Αν είχε τροποποιηθεί ο εκλογικός νόμος και είχε καταργηθεί το μπόνους των 50 εδρών προς το πρώτο ενιαίο κόμμα, ανεξαρτήτως του εκλογικού του ποσοστού και της απόστασης που το χωρίζει από το δεύτερο και τα υπόλοιπα κόμματα, οι εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου 2015 θα είχαν χάσει ένα μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος τους, αν δεν είχαν αποφευχθεί. Θα είχε όμως αρθεί η πολιτική αβεβαιότητα που ήταν και δυστυχώς εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα της χώρας.
Το μπόνους θεσπίστηκε με ευθύνη των δυο μεταπολιτευτικών κομμάτων εξουσίας μέσα στα συμφραζόμενα και την αμεριμνησία του διπολικού πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού προ του 2010 και διατηρήθηκε με απροκάλυπτη υστεροβουλία από τον ΣΥΡΙΖΑ, μέσα σε τελείως διαφορετικές συνθήκες. Η πρόταση νόμου που είχαμε υποβάλει ως ΚΟ του ΠΑΣΟΚ για την κατάργησή του, δεν συζητήθηκε ποτέ.
Αν όμως η ρύθμιση αυτή είχε καταργηθεί, η κοινωνία θα είχε απαλλαγεί τώρα από τον αντιπερισπασμό της τεχνητής εκλογικής πόλωσης γύρω από το ερώτημα «ποιο κόμμα θα είναι πρώτο με πενήντα έδρες παραπάνω από ο,τι αναλογεί στην εκλογική του δύναμη, ώστε να επηρεάζει δυσανάλογα – ακόμη και εκβιαστικά – τις μετεκλογικές εξελίξεις».
Η απουσία του μπόνους θα επέτρεπε στο εκλογικό σώμα, να αντιληφθεί πολύ καλύτερα τι είναι αυτό που συνέβη στη χώρα τους τελευταίους οκτώ μήνες, από τις εκλογές του Ιανουαρίου έως σήμερα. Το μέγεθος της διακινδύνευσης, της διάψευσης, της υποχώρησης, της βλάβης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – μετά τα όσα είπε και έκανε και μετά την επεισοδιακή διάσπασή του – δεν θα μπορούσε να εμφανίζεται ως αλαζονικός διεκδικητής της δήθεν αυτοδυναμίας ή ως εμμονικός οπαδός της παρά φύσιν συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ, που τελικά έγινε αισθητική και αξιακή ταυτότητα της «πρώτη φορά αριστερά». Η Νέα Δημοκρατία δεν θα χρειαζόταν να εμφανίζεται ως διεκδικητής του ρόλου του «κορμού» μιας κυβέρνησης ευρύτερης συνεργασίας που θα ήταν ίσως αριθμητικά εφικτή – αλλά πολιτικά και εθνικά αυτοϋπονομευμένη – χωρίς το δεύτερο κόμμα, εάν αυτό επέλεγε την μικροκομματική ασφάλεια της παραμονής στην αντιπολίτευση.
Το προφανές, ότι η χώρα χρειάζεται μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, δηλαδή ευρύτατης συνεργασίας όλων των δυνάμεων που αποδέχονται – εν τέλει- το ευρωπαϊκό πλαίσιο για την πορεία της χώρας, θα είχε γίνει δεκτό – χωρίς τακτικισμούς εκ μέρους εκείνων που οικοδόμησαν την πολιτική τους διόγκωση σε «αντιμνημονιακά» ψέματα και ψευδαισθήσεις.
Η θλιβερή προσπάθεια να συντηρηθεί, ακόμη και μετά τα όσα συνέβησαν, η τομή μεταξύ «μνημονιακών» και «αντιμνημονιακων» ως τομή μεταξύ «παλιών» και «νέων» που αποδέχονται, αφού την συκοφάντησαν και την υπονόμευσαν, την μια και μόνη εφικτή και ασφαλή εθνική στρατηγική, είναι μια μάχη οπισθοφυλακής. Μια μάχη για το δήθεν ηθικό πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ που διέπραξε την μέγιστη πολιτική ανηθικότητα να διεκδικήσει, να κατακτήσει και να ασκήσει την εξουσία στο όνομα μιας ανύπαρκτης, επικίνδυνης και βλαπτικής «εναλλακτικής» πολιτικής.
Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι συνεπώς για ακόμη μια φορά πρωτίστως πολιτικό και θεσμικό. Η συνταγματική πρόβλεψη για αυτόματη διάλυση της Βουλής σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής ΠτΔ με 180 ψήφους οδήγησε στις προηγούμενες εκλογές. Η δήθεν εναλλακτική πλειοψηφία του Ιανουαρίου 2015 σχηματίστηκε στη βάση ψευδών και ψευδαισθήσεων με ασύμμετρο δημοσιονομικό και οικονομικό κόστος που αποτυπώνεται στο μνημόνιο Τσίπρα. Μέσα σε επτά μήνες κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος της προσπάθειας που είχε γίνει τα προηγούμενα τεσσεράμιση χρόνια.
Είναι κρίμα που ακόμη και τώρα, μετά την εμπειρία των μεγάλων διαψεύσεων του τελευταίου επταμήνου, υπάρχουν θεσμικά εμπόδια, όπως το μπόνους των 50 εδρών, που δυσκολεύουν να διαμορφωθεί η βασική πολιτική προϋπόθεση για την οριστική έξοδο από την εξάρτηση του μνημονίου και την ανασυγκρότηση της χώρας: η συστράτευση όσων αποδέχονται ή ισχυρίζονται ότι αποδέχονται – και οφείλουν να το αποδείξουν αναλαμβάνοντας επιτέλους κάποιο πολιτικό κόστος – το ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς.
Το εκλογικό σώμα έχει όμως τη δυνατότητα να διαμορφώσει έτσι τους εκλογικούς και κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς ώστε να διευκολυνθεί ο ρόλος εκείνων των δυνάμεων που μπορούν να λειτουργήσουν ως εγγυητές και καταλύτες της εθνικά αναγκαίας ευρύτατης συστράτευσης και συνεργασίας και κυρίως της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ΠΑΣΟΚ / ΔΗΜΑΡ .
Το προγραμματικό αυτό πλαίσιο εκκινεί από το μνημόνιο Τσίπρα που δεν ήταν ούτε μοιραίο ούτε αναπόφευκτο, αλλά δυστυχώς κατέστη αναγκαίο με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Εκκινεί από αυτό, αλλά το υπερβαίνει, μέσα από ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης που δεν είναι καθόλου δύσκολο να διαμορφωθεί ως περιεχόμενο, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να υιοθετηθεί και να εφαρμοσθεί από την κοινωνία των πολιτών, την πολιτική εξουσία, τη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τους παραγωγικούς εταίρους.
Αυτό είναι το πραγματικό στοίχημα των εκλογών. Τελείως διαφορετικό από τα ψευδή διλήμματα που θέτουν όσοι επιμένουν να κινούνται σε επίπεδο κατώτερο των περιστάσεων.