Η ατυχής και αυτοχειριαστική δήλωση του «μικρού Καραμανλή»

Θανάσης Γεωργακόπουλος 10 Απρ 2021

Ο Κώστας Καραμανλής έσπασε μια εκκωφαντική και προβληματική σιωπή και έκανε την πρώτη, κατ ουσίαν, πολιτική του δήλωση έπειτα από 12 χρόνια. Αφορμή για αυτό υπήρξε ένα κείμενο του Κώστα Σημίτη στα ΝΕΑ του Σαββάτου, το οποίο ήταν προδημοσίευση από βιβλίο για το Ελσίνκι που κυκλοφορεί προσεχώς και στο οποίο γράφουν αρκετοί πρωταγωνιστές της συμφωνίας και της ομώνυμης στρατηγικής.

Κάλλιο αργά παρά ποτέ θα μπορούσε να πει κανείς. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι έτσι. Γιατί ο άνθρωπος ο οποίος συνδύασε το πέρασμά του από την πρωθυπουργία με την… προετοιμασία της χρεωκοπίας της χώρας αλλά και την απώλεια της ιστορικά πιο σημαντικής ευκαιρίας για την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, με την απάντηση στον Κώστα Σημίτη, δικαίωσε τα χειρότερα που έχουν γραφτεί για αυτόν.

Ας εξηγήσουμε γιατί:


  • Επιβεβαιώνει τη μείζονα κριτική εις βάρος του πως -ελέω και του πρύτανη της σχετικής σχολής Μολυβιάτη- το δόγμα που ακολούθησε στην εξωτερική του πολιτική ήταν η ακινησία ενόψει μιας… Δευτέρας Παρουσίας που θα άλλαζε τους συσχετισμούς σε κάποιο μακρινό και άγνωστο μέλλον και όχι η ενεργητική διπλωματία με εκμετάλλευση των συγκυριών, της συμμετοχής μας στην Ε.Ε. και των διεθνών συσχετισμών. 
  • Υποστηρίζει πως μέσω της συνειδητής εγκατάλειψης του Ελσίνκι από την κυβέρνησή του «διαμορφώσαμε μια νέα στρατηγική που μετέτρεπε τα προβλήματα με την Τουρκία από ελληνο-τουρκικά σε ευρω-τουρκικά». Πρόκειται για οφθαλμοφανές ψεύδος. Εκείνο που κατόρθωσε ήταν ακριβώς το αντίθετο, δηλ., να ξεφύγει η Τουρκία από την χρονικά προσδιορισμένη υποχρέωση την οποία ανέλαβε έναντι της Ε.Ε. να επιλύσει τα ελληνοτουρκικά προβλήματα έως το τέλος του 2004, με αποτέλεσμα αυτά να ξαναπάρουν έπειτα διμερή χαρακτήρα.
  • Επισημαίνει, λες και απευθύνεται συνδικαλιστικώ τω τρόπω σε φοιτητικό αμφιθέατρο, πως «στο Ελσίνκι η Τουρκία κέρδιζε αυτό που διακαώς επεδίωκε επί 36 χρόνια, δηλαδή τον χαρακτηρισμό της ως υποψήφιας χώρας για ένταξη στην Ε. Ε.». Αποσιωπά πως το κρίσιμο κλειδί δεν ήταν ο χαρακτηρισμός αυτός αλλά η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, η οποία βρισκόταν υπό την αίρεση της επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών έως το 2004. Και ήταν ο ίδιος που εγκατέλειψε αυτή την αίρεση συμφωνώντας για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία χωρίς τον απαράβατο όρο του Ελσίνκι. Το μόνο αντάλλαγμα που έλαβε ήταν η μετέπειτα… κουμπαριά με τον Ερντογάν.
  • Προχωρά επανειλημένα στη δήλωσή του σε μια εντελώς αυθαίρετη κατασκευή. Ισχυρίζεται πως η συμφωνία του Ελσίνκι προέβλεπε τη μονομερή προσφυγή της Τουρκίας στη Χάγη με όποιο θέμα αυτή ήθελε. Και κινδυνολογεί πως η γείτων θα το έκανε με ζητήματα τα οποία άπτονταν της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Αλήθεια που το είδε αυτό γραμμένο στη συμφωνία; Και γιατί τότε κατά το Ελσίνκι προηγούνταν της προσφυγής οι διερευνητικές συνομιλίες που είτε θα κατέληγαν σε συμφωνία είτε σε συνυποσχετικό για την παραπομπή στη Χάγη; Αλήθεια, ξέχασε πως η παλιότερη -επί του Κωνσταντίνου Καραμανλή- μονομερής ελληνική προσφυγή στη Χάγη ατύχησε γιατί δεν προβλεπόταν από τις διαδικασίες της; Λησμόνησε πως ακόμα κι αν ήθελε -παρά το ατελέσφορο- να προσφύγει η Τουρκία μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν θα μπορούσε να το κάνει καθώς δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του;
  • Αμφισβητεί, επίσης, με αλλεπάλληλες αναφορές της δήλωσής του την παραδοσιακή εθνική στρατηγική που εγκαινίασε το 1975 ο «κανονικός Καραμανλής» για την παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η στρατηγική αυτή απέσπασε σε μια πρώτη φάση τη συμφωνία του Τούρκου Προέδρου Ντεμιρέλ για να υπάρξει υπαναχώρηση εκ των υστέρων από τους γείτονες. Έκτοτε επαναλαμβανόταν -στον ένα ή τον άλλο τόνο- από τις μετέπειτα ελληνικές κυβερνήσεις. Ο «μικρός Καραμανλής» όμως -δαιμονοποιώντας στο έπακρον τη Χάγη- εισηγείται το οξύμωρο και φοβικό, η Ελλάδα η οποία αναφέρεται πάντα στο Διεθνές Δίκαιο να αρνείται και να φοβάται τους θεσμούς/μηχανισμούς που το επιβάλλουν.
  • Μυρηκάζει με τη δήλωσή του ότι πιο συντηρητικό, σωβινιστικό και αρχαϊκό όσον αφορά την εξωτερική μας πολιτική στα ελληνοτουρκικά. Αναφέρεται, για παράδειγμα, στο «αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ.» ώστε να καυτηριάσει τη συζήτηση του θέματος στο πλαίσιο των διερευνητικών επί Σημίτη. Αποσιωπά στρεψόδικα πως όλες οι κυβερνήσεις από το 74 αναφέρονται ρητορικά στο δικαίωμα χωρίς, όμως, να το ασκούν για προφανείς λόγους. Αποσιωπά, επίσης, πως και επί των δικών του ημερών συζητιόταν αυτό το θέμα στις διερευνητικές. Μοιάζει να αγνοεί, παρότι πρώην πρωθυπουργός, πως άλλο πράγμα να συζητάς για τα χωρικά ύδατα -πράγμα αναγκαίο με δεδόμενο πως το Αιγαίο είναι ημίκλειστη θάλασσα- κι άλλο η άσκηση του δικαιώματος επέκτασής τους που είναι θέμα εθνικής απόφασης. Ακόμα χειρότερη, όμως, είναι η αναφορά του στη δήλωση της Μαδρίτης που αναγνώριζε -το αυτονόητο- πως και οι δύο πλευρές έχουν ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο. Αλήθεια, οι σύμβουλοί του δεν τον έχουν ενημερώσει πως του χρόνου συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη μικρασιατική καταστροφή; Και πως, τελικά, αυτά τα 100 χρόνια η Τουρκία δε βρίσκεται μόνο στη μακρινή Ανατολία αλλά και στα παράλια της Μικράς Ασίας;
  • Ασχημονεί, τέλος, όταν αναφέρεται σε «λεγόμενη επιτυχία του Ελσίνκι». Αποσιωπά έτσι συνειδητά πως με τη στρατηγική του Ελσίνκι επιτεύχθηκε ένας μείζων εθνικός στόχος, δηλ., η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποσιωπά, επίσης, πως με την αποχή του από τις σχετικές συνομιλίες στο Μπούρκεστοκ και με το σιγοντάρισμα του Τάσσου Παπαδόπουλου οδήγησε στην ακύρωση της λύσης του Κυπριακού μέσω του σχεδίου Ανάν. Η λύση αυτή δεν ήταν όρος για την ένταξη της Κύπρου -ιδού και πάλι το Ελσίνκι- αλλά αποτελούσε άτυπη δέσμευση της ελληνοκυπριακής πλευράς, με αποτέλεσμα το κύρος της Κύπρου να τρωθεί ανεπανόρθωτα ταυτόχρονα με την ένταξή της.
  • Κλείνοντας, το τραγικό όσο και αυτοχειριαστικό με τη δήλωσή του είναι πως δικαιολογεί απόλυτα το προσωνύμιο «μικρός Καραμανλής», το οποίο προφανώς υποδηλώνει σύγκριση με τον «κανονικό Καραμανλή» και θείο του, καθώς αποδεικνύει πως η μόνη «κληρονομιά» του είναι το όνομα. Πέραν όσων έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί δυο επιπλέον παραδείγματα. Αναφέρει πως εξαιτίας της δήλωσης της Μαδρίτης «η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ασκήσει μονομερώς κανένα δικαίωμά της». Ξέχασε πως ήταν ο κανονικός Καραμανλής, μετά την κρίση του Χόρα το 1976, που είχε υπογράψει το πρωτόκολλο της Βέρνης με το οποίο οι δύο χώρες πάγωναν τη διεξαγωγή ερευνών για πετρέλαιο έξω από τα χωρικά ύδατα των έξι ναυτικών μιλίων στο Αιγαίο έως ότου οριοθετήσουν την υφαλοκρηπίδα. Δε συνιστούσε η Βέρνη άρνηση άσκησης μονομερών ενεργειών/δικαιωμάτων; Τι καινούριο μας εμπόδισε να κάνουμε η δήλωση της Μαδρίτης; Επίσης, ασκεί μια στερεοτυπική και φτηνή αντιπολίτευση στον Κώστα Σημίτη στο όνομα της χιλιοφορεμένης μίας και μοναδικής διαφοράς. Και σε αυτό, όμως, έχει δώσει απάντηση ο κανονικός Καραμανλής, όταν μιλώντας για τα ελληνοτουρκικά το 1978 στη Βουλή έλεγε «… την διένεξη, κάθε διένεξη μπορεί να τη δημιουργήση οποιοσδήποτε διαφωνών μαζί σας, αμφισβητών το δίκιο σας και επιθυμών να σας αδικήση. Από την στιγμή αυτή δημιουργείται πρόβλημα, το οποίον δεν μπορείτε να αγνοήσετε. Είστε υποχρεωμένος να το αντιμετωπίσετε. Αλλο το θέμα είναι με ποιον τρόπο θα το αντιμετωπίσετε. Αλλά δεν δύνασθε να αγνοήσετε την ύπαρξη του προβλήματος …». Δεν τα έλεγε, βέβαια, για τον ανηψιό του. Τον αφορούν όμως 100%.

  • Τούτων όλων δοθέντων μάλλον ήταν προτιμότερη η δωδεκάχρονη σιωπή του «μικρού Καραμανλή». Γιατί η δήλωσή του για το Ελσίνκι και τον Κώστα Σημίτη εκτός από ατυχής αποδεικνύεται και αυτοχειριαστική.



    Υ.Γ. Ίσως, βέβαια, έχει κάποιο πολιτικό ενδιαφέρον η ακροτελεύτια παράγραφος της δήλωσης. Σε αυτήν ισχυρίζεται πως το Ελσίνκι ενταφιάσθηκε επί της κυβέρνησης Σαμαρά με τη δήλωση που κατέθεσε ο τότε Υπ. Εξ. Ευ. Βενιζέλος στον ΟΗΕ. Κατ αρχάς έπρεπε να γνωρίζει πως η δήλωση εκείνη κατατέθηκε στο Δ.Δ. της Χάγης και όχι στον ΟΗΕ. Κατά δεύτερον και κυριότερο με τη δήλωση εκείνη καθίστατο αρμόδιο για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών το Δ.Δ. της Χάγης και όχι το Δικαστήριο του Αμβούργου για το Δίκαιο της Θάλασσας. Ταυτόχρονα εξαιρούσε από τη δικαιοδοσία του θέματα που σχετίζονται με την άμυνα της χώρας, καθώς και τη δυνατότητα μονομερούς και άνευ συνυποσχετικού προσφυγής σε αυτό για θέματα εθνικής κυριαρχίας. Άλλα των αλλονών, λοιπόν και με αυτόν του τον ισχυρισμό για το… τρισκατάρατο Ελσίνκι.

    Πέραν, όμως, της ολοκληρωτικής αστοχίας της ακροτελεύτιας παραγράφου μήπως επιδιώκει κάτι άλλο με αυτήν;

    Αν ναι προτιμότερο να επιστρέψει στη ράθυμη σιωπή των προηγούμενων πολλών χρόνων.