Αν έφτανε η γενειάδα για να γίνει κάποιος σπουδαίος φιλόσοφος, τότε ο μακρυγένης τράγος θα γινόταν πάραυτα Πλάτωνας. Αυτά έλεγε για τους δήθεν φιλοσόφους ο Λουκιανός, ο οποίος, λόγω συριακής καταγωγής, δεν θα αποσπούσε πιστοποιητικό ελληνικότητας από τους γονιδιομέτρες της Χρυσής Αυγής, που θα τον κατέτασσαν στους ανεπιθύμητους νόθους, μαζί -για να ’ρθουμε στις μέρες μας- με τον Χοσέ Χολέμπας και τον Σωτήρη Νίνη. Σύμφωνα πάντως με το σαρκαστικό λουκιάνειο πνεύμα, αν έφταναν τα μακριά μουστάκια και μαλλιά για να θεωρηθεί κάποιος Καραϊσκάκης, τότε ο βουλευτής της Χ.Α. που «απελευθέρωσε» τη λαϊκή του Μεσολογγίου από τους ιταμούς εχθρούς της πατρίδος, θα ήταν πιο γνήσιος Καραϊσκάκης κι από τον «γιο της καλογριάς», αφού, μόνος αυτός, αντιμετώπισε τα εχθρικά στίφη, βαριά εξοπλισμένα με πλαστικά παιδικά παιχνίδια, μυγοσκοτώστρες, μπλουζάκια και ό,τι άλλο έχει στην αρματωσιά του ένας λιανοπωλητής. Οσο για τον άλλο βουλευτή της Χ.Α, τον «Καιάδα», που «απελευθέρωσε» τη Ραφήνα, όπου κατά την επίσημη ανακοίνωση «βρέθηκε προς τιμήν της Θεοτόκου Παντοβασιλίσσης», ας χαίρεται το ψευδώνυμό του. Κι η Παναγιά μαζί μας…
Το πρόβλημα, ο εκφασισμός, μία μόνο πτυχή του οποίου είναι οι ναζιστικής χροιάς επιθέσεις εναντίον αλλοδαπών (ενόχων λόγω χρώματος), αλλά και γηγενών «αντιφρονούντων», από τρομοκράτες που μεταφράζουν το βουλευτιλίκι σε αλητεία μετ’ ασυλίας, είναι εξίσου σοβαρό με το οικονομικό. Αν περιμένουμε να μας το «λύσει» κι αυτό κάποια τρόικα, όπως έλυσε δα το οικονομικό μας, τότε χάσαμε· και χαθήκαμε. Αν περιμένουμε να το λύσει ανθ’ ημών κάποιος υπουργός Δημοσίας Τάξεως, τότε και πάλι χάσαμε· και χαθήκαμε. Και το ίδιο θα συμβεί αν δεν δούμε καταπρόσωπο την αλήθεια, ότι δηλαδή οι αγέλες με τα μαύρα δεν είναι κάτι αφύσικο αλλά η ύπαρξή τους αποδεικνύει πόσο αποτύχαμε σαν γονείς, σαν εκπαιδευτικοί, σαν κόμματα, σαν Βουλή, σαν δημοκρατία. Ηταν απολύτως φυσιολογικό να εμφανιστούν θεριεμένοι οι νεοφασίστες σ’ ένα πολιτειακό χώμα όπου επί χρόνια καλλιεργήθηκαν (από κανάλια, Διαδίκτυο, αξιωματούχους της Εκκλησίας, κομματάρχες κ.ά.) τα ζιζάνια της ανάδελφης και θεόθεν δοσμένης υπεροχής μας, της ανάγωγης και αντικοινωνικής εγωπάθειας, του ετσιθελισμού, του τραμπουκισμού, της μισαλλοδοξίας.
Η κοινωνία γέννησε το πρόβλημα, αυτή οφείλει να το λύσει. Και όχι δι’ αντιπροσώπων, που άλλωστε ούτε θέλουν ούτε μπορούν. Στο Μεσολόγγι βρέθηκε μια κυρία, άξιος πολίτης, που τα ’ψαλε στην κουστωδία του «Καραϊσκάκη», θυμίζοντάς τους τους παρακρατικούς δολοφόνους του Λαμπράκη. Θα μπορούσαν να τη δείρουν, αλλά δεν ήταν «επώνυμη», Κανέλλη ή Δούρου, για να ’χουν τον «λαό» υπέρ τους. Αυτή πάντως δεν φοβήθηκε. Ισως πέρασε από τον νου της το αναγραφόμενο στην είσοδο της πόλης, στην πύλη: «Κάθε ελεύθερος άνθρωπος είναι δημότης Μεσολογγίου». Και ξέροντας πως όποιος φοβάται δεν είναι ελεύθερος, αντιστάθηκε. Δείχνοντας έτσι ότι το μείζον με τους ελληνοτραμπούκους είναι η κοινωνική τους ασυλία και όχι η βουλευτική.