Στον τέταρτο χρόνο της πτωχευμένης Ελλάδας και ενώ στη χώρα έχουν έρθει τα πάνω-κάτω η πιο σημαντική παράμετρος των εξελίξεων καθυστερεί απελπιστικά να προσαρμοστεί: είναι η πολιτική και οι εκπρόσωποί της, δηλαδή το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα. Στον αντίποδα, η ελληνική κοινωνία, σε διαρκή αναβρασμό, αποδέχεται το κόστος των ευθυνών της, αναπροσαρμόζει διαρκώς τη ζωή της, αναζητεί πεισματικά τη δυνατότητα να επιβιώσει και ανταποκρίνεται σε όλο και μεγαλύτερα οικονομικά φορτία, τη στιγμή που οι «κορυφές» της επιδεικνύουν σταθερά έναν συνδυασμό ανικανότητας, οπισθοδρομικής ανευθυνότητας και πολιτικής ολιγωρίας.
Είναι πλέον φανερό ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί σε όσα απαιτεί η υπέρβαση της κρίσης. Η μεταρρυθμιστική κόπωση που εκπέμπει είναι διάχυτη. Κολλημένο στη λάσπη του παλαιοκομματισμού, σπρώχνεται με το ζόρι να προχωρήσει στα αναγκαία. Προσπαθεί να κερδίσει χρόνο και κάνει ό,τι κάνει καθυστερημένα, πρόχειρα και απρογραμμάτιστα, με τεράστιο κοινωνικό κόστος. Οσα αποκαλεί «μεταρρυθμίσεις» είναι κατά κανόνα άδικες και ισοπεδωτικές πολιτικές εναντίον των πιο αδυνάτων, με αποτέλεσμα η λέξη «μεταρρύθμιση» να έχει καταντήσει στην αντίληψη πολλών Ελλήνων συνώνυμη της φτωχοποίησης και της κοινωνικής αδικίας.
Κάποιοι μιλήσαμε από νωρίς για την ανάγκη εθνικού σχεδίου. Για να υπάρξει όμως εθνικό σχέδιο έπρεπε οι έχοντες την ευθύνη να το επιδιώξουν επιτακτικά και αυτόνομα. Δεν το έκαναν και σήμερα τα αποτελέσματα της απουσίας του είναι οδυνηρά για όλους. Η έλλειψη εθνικού σχεδίου αντικαθίσταται από εμφυλιοπολεμικές και βαθύτατα αποκρουστικές λογομαχίες μεταξύ όλων των κομμάτων.
Οι πρόσφατες εξελίξεις είναι απολύτως ενδεικτικές του μεγάλου πολιτικού ελλείμματος. Η κυβερνητική κρίση της ΕΡΤ ανέδειξε περίτρανα την τραγική προγραμματική και διαχειριστική ανεπάρκεια της ΝΔ, τους παλιομοδίτικους τακτικισμούς του ΠαΣοΚ και το μεταρρυθμιστικό όριο της αυτοαποκαλούμενης υπεύθυνης Αριστεράς. Ο ανασχηματισμός πιστοποίησε την ένδεια πολιτικών επιλογών αλλά και πολιτικού προσωπικού των παραδοσιακών κομμάτων. Τα κομματικά συνέδρια της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξαν απογοητευτικά. Αυτό της ΝΔ αναλώθηκε σε ένα ρεσιτάλ παρελθοντολογίας για λόγους πολιτικοεκλογικής διεύρυνσης, ενώ εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ πιστοποίησε τη στασιμότητα ή μάλλον κατέδειξε την οπισθοδρόμηση στην ιδεολογική και πολιτική ενοποίηση, καθώς και την πλήρη απουσία εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης. Τέλος, η δραματική συρρίκνωση και πολιτική αποδυνάμωση της εκπροσώπησης του πολιτικού χώρου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στερεί από τη χώρα την απαιτούμενη πολιτική ευστάθεια και καθυστερεί τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Το ελληνικό εγχείρημα υπέρβασης της κρίσης βρίσκεται πλέον στα όριά του εξαιτίας των πολιτικών και κομματικών ορίων του. Η ανάταξη όμως της χώρας προϋποθέτει βαθιά αλλαγή στο πολιτικό της σύστημα. Αλλαγή δεν σημαίνει απλώς κυβερνητική εναλλαγή. Σημαίνει θεσμική, πολιτική και κομματική αναδιοργάνωση. Αυτό είναι το κλειδί για να γίνουν οι απαιτούμενες αλλαγές στο κράτος και στην οικονομία. Αποτελεί ψευδαίσθηση η αμήχανη αναμονή του πολιτικού κόσμου για την «έξωθεν» χαλάρωση της τεράστιας οικονομικοκοινωνικης πίεσης – εκτός κι αν ως τέτοια εννοούμε την πιλοτική μείωση του ΦΠΑ εστίασης για πέντε μήνες! Ψευδαίσθηση που έχει ως αποτέλεσμα να μη γίνονται οι αναγκαίες τομές σε θεσμικό και πολιτικό επίπεδο.
Η κρίση αποδεικνύεται βαθιά και θα είναι μακροχρόνια. Για την αντιμετώπισή της χρειάζεται σίγουρα η διεθνής βοήθεια. Αυτή όμως μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο σε κράτη που διαθέτουν αυτόνομα, επιθετικά και ενεργά σχέδια – όχι σε όσα αναμένουν παθητικά την εξ ύψους σωτηρία. Για την Ελλάδα της επόμενης δεκαετίας, που προσβλέπει στη συμμετοχή της σε μια πολιτικά ενωμένη και οικονομικά ανταγωνιστική Ευρώπη, η βαθιά τομή για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού και κομματικού συστήματος είναι επιτακτική. Αφετηρία γι? αυτό θα πρέπει να αποτελέσει η δημιουργία ενός νέου και ενιαίου πολιτικού φορέα στον μεγάλο ενδιάμεσο πολιτικό χώρο, με στρατηγικό επίκεντρο την εθνικά αναγκαία και κοινωνικά δίκαιη ελληνική μεταρρύθμιση. Ενός νέου φορέα που δεν θα λειτουργήσει ως «δεξιό» ή «αριστερό» κυβερνητικό συμπλήρωμα αλλά ως αυτόνομος πρωταγωνιστικός πόλος που θα θέσει τη δική του σφραγίδα στην εθνική υπόθεση. Αυτός θα είναι και ο καταλύτης για μια ριζική και ταχεία αναδιάρθρωση του πολιτικού και κομματικού σκηνικού στο σύνολό του.