Όταν τον Ιανουάριο του 1989 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έλεγε την περίφημη φράση «η χώρα μετεβλήθη σε ένα απέραντο φρενοκομείο», σίγουρα δεν θα μπορούσε να φανταστεί την τραγική επικαιρότητά της, 26 χρόνια μετά.
Τα όσα, παράλογα, διαδραματίζονται τους τελευταίους πέντε μήνες, μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από κυβέρνηση συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξαρτήτων Ελλήνων, κορυφώθηκαν με τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος στις 5 Ιουλίου 2015, όπου η περιγραφή των γεγονότων υπερβαίνει κάθε φαντασία.
Οι κάτοικοι αυτής της χώρας κλήθηκαν να υπερψηφίσουν ή να καταψηφίσουν μια «πρόταση Γιούνκερ», που δεν ίσχυε πλέον, με ένα σουρεαλιστικό ερώτημα για «reformsforthecompletionofthecurrentprogramandbeyond» που συνοδεύονταν από «preliminarydebtsustainabilityanalysis». Ο ελληνικός λαός απέρριψε μετά βδελυγμίας αυτές τις άθλιες προτάσεις, με ποσοστό άνω του 61%, τις οποίες υπέβαλε ξανά ως ελληνικές προτάσεις (με ελαφρές τροποποιήσεις) στο Eurogroupτης 7ης Ιουλίου ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος. Το υπερήφανο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος μετατράπηκε σε ΝΑΙ, σε λιγότερο από δύο εικοσιτετράωρα.
Αυτό ήταν η κορύφωση ενός φαινομένου που έχει κυριαρχήσει στον δημόσιο λόγο το τελευταίο πεντάμηνο. Πρόκειται για την καθολική επικράτηση επιχειρημάτων και πράξεων που δεν έχουν λογική συνοχή ανάμεσά τους. Η χώρα ταχύτατα μετασχηματίζεται σε προνομιακό βιότοπο ενός υπαρκτού σουρεαλισμού, όπου ο ορθός λόγος εξαφανίζεται. Η λογική συνοχή επιχειρημάτων και πράξεων έχει εκλείψει, ο ανορθολογισμός θριαμβεύει.
Για παράδειγμα, κανείς δεν αναρωτιέται πώς συνδέονται λογικά οι δύο φράσεις που είπε ο Πρωθυπουργός σε ένα από τα διαγγέλματά του πριν από το δημοψήφισμα: Τις τράπεζες τις έκλεισαν οι δανειστές, την Τρίτη θα τις ανοίξω εγώ. Είναι λογικά δυνατό να ισχύουν και τα δύο ταυτοχρόνως;
Στον αστερισμό της ασυναρτησίας και της παράνοιας
«Προεκλογικές υπερβολές», θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς. Δυστυχώς δεν είναι έτσι. Μερικά δείγματα γραφής αρκούν για να τεκμηριώσουν ότι το πεντάμηνο της παρούσας κυβέρνησης η ασυναρτησία και η παράνοια έγιναν κανόνας, καθημερινότητα.
Ας δούμε, για παράδειγμα, την άποψη που εξέφρασε ο Νίκος Βούτσης, άποψη που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας μετεκλογικά: «Ο ελληνικός λαός ψήφισε κατά των δανειακών συμβάσεων και γι’ αυτό οι εταίροι οφείλουν να μας δανείσουν κι άλλα, αλλά χωρίς όρους και προϋποθέσεις. […] Διεκδικούμε πακέτο που θα αποπληρώνεται από την ανάπτυξη. Το πακέτο θα μας το δώσουν χωρίς μνημόνιο και κανόνες, ενώ παράλληλα να μας μειώσουν το χρέος πάνω από 50%».
Ερώτημα λογικό και όχι πολιτικό: πόθεν προκύπτει υποχρέωση μιας κυρίαρχης χώρας να δανείζει κάποια άλλη, επειδή έτσι αποφάσισε η τελευταία; Το αποτέλεσμα μιας ψηφοφορίας σ’ ένα κράτος είναι δεσμευτικό για όλα τα υπόλοιπα; Εάν αύριο η Μάλτα αποφάσιζε ότι χρειάζεται να μειώσει το χρέος της κατά 50%, οι υπόλοιποι εταίροι θα ήταν υποχρεωμένοι να το κάνουν; Δεν είναι καταφανώς παράλογα όλα αυτά;
Άλλο παράδειγμα: Στις 18 Ιουνίου, ο πρωθυπουργός δηλώνει κατηγορηματικά ότι «θα υπάρξει λύση μέσα στο ευρώ. Όσοι επενδύουν σε σενάρια τρόμου θα διαψευστούν». Την ίδια ημέρα, η πρόεδρος της Βουλής δηλώνει ότι «η χώρα πρέπει να κηρύξει μονομερώς πτώχευση. Το χρέος είναι επαχθές και επονείδιστο». Λογικά, είναι αδύνατο να ισχύουν και τα δύο.
Ο πρωθυπουργός δηλώνει στις 16 Ιουνίου ότι «κουβαλάμε στις πλάτες μας την ελπίδα των λαών της Ευρώπης. Και είναι πολύ βαρύ φορτίο για να το αγνοήσουμε», ενώ επισημαίνει ότι «σήμερα είναι αναγκαίο οι θεσμοί και η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης να προσχωρήσει στον ρεαλισμό πάνω στον οποίο κινείται εδώ και τρεις μήνες η κυβέρνηση προς όφελος της ενωμένης Ευρώπης». Επαγγελία ανατροπής η μια δήλωση, διακήρυξη ρεαλισμού η άλλη.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου δηλώνει στην Έλλη Στάη ότι η κυβέρνηση βρήκε άδεια ταμεία, και όταν ερωτάται πώς είναι δυνατόν να ήταν άδεια τα ταμεία, αφού πήρατε τόσα αποθεματικά, απαξιοί να απαντήσει.
Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, υπουργός της παρούσας κυβέρνησης, και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ παίρνουν μέρος σε συγκέντρωση –και λαμβάνουν τον λόγο– κατά της συνέχισης της ιδιωτικοποίησης του Οργανισμού Λιμένος Πειραιά με την πώληση του 51% των μετοχών του, που προωθεί η κυβέρνηση, στην οποία ο Λαφαζάνης είναι μέλος.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης, μετά τη μνημειώδη φράση ότι ο ελληνικός λαός δεν θέλει λεφτά και δουλειές αλλά αξιοπρέπεια, μας ενημερώνει ότι «οι πιστωτές δεν είχαν προτάσεις να αντιπαραθέσουν στις συγκεκριμένες προτάσεις της κυβέρνησης» και μας καθησυχάζει λέγοντας ότι «η έλλειψη ρευστότητας είναι επένδυση για να βγούμε από τη σκοτοδίνη».
Ο Νίκος Φίλης αναρωτιέται, τερματίζοντας το κοντέρ της ασυναρτησίας, «αν επιτρέπεται να φορούν κράνη οι αστυνομικοί, γιατί να απαγορεύεται να φορούν κουκούλες οι διαδηλωτές;» Ο ίδιος έχει υποστηρίξει ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εφαρμόζει το πρόγραμμά του γιατί η πραγματικότητα ήταν διαφορετική», θαρρείς και το πρόγραμμα ενός πολιτικού κόμματος είναι φιλοσοφική πραγματεία. Επίσης έχει υποστηρίξει ότι «δεν με ενδιαφέρει η οικονομία, με ενδιαφέρει η πολιτική», που σε οποιαδήποτε χώρα με σοβαρές πολιτικές διαδικασίες θα ήταν αρκετό για να γελοιοποιηθεί.
«Δεν πρόκειται περί παράτασης Μνημονίου. Πρόκειται περί νέας χρηματοδότησης χωρίς νέα δάνεια», υποστηρίζει ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Βαρεμένος, χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να εξηγήσει ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ ένα δάνειο και σε μια χρηματοδότηση. Ο Αλέκος Φλαμπουράρης υποστηρίζει ότι «το μεταναστευτικό θα λυθεί αν δώσουμε σε όλους ελληνικά διαβατήρια». Είναι ο ίδιος που είχε υποστηρίξει ότι «οι καταλήψεις θα λήξουν επειδή οι καταληψίες θα πάνε να φάνε κόκκινα αυγά».
Ο Νίκος Παρασκευόπουλος ισχυρίζεται ότι «τον Σάββα Ξηρό τον τύφλωσε το Κράτος». Η Τασία Χριστοδουλοπούλου δηλώνει δημοσίως ότι «δεν υπάρχουν μετανάστες στην Ομόνοια. Τα πρωινά απλώς λιάζονται».
Ο μόνος από την κυβέρνηση που φαίνεται να έχει κατανοήσει το πρόβλημα είναι ο Γιάννης Πανούσης που δηλώνει ότι«εκτός από τους αστυνομικούς, πρέπει να περάσουν από ψυχολογικό έλεγχο και οι πολιτικοί».
Στο μεταξύ, η παράνοια εξαπλώνεται σαν πανούκλα στον δημόσιο λόγο. Χαρακτηριστική είναι η ερώτηση τηλεοπτικού ρεπόρτερ στον Γιάνη Βαρουφάκη, στη διάρκεια των «διαπραγματεύσεων»: «Πώς αντέδρασαν οι εταίροι στο κείμενο-πρόταση της κυβέρνησης; Τους αφήσατε περιθώρια να ελιχθούν;» Η δημοσιογράφος Κατερίνα Ακριβοπούλου υποστηρίζει, στα σοβαρά, ότι «εκεί που σχεδίαζαν να ρίξουν τον Τσίπρα, απειλήθηκε να πέσει η κυβέρνηση Μέρκελ, να γκρεμιστεί όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, να ταρακουνηθεί η αμερικανική οικονομία και να προκληθεί ένα ανεξέλεγκτο ντόμινο στο παγκόσμιο σύστημα». Ο Σταμάτης Κραουνάκης μας διαβεβαιώνει ότι«έχουμε μια χώρα παράδεισο, που παράγει τα πάντα».
Κοινά χαρακτηριστικά του μικρού απανθίσματος που προηγήθηκε: ασυναρτησία, δηλαδή έλλειψη λογικής σειράς και ειρμού, ακατανόητος λόγος. Παράνοια, δηλαδή αίσθημα καταδίωξης, δυσπιστίας, φιλυποψίας και υπερβολικής σημασίας που έχει το άτομο για τον εαυτό του.
Υπάρχει άραγε πολιτική εξήγηση για αυτά τα φαινόμενα;
Η πρόσκρουση στην πραγματικότητα
Υποστηρίζουμε ότι η κύρια αιτία για όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω είναι η πρόσκρουση των ιδεοληψιών του στελεχικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ με την πραγματικότητα, από τη στιγμή που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας.
Η πρόσκρουση με την πραγματικότητα προκάλεσε στο στελεχικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ έντονες παρενέργειες. Περίπου όπως συμβαίνει με τη σύγκρουση ενός αυτοκινήτου με κάποιον τοίχο, όπου ο οδηγός γλιτώνει μεν το θάνατο, αλλά αρχίζει να λέει ακατάληπτες προτάσεις.
Αυτό συμβαίνει επειδή ο πολιτικός λόγος οποιουδήποτε κόμματος υφίσταται θεμελιώδεις μεταλλάξεις ανάλογα με το αν ασκεί εξουσία ή αν βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Ο αντιπολιτευτικός λόγος είναι συνήθως καταγγελτικός, πολλές φορές οραματικός, συχνά αόριστος, και δεν υφίσταται τη βάσανο των πολιτικών αποφάσεων που είναι απαραίτητες στην άσκηση πολιτικής εξουσίας. Αντίθετα, ο πολιτικός λόγος ενός κόμματος που ασκεί την πολιτική εξουσία οριοθετείται από την πραγματικότητα. Δεν μπορεί να είναι γενικόλογος και αόριστος, δεδομένου ότι υποχρεώνεται να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις για αποφάσεις που έχουν ληφθεί ή που πρόκειται να ληφθούν.
Πρόκειται για τη γείωση στην πραγματικότητα ενός πολιτικού λόγου που επαγγελλόταν την άμεση ρήξη με τους εταίρους και δανειστές, το σκίσιμο των μνημονίων, την κατάργηση όλων των μνημονιακών ρυθμίσεων «μ’ ένα άρθρο, ένα νόμο». Ενός λόγου που ονειρευόταν ότι η φλόγα της ελληνικής περίπτωσης πολύ σύντομα θα εξαπλωνόταν σε όλη την Ευρώπη και στη συνέχεια σε όλη την υφήλιο. Ενός λόγου βαθιά διχαστικού, βασισμένου στο σύνθημα «ή εμείς ή αυτοί», ενός λόγου επινόησης εχθρών, εσωτερικών και εξωτερικών, ενός λόγου εν τέλει εμφυλιοπολεμικού[1].
Φαίνεται ότι αυτή η σύγκρουση με τα γεγονότα είναι ιδιαίτερα επώδυνη για εκείνα τα πολιτικά κόμματα που έχουν έναν πυρήνα ολοκληρωτικών ιδεών στην ιδεολογική τους συγκρότηση[2]. Το φαινόμενο αυτό έχει περιγράψει πολύ εύστοχα η Χάννα Άρεντ που μίλησε για «πείραμα πάνω (ή μάλλον ενάντια) στην πραγματικότητα», επισημαίνοντας ότι «στην πράξη αυτό είναι το παράδοξο στοιχείο του ολοκληρωτισμού στην εξουσία. Η περιφρόνησή του για τα γεγονότα, η αποκλειστική προσχώρησή του στους νόμους ενός φανταστικού κόσμου, γίνονται όλο και πιο δύσκολο να διατηρηθούν, αλλά παραμένουν το ίδιο ουσιαστικά όπως πριν. […] Η προπαγάνδα και η οργάνωση δεν φτάνουν πια για να καλύψουν τον ισχυρισμό ότι το αδύνατο είναι δυνατό, ότι το απίστευτο είναι αληθινό κι ότι μια παράλογη λογική κυβερνάει τον κόσμο […] Και το παραμικρό κομματάκι πραγματικής πληροφορίας που διασχίζει το παραπέτασμα το οποίο έχει υψωθεί για να εμποδίσει την πάντα απειλητική ροή της πραγματικότητας απ’ την άλλη όχθη, την μη ολοκληρωτική όχθη, αποτελεί για την ολοκληρωτική εξουσία μια απειλή, μεγαλύτερη απ’ ό,τι υπήρξε η αντιπροπαγάνδα για τα ολοκληρωτικά κινήματα»[3].
Παρόμοια είναι και η επιχειρηματολογία του Βάτσλαβ Χάβελ στο εκπληκτικό δοκίμιό του με τίτλο «Ολοκληρωτισμός και γεγονότα» όπου υπογραμμίζει ότι «ίσως το σημερινό άσθμα της κοινωνίας μας δεν είναι παρά η φυσική συνέχεια του πολέμου που κηρύχθηκε κάποτε από το πολιτικό υποκείμενο το οποίο διεκδικεί την αποκλειστικότητα της αλήθειας ενάντια στην έννοια “γεγονός”, δηλαδή ενάντια στην ιστορία και τελικά ενάντια στη ζωή»[4].
Η λογική πλάνη και η απουσία κριτικής σκέψης
Η διατύπωση θέσεων και απόψεων που δεν έχουν λογική βάση, θέσεων που είναι λογικά ασυνάρτητες, θέσεων που δεν αντέχουν στη βάσανο της απλής λογικής, στον αγγλοσαξονικό κόσμο αποκαλείται logical fallacy[5] (λογική πλάνη). Η διδασκαλία της αποφυγής αυτής της πλάνης αποτελεί συστατικό στοιχείο στα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα, ιδίως στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ο σεβασμός των κανόνων της λογικής είναι βασική αρχή του τρόπου σκέψης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Στην ελληνική κοινωνία, όχι μόνον δεν διδάσκεται αλλά και συστηματικά αγνοείται.
Η λογική πλάνη έχει μια πολύ σημαντική, πολιτική πλέον, παρενέργεια. Εμποδίζει και αποτρέπει την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης (critical thinking)[6].
Η κριτική σκέψη είναι «η διανοητικά πειθαρχημένη διαδικασία της ενεργού και επιδέξιας εννοιολόγησης, εφαρμογής, ανάλυσης, σύνθεσης και/ή αξιολόγησης πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν, ή προήλθαν, από την παρατήρηση, την εμπειρία, τον στοχασμό, τον λογικό συλλογισμό ή την επικοινωνία, που αποτελεί οδηγό για τη διαμόρφωση πεποιθήσεων και την ανάληψη δράσης»[7], σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει το Εθνικό Συμβούλιο για την Αριστεία στην Κριτική Σκέψη (The National Council for Excellence in Critical Thinking).
Για το πόσο σημαντική είναι η ύπαρξη της κριτικής σκέψης σ’ ένα δημοκρατικό πολίτευμα, αξίζει να αναφέρουμε το ακόλουθο περιστατικό: Τον Απρίλιο του 1955, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, είχε οργανωθεί μια μεγάλη συνάντηση-συζήτηση για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι Αλμπέρ Καμύ, Άγγελος Κατακουζηνός, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Θεοτοκάς, Φαίδων Βεγλερής, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και Ευάγγελος Παπανούτσος. Εκεί, ο τελευταίος είχε υποστηρίξει ότι «οι θεμελιώδεις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι η προάσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η ανάπτυξη κριτικής σκέψης».
Η ασυναρτησία του πολιτικού λόγου καταπνίγει την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, δηλαδή μας απομακρύνει από τα θεμελιώδη του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Παράλληλα, είναι το θερμοκήπιο για την ανάπτυξη ακόμα πιο επικίνδυνων φαινομένων. Υποβοηθά την αλλαγή της σημασίας των λέξεων όπως την περιέγραψε ο Όργουελ[8], διευκολύνει την επικράτηση του ψέματος ως πολιτικής επιλογής και ανοίγει διάπλατα τον δρόμο προς τον Ολοκληρωτισμό.
Όμως, για αυτά τα φαινόμενα θα χρειαστεί ένα επόμενο κείμενο. Εάν αυτό καταστεί δυνατό, στους δύσκολους καιρούς που ζούμε.
[1] Δες Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Εξτρεμισμός και πολιτική βία στην Ελλάδα, Επίκεντρο, 2014.
[2] Για την περίπλοκη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με αντιδημοκρατικές, ολοκληρωτικές ιδεολογίες, δες Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Τα συγκοινωνούντα δοχεία του πολιτικού εξτρεμισμού», στο Εξτρεμισμός και πολιτική βία στην Ελλάδα, Επίκεντρο, 2014.
[3] Δες Hannah Arendt, Το Ολοκληρωτικό Σύστημα, Ευρύαλος, 1988.
[4] Δες Βάτσλαβ Χάβελ Εν αρχή ην ο Λόγος, Παρατηρητής, 1990
[5]Δες T. Damer, Attacking Faulty Reasoning: A Practical Guide to Fallacy-Free Arguments, Cengage Learning, 2008.
[6]Δες Christopher P. Horvath και James M. Forte (επιμ.),Critical Thinking, Nova Science Publishers, 2011.
[7]Δες Defining Critical Thinking,https://www.criticalthinking.org/pages/defining-critical-thinking/766 (ανάκτηση 8 Ιουλίου 2015).
[8] Δες Τζωρτζ Όργουελ, 1984 – Ο Μεγάλος Αδελφός, Κάκτος, 1978.