Καθώς συμπληρώνονται έξι χρόνια από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, τίθεται εύλογα το ερώτημα γιατί η Ελλάδα είναι μόνη χώρα της ευρωζώνης που παραμένει σε πρόγραμμα.
Αναζητώντας τους λόγους για τους οποίους τα δύο πρώτα μνημόνια απέτυχαν να οδηγήσουν με ασφάλεια τη χώρα στις αγορές, καταλήγουμε στην διαπίστωση ότι είχαν πρόβλημα από την αρχή ή υπονομεύτηκε στην πορεία η αξιοπιστία τους. Οι αποφάσεις της Ντοβίλ υπονόμευσαν την αξιοπιστία του πρώτου Μνημονίου. Οι υπερβάλλουσες δημοσιονομικές στοχεύσεις υπονόμευσαν την αξιοπιστία του δεύτερου μνημονίου.
Επομένως, η έξοδος στις αγορές μελλοντικά θα επιτευχθεί μόνο αν το τρίτο μνημόνιο είναι αυξημένης αξιοπιστίας. Δυστυχώς όμως και η αξιοπιστία του νέου μνημονίου υπονομεύεται από μια ασύμβατη τριλογία που ενσωματώνει.
Συγκεκριμένα, με βάση τις επιδιώξεις\δεσμεύσεις θεσμικών δανειστών και των στοχεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης διαμορφώνεται ένα τρίγωνο. Στην κάθε κορυφή του υπάρχει μία από τις ακόλουθες στοχεύσεις:
- Συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.
- Ελαφριά ρύθμιση του χρέους.
- Μέτρα 5,6 δις ευρώ αρκούν για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Δεν χρειάζονται προληπτικά μέτρα.
Αυτές οι τρεις στοχεύσεις δεν μπορούν να συνυπάρξουν ταυτόχρονα. Για παράδειγμα η ελαφριά ρύθμιση χρέους μπορεί να συνυπάρξει με μέτρα 5,6 δις ευρώ. Τότε όμως, δεν θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα το ΔΝΤ, όπως έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση με την επιστολή του υπουργού οικονομικών κ. Τσακαλώτου.
Η παρουσία του ΔΝΤ στο πρόγραμμα μπορεί να διασφαλιστεί με μια ελαφριά ρύθμιση του χρέους αλλά όχι με μέτρα 5,6 δις ευρώ. Το ΔΝΤ θεωρεί αναγκαία επιπλέον προληπτικά μέτρα ύψους 3,6 δις ευρώ.
Η κυβέρνηση όμως δεν δέχεται να νομοθετήσει τα προληπτικά μέτρα γιατί αυτά θα προκαλέσουν την ολική κατάρρευση της αφήγησης της για ηπιότερη προσαρμογή έναντι του δεύτερου προσράμματος και θα χάσει πολιτική στήριξη.
Μέτρα 5,6 δις μπορούν να συνυπάρξουν με το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, αλλά όχι με μια ελαφριά ρύθμιση του χρέους. Το ΔΝΤ θεωρεί ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μια γενναία ρύθμιση του χρέους, την οποία όμως δεν είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν οι ευρωπαίοι.
Το ΔΝΤ θεωρεί αδύνατη την επίτευξη από την Ελλάδα πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ για μια δεκαετία. Έτσι, αντιπροτείνει γενναία ρύθμιση του χρέους και μείωση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα στο 1,5% του ΑΕΠ.
Υπάρχουν τρεις έξοδοι από την ασύμβατη τριλογία. Η καθεμία με διαφορετικές συνέπειες για την αξιοπιστία του προγράμματος.
Η πρώτη έξοδος είναι η «απίθανη». Σε αυτή το ΔΝΤ μένει εκτός προγράμματος. Αυτό δημιουργεί τεράστια προβλήματα στο εσωτερικό της Γερμανίας αλλά και της Ολλανδίας και Φινλανδίας, σε μια περίοδο έντονου ευρωσκεπτικισμού και στις τρεις αυτές χώρες.
Σε αυτό το ενδεχόμενο η Ελλάδα θα καθυστερήσει να βγει στις αγορές. Ένα αμιγώς ευρωπαϊκό πρόγραμμα θα αντιμετωπιστεί με δυσπιστία. Είναι πιθανό να καταστεί αναγκαίο ένα τέταρτο πρόγραμμα.
Η δεύτερη έξοδος είναι η «αδύνατη». Η Ευρώπη δέχεται γενναία ρύθμιση του χρέους και μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Σε αυτό το ενδεχόμενο, η Ελλάδα δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη και στις διαρθρωτικές αλλαγές θα μπορέσει να βγει στις αγορές πριν το 2018.
Αλλά οι ευρωπαίοι δεν πρόκειται να δώσουν αυτήν την ευκαιρία στην Ελλάδα. Μόνος σύμμαχος της εδώ είναι το ΔΝΤ, το οποίο η κυβέρνηση έχει αναγάγει σε αντίπαλο.
Η τρίτη έξοδος είναι η «πιθανή». Η Ελληνική κυβέρνηση υποχωρεί, δέχεται προληπτικά μέτρα ύψους 3,6 δις και διασφαλίζει μια ελαφριά ρύθμιση του χρέους. Σε αυτή δεν περιλαμβάνονται ούτε ονομαστική περικοπή ούτε σταθεροποίηση των επιτοκίων.
Η αξιοπιστία του προγράμματος σε αυτό το ενδεχόμενο είναι χαμηλή. Κανείς δεν πιστεύει ότι η Ελλάδα μπορεί να δημιουργήσει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ για μια δεκαετία.
Η βαρύτητα των μέτρων, κυρίως εισπρακτικού χαρακτήρα, σε συνδυασμό με τις αρνητικές τους επιπτώσεις στην ανάπτυξη θα δημιουργήσουν τεράστια πολιτικά προβλήματα στην κυβέρνηση.
Επιπρόσθετα και με δεδομένο ότι η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, δεν αποδέχεται την ιδιοκτησία του προγράμματος δύσκολα θα εφαρμοστούν οι όποιες μεταρρυθμίσεις προβλέπονται.
Διότι η νομοθέτηση τους, ακόμη και αν γίνει χωρίς απώλειες για την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν συνεπάγεται αυτόματα και την εφαρμογή τους, όπως έχουμε διαπιστώσει τα έξι αυτά χρόνια των προγραμμάτων.
Όπως προειδοποιούσε ο Tomasso Padoa-Schioppa στην αρχή του πρώτου προγράμματος, “legislation is not implementation”. Επισήμανση που αγνοήθηκε συστηματικά και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί είμαστε ακόμη η μόνη χώρα σε πρόγραμμα.
Οι προκλήσεις της «πιθανής» εξόδου από την ασύμβατη τριλογία είναι γνωστές στην κυβέρνηση και αυτές αξιολογεί πριν την οριστική λήψη αποφάσεων.
Η λήψη τους μετατίθεται, από τον περασμένο Οκτώβριο, από το ένα θρησκευτικό ορόσημο στο άλλο, παρατείνοντας την αβεβαιότητα, τροφοδοτώντας ξανά σενάρια για grexit. Όλα αυτά οδηγούν σε παράταση της ύφεσης, σε βάρος των προοπτικών της οικονομίας.
Η κυβέρνηση πριν από οκτώ μήνες έλαβε εντολή να οδηγήσει τη χώρα έξω από την κρίση. Σήμερα είναι αμφίβολο αν τελικά μπορεί να το κάνει.