Οικονομία, για να ξεφύγει επιτέλους η χώρα από την γάγγραινα του διχασμού, που οδήγησε τόσες φορές σε περιπέτειες. Ο Ν. Μαραντζίδης απαριθμεί στο τελευταίο άρθρο του μερικές από αυτές.

Αναρωτιέμαι, εάν πράγματι οι «αγανακτισμένοι» αυτοί φίλοι έχουν τη διορατικότητα που απαιτείται, ή πάσχουν από έλλειψη αντιληπτικότητας.

Διότι, όταν εναποθέτεις όλες τις ελπίδες σου στην πτώση και μόνον του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να έχεις χτίσει από τώρα τις προϋποθέσεις ευρύτατων συναινέσεων και διαλόγου για τα τεράστια θέματα που αντιμετωπίζει η χώρα, μάλλον κάτι πάει στραβά. Είναι άλλωστε, συνηθισμένο, το επιχείρημα ότι σήμερα δεν είναι κατάλληλες οι συνθήκες και να αναβάλλονται οι συναινέσεις  για το μέλλον… Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, ποτέ  στα 200 χρόνια του νεοελληνικού κράτους δεν υπήρξαν οι «κατάλληλες συνθήκες». Και εάν επικρατήσει αυτή η αντίληψη, ούτε στα επόμενα 200 χρόνια θα υπάρξουν οι «κατάλληλες συνθήκες».

Για να βγει η χώρα  από το τέλμα, χρειάζεται και «εμάς» και «αυτούς». Χρειάζεται θεσμική συναίνεση, τώρα…

ΥΓ. Δηλώνω ενώπιον όλων πως δεν είμαι φιλοσυριζαίος.