Είναι ευρέως παραδεκτό το γεγονός ότι παρά την οικονομική κρίση, τα τελευταία χρόνια το ιστορικό κέντρο της Αθήνας παρουσιάζει σημάδια ανάκαμψης.
Επίσης, αποτελεί σημαντική επιτυχία της δημαρχίας του κ.Καμίνη, η δημιουργία αποτελεσματικού δικτύου στήριξης των αδυνάμων, και η παράλληλη εξυγίανση της δημοσιονομικής κατάστασης του Δήμου των Αθηνών, όπως αυτή καταγράφηκε από την αποπληρωμή τραπεζικών δανείων και την αναβάθμιση από τον διεθνή οίκο αξιολόγησης Moody’s.
Στις συζητήσεις για την ανάπτυξη της Αθήνας, ακούς ή διαβάζεις πολλές όμορφες ιδέες περί αναπλάσεων, πεζοδρομήσεων, αναπαλαιώσεων, ανάπτυξης δικτύων κοινωνικής προστασίας κι άλλων τινών.
Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με τις περισσότερες από αυτές τις ιδέες. Κι αυτό γιατί όλες στοχεύουν στην βελτίωση της οικονομικής, πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής της πόλης.
Παρόλα αυτά, αυτές οι ιδέες ενδεχομένως να αποδειχτούν κενές περιεχομένου, κυρίως γιατί δεν γίνεται συζήτηση για την «ταμπακιέρα». Δεν γίνεται συζήτηση για τη χρηματοδότηση και τη διατήρηση των έργων, για το πως η Αθήνα θα προσελκύσει εκείνα τα κεφάλαια και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, τα οποία θα βελτιώσουν την απασχόληση, την ιδιωτική κατανάλωση και τη ρευστότητα στην αγορά.
Είναι λογικό ότι χωρίς τα κεφάλαια ή/και την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, όλες αυτές οι όμορφες ιδέες για την Αθήνα, απλά δεν θα υλοποιηθούν. Κι στην περίπτωση που αυτές υλοποιηθούν, εάν δεν υπάρξει αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας ή της επισκεψιμότητας, αυτές θα μείνουν ανεκμετάλλευτες, όπως έμειναν τα περισσότερα ολυμπιακά έργα.
Αλλά πριν συζητήσουμε περί πρακτικών ενεργειών που θα υποβοηθήσουν την ανάπτυξη της Αθήνας, θα έλεγα ότι θα ήταν χρήσιμο να κάνουμε ένα βήμα πίσω, και να προσπαθήσουμε να δούμε τη «μεγάλη εικόνα».
Κι αυτό γιατί αυτή η συζήτηση αφορά τις αναπτυξιακές προοπτικές μίας μεγαλούπολης με ιστορία παγκόσμιας εμβέλειας. Ταυτόχρονα όμως, η συζήτηση αφορά και τις προοπτικές της πρωτεύουσας της Ελλάδος.
Θα ήταν χρήσιμο να δούμε τις οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Να αναλύσουμε τις ευρύτερες ευκαιρίες και τους κινδύνους που υπάρχουν, και οι οποίες ενδεχομένως να επηρεάσουν την ανάπτυξη της Αθήνας. Κατόπιν, και σε συνδυασμό με την καταγραφή των δυνατών και αδυνάτων σημείων της σημερινής Αθήνας, να απαντήσουμε σε μία γενικότερη ερώτηση για το: «Ποια θα θέλαμε να είναι η θέση της πόλης των Αθηνών τις επόμενες δεκαετίες, σε σχέση με την ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Μεσογείου και Μέσης Ανατολής,».
Κατά την γνώμη μου, η ανάλυση του διεθνούς περιβάλλοντος στην ευρύτερη περιοχή δείχνει ότι η διεθνοποίηση της οικονομικής, πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής της πόλης της Αθήνας αποτελεί μονόδρομο για την οικονομική ανάπτυξη της πόλης και την ανάδειξη της ως περιφερειακή μητρόπολη, και εξηγήσω γιατί.
Ιστορικά έχει καταγραφεί ότι αυτό που σηματοδοτεί την αναβάθμιση μίας μεγαλούπολης σε περιφερειακή μητρόπολη, δεν είναι ούτε η θέση της στο γεωγραφικό χάρτη, ούτε η σημαντική ιστορία της. Είναι κυρίως το ευρύτερο οικονομικό και γεωπολιτικό πλαίσιο, σε συνάρτηση με την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής που ακολουθεί η τοπική ηγεσία.
Η Αθήνα αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση μίας άλλοτε διεθνούς εμβέλειας μητρόπολης, η οποία αν και μεγαλούργησε κατά την αρχαία ελληνική περίοδο, έχασε τη λάμψη της στις επόμενες ιστορικές περιόδους.
Θα έλεγα μάλιστα ότι παρέμεινε στο περιθώριο των εξελίξεων για τις επόμενες δύο χιλιετίες, ως αποτέλεσμα της μη προσαρμογής της στρατηγικής της, στα μεταβαλλόμενα δεδομένα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική δυσπραγία και γεωπολιτική απομόνωση της. Σήμερα, στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, οι εξελίξεις στη μεγάλη εικόνα της Ευρώπης, Μεσογείου και Μέσης Ανατολής δείχνουν ότι ανοίγεται διάπλατα ένα παράθυρο ευκαιρίας για την ανάδειξη της Αθήνας ως τη μητρόπολη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Οι ραγδαίες εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή δείχνουν ότι διανύουμε μία «ιστορική περίοδο», κατά την οποία ενώ η Ευρώπη κάνει βήματα στην κατεύθυνση της ενοποίησης, η Βόρειος Αφρική, η Τουρκία και η Μέση Ανατολή διέρχονται μία φάση εντόνων γεωπολιτικών ανακατατάξεων. Ταυτόχρονα, έχουμε τη σημαντική ανάπτυξη διμερών σχέσεων μεταξύ Ευρώπης-Ρωσίας και την ιλιγγιώδη ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και Ασίας.
Η «ιστορική περίοδος» που διανύει η ευρύτερη περιοχή, ενδεχομένως να διαρκέσει μερικές δεκαετίες. Το διαρκώς μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον της περιοχής, θα προκαλέσει τη ζήτηση για τη δημιουργία ενός φιλοδυτικού, ασφαλούς περιβάλλοντος (safe heaven), το οποία θα παρέχει εγγύτητα στην ευρύτερη περιοχή, με σκοπό την ανάπτυξη πολυεθνικών δραστηριοτήτων περιφερειακής εμβέλειας
Κι ενώ ολόκληρη η περιοχή κυριολεκτικά «φλέγεται», η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης – Μέσης Ανατολής, η οποία είναι ταυτόχρονα μέλος της Ευρωζώνης και του ΝΑΤΟ. Στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο μάλιστα, έχει διανύσει με επιτυχία μία περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής, έχει υλοποιήσει σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές, έχει πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και κυρίως έχει εμπεδώσει δυτικού τύπου κοινοβουλευτική δημοκρατία και πολιτική σταθερότητα.
Στο παραπάνω ιστορικό και γεωπολιτικό πλαίσιο, εκτιμώ ότι «παράθυρο ευκαιρίας» που προαναφέραμε αφορά την ανάδειξη της Αθήνας ως της βασικής ευρωπαϊκής πύλης εμπορίου, κεφαλαίων και κουλτούρας από την Ευρώπη προς τη Μέση Ανατολή, Ασία και αντίστροφα.
Και είναι η εκμετάλλευση της ιστορικής ευκαιρίας, η οποία θα αναδείξει την Αθήνας ως τη σύγχρονη μητρόπολη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Μεσογείου. Αυτή η στρατηγική, θα έχει θετικές επιπτώσεις και στην απασχόληση, στην ιδιωτική κατανάλωση, στον πολιτισμό, στην ποιότητα ζωής των κατοίκων.
Στο πλαίσιο αυτό, η Αθήνα θα πρέπει να αποκτήσει διεθνή στρατηγική στον οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό τομέα. Αυτό δεν σημαίνει απλά προσέλκυση διεθνών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Δεν σημαίνει μόνο τη δημιουργία υποδομών για την ανάπτυξη τουρισμού στην πόλη όλο το χρόνο, ούτε μόνο την καθιέρωση της Αθήνας ως τουριστικό προορισμό Σαββατοκύριακου. Δεν σημαίνει μόνο την ανάπτυξη του συνεδριακού ή νοσοκομειακού ή πολιτιστικού τουρισμού. Δεν σημαίνει απλά την προσαρμογή των οικονομικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων στις ανάγκες των επισκεπτών κι όχι αποκλειστικά των κατοίκων.
Σημαίνει και δημιουργία εκείνων των δομών που θα εξασφαλίζουν την αρμονική συνύπαρξη στην Αθήνα, πολιτών από διαφορετικά έθνη και πολιτισμούς, πάντα στο πλαίσιο της ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Σημαίνει και ανάπτυξη κινέζικης γειτονιάς (china town), ινδική γειτονιάς, αιγυπτιακής γειτονιάς κ.α. με καταστήματα, κατοικίες και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Σημαίνει την εμπέδωση στην Αθήνα, κοσμοπολίτικης κουλτούρας η οποία παραπέμπει σε αυτό που υπάρχει σήμερα στο Λονδίνο, στο Βερολίνο ή στη Νέα Υόρκη. Παραπέμπει σε αυτό που υπήρχε στη Σμύρνη επί αιώνες.
Όλες οι παραπάνω δράσεις θα αυξήσουν την επισκεψιμότητα της πόλης, θα προσελκύσουν κεφάλαια, μεγάλες επενδύσεις ή πολυεθνικές δραστηριότητες περιφερειακού χαρακτήρα, οι οποίες θα αυξήσουν την απασχόληση, την αναδείξουν την αγορά των ακινήτων, το ανεβάσουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της Αθήνας. Η παγκοσμιότητα του brand name της Αθήνας και η ιστορία της αποτελούν τα βασικά ατού της. Η σύγχρονη γεωπολιτική θέση της αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα της Αθήνας στην περιοχή. Το γεγονός ότι οι δύο πιο σημαντικές ελληνικές βιομηχανίες, ο τουρισμός και η ναυτιλία βασίζουν την ιλιγγιώδη ανάπτυξη τους, στην προσαρμογή τους στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, δείχνει ότι η διεθνοποίηση της οικονομίας ταιριάζει στην ελληνική επιχειρηματική κουλτούρα.
Κατά τη γνώμη μου, η επιλογή της διεθνούς στρατηγικής αποτελεί μονόδρομο για την Αθήνα. Όχι μόνο γιατί τυχόν απόρριψη της, θα επηρεαστεί αρνητικά η οικονομική δραστηριότητα. Αλλά κυρίως γιατί εάν η Αθήνα δεν ακολουθήσει διεθνή στρατηγική, κάποια άλλη μεγάλη πόλη γειτονικής χώρας θα το πράξει, αφήνοντας την Αθήνα στο περιθώριο.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι το μέλλον της Αθήνας θα είναι λαμπρό, εάν είναι διεθνές.