Ο μεγάλος Ιταλός κοινωνιολόγος Vilfredo Pareto στο πολύκροτο βιβλίο του «Ο κανόνας 80/20» υποστήριξε με πειστικά επιχειρήματα ότι σε όλες τις εργασίες που εκτελούνται συλλογικά, το 20% των εμπλεκομένων διεκπεραιώνουν το 80% της δουλειάς, ενώ το υπόλοιπο 80% των εργαζομένων εκτελεί το 20% της δουλειάς που απομένει να γίνει.
Αυτό μου ήρθε στο νου όταν άκουσα ότι το 80% περίπου των δημοσίων υπαλλήλων αρνήθηκε να αξιολογηθεί. Αν ο Pareto είχε δίκιο –και νομίζω ότι έχει δίκιο- οι υπάλληλοι αυτοί μάλλον αντιστοιχούν σε εκείνους που εκτελούν το 20% της εργασίας, ενώ εκείνοι που δέχθηκαν να αξιολογηθούν είναι αυτοί που, αν και πολύ λιγότεροι, εκτελούν το 80% των εργασιών που απαιτούνται. Είναι προφανές ότι όσοι υπολειτουργούν ή λουφάρουν κατά το δη λεγόμενον, δεν έχουν συμφέρον να αξιολογηθούν, γιατί η αξιολόγηση θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αποκαλύψει την ανεπάρκειά τους ή, έστω, το συγκριτικό τους μειονέκτημα απέναντι στους άλλους συναδέλφους τους, ενώ όσοι είναι περισσότερο παραγωγικοί και αποτελεσματικοί φυσιολογικά επιθυμούν την αξιολόγηση αφού, με τον τρόπο αυτό, θα μπορούσε να αποκαλυφθεί το συγκριτικό τους πλεονέκτημα απέναντι στους πολύ υπέρτερους σε αριθμό συναδέλφους τους. Eίμαι βέβαιος ότι αν ο Pareto γνώριζε το σημερινό ελληνικό παράδειγμα, σίγουρα θα το συμπεριελάμβανε στα επιχειρήματα υπέρ της επαλήθευσης της θεωρίας του.
Κατά τη γνώμη μου το θεώρημά του αποκαλύπτει ανάγλυφα την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική δημόσια διοίκηση και καθιστά ακόμα περισσότερο επιτακτική την αξιολόγησή της. Γιατί μόνον έτσι θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε σταδιακά τους άξιους από τους λιγότερο αποδοτικούς δημοσίους υπαλλήλους. Ύστερα, μόνον έτσι μια πραγματικά αμερόληπτη πολιτική ηγεσία θα ήταν σε θέση να αξιοποιήσει ανάλογα τους αρίστους και να ανατάξει με τις κατάλληλες μετακινήσεις τους υπόλοιπους, ώστε να γίνουν περισσότερο χρήσιμοι σε καθήκοντα ήσσονος ευθύνης. Κάτι τέτοιο, εκτός από εργαλείο για την αποτελεσματικότερη αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης, θα ήταν και στοιχειώδης πράξη δικαιοσύνης απέναντι στους δημόσιους εκείνους λειτουργούς που ματώνουν για να εξυπηρετήσουν τους πολίτες. Και γι αυτούς τους τελευταίους θα ήταν μια ελάχιστη ανταπόδοση του κράτους έναντι της υπέρογκης φορολογίας που τους βαρύνει. Και, φυσικά, αν κάποιοι από τους αξιολογούμενους αποδεχθούν επίορκοι ή απόλυτα ανεπαρκείς, θα πρέπει να απολυθούν.
Παρά την αυταπόδεικτη χρησιμότητα της αξιολόγησης, δεν είμαι αισιόδοξος ότι θα αχθεί σε αίσιο πέρας. Μία κυβέρνηση που θεωρεί την αριστεία μάστιγα και την καριέρα χολέρα, δεν είναι προφανώς η καταλληλότερη να διεξάγει την άσκηση αυτή και να εξάγει τα απαραίτητα συμπεράσματα. Μόνο που αυτή τη φορά, η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων αποτελεί προαπαιτούμενο για μία άλλη αξιολόγηση, την τρίτη του προγράμματος προσαρμογής, που η επιτυχής έκβασή της θα οδηγήσει στην ολοκλήρωσή του και στην έξοδο από την επιτήρηση των δανειστών. Αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που εγγυάται ίσως την διεκπεραίωση, κακήν κακώς, κάποιας αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων. Πράγμα, όμως, που μας οδηγεί στο να θέσουμε ένα άλλο ακόμα πιο ανησυχητικό ερώτημα: άραγε μπορεί να ζήσει και να προκόψει η Ελλάδα δίχως κάποιου τύπου επιτροπεία;