Στήσαμε, όλοι μαζί, το κόμμα μας το 2010 στη δίνη της μεγάλης κρίσης.
Και το στήσαμε, συντρόφισσες και σύντροφοί μου, υπερήφανοι, αισιόδοξοι, με ευοίωνες προοπτικές. Γιατί ήμασταν και Δημοκράτες και Αριστεροί. Και τολμήσαμε. Γιατί ήμασταν δικαιωμένη δύναμη. Γιατί απείχαμε από τον πελατειακό λαϊκισμό, γιατί υπερείχαμε σε ηθική και πολιτική αξιοπιστία. Και λίγο αργότερα, τολμήσαμε ξανά, στηρίξαμε τη συγκυβέρνηση. Γιατί ήμασταν θεσμικοί, πεισμένοι για την αναγκαιότητα και τη δύναμη των συνεργασιών. Γιατί είχαμε ολοφάνερη ευρωπαϊκή ταυτότητα. Ευρώ και μεταρρυθμιστικός εκσυγχρονισμός. Γιατί είχαμε επίσης μια ξεκάθαρη, ευθύς εξαρχής, ανάλυση ότι η κρίση στα ιδιαίτερα ελληνικά χαρακτηριστικά της, δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι και πολιτική, κρίση εμπιστοσύνης, θεσμών, δομών και προσώπων, κρίση παραγωγικού μοντέλου, αξιών, κρίση κοινωνικής και πολιτισμικής ταυτότητας τελικά. Τα θυμόσαστε όλα αυτά σ. & σ.;
Με αυτές τις διάφανες θέσεις αποδεχτήκαμε την ευθύνη της συγκυβέρνησης. Την ευθύνη συνδιαχείρισης της κρίσης και προώθησης λύσεων. Όχι μόνο των οικονομικών προβλημάτων. Όλων. Όχι μόνο των αδικιών που γεννούσε το μνημόνιο. Όλων.
Μπήκαμε σε μια πορεία αναζήτησης του κοινού τόπου. Ξέραμε ότι αυτόν τον δρόμο τον ανοίγουμε περπατώντας, γιατί έλειπε η κουλτούρα και οι κανόνες λειτουργίας συνεργατικών κυβερνήσεων. Γνωρίζαμε και με ποιους συνεργαζόμαστε αλλά γνωρίζαμε και τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα.
Ναι, ολοκληρωμένες θέσεις και επεξεργασίες δεν είχαμε. Αλλά και ποιος είχε; Μήπως ο Σαμαράς με τα Ζάππεια, ο Βενιζέλος με τα πελατειακά νομοθετήματα ή ο Τσίπρας με τις μαγικές λύσεις;
Δεν ήταν το πρόβλημά μας η απουσία ολοκληρωμένης πρότασης διακυβέρνησης. Το πρόβλημά μας ήταν (και είναι) ότι δεν είχαμε επίγνωση των αδυναμιών και των δυνατοτήτων μας, του ρόλου μας, το πρόβλημά μας είναι ότι αντιδρούμε αντί να δρούμε.
Κατά τη γνώμη μου, στα 2 χρόνια που μεσολάβησαν από το πρώτο μας συνέδριο διαπράξαμε 3 λάθη. Εύλογα και φυσιολογικά λάθη για ένα μικρό κόμμα χωρίς αυστηρές δομές και εμπειρία διακυβέρνησης σε μια κανονική πολιτική συγκυρία. Επικίνδυνα όμως για ένα κόμμα που φιλοδοξεί να εμπνεύσει ένα άλλο πρότυπο διακυβέρνησης, να δώσει όραμα και διέξοδο στην κοινωνία.
1ο λάθος: Οριοθετούμε αμυντικά τη διάκρισή μας από τους άλλους πολιτικούς χώρους. Ετεροκαθοριζόμαστε, κι αυτό μάς επιβάλλει διαχειριστική πολιτική τακτική. Σαν να παίζουμε μια παρτίδα τένις, τρέχουμε μεν για την απόκρουση αλλά παραχωρούμε πάντα το σερβίς στον συμπαίκτη.
Στην κυβέρνηση, π.χ. , δεν ανοίξαμε τα ευνοϊκά για μας θέματα στους τομείς που είχαμε συγκριτικό πλεονέκτημα.
Αναφέρομαι σε θέματα που πληρούσαν 3 κριτήρια:
δεν συνιστούσαν μνημονιακές υποχρεώσεις,
οι ίδιοι οι εταίροι και η τρόικα ασκούσαν πίεση για την υλοποίησή τους
και συνιστούσαν διαχρονικά προοδευτικές κοινωνικά, αριστερές προτάσεις
Το λεγόμενο αντιρατσιστικό, η ενσωμάτωση της Απόφασης 2008/913, η ψήφιση του οποίου έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί στις 28 Νοεμβρίου 2010. Θυμάστε ότι κατηγορούσαμε εκ των υστέρων τον Σαμαρά ότι έκανε πίσω, ενώ αρχικά πίεζε τον Ρουπακιώτη για το αντιρατσιστικό; Μην κρατάτε μόνο ότι έκανε πίσω, κρατήστε και ότι πίεζε. Ποιος; Ο Σαμαράς! Ποιους, εμάς! Σε τι; Σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αντιρατσιστικής νομοθέτησης!
Το ίδιο μπορώ να πω για μια σειρά άλλες εκσυγχρονιστικές προσπάθειες, είτε με τη μορφή ευρωπαϊκών οδηγιών, είτε με τη μορφή αυστηρών συστάσεων των εταίρων. Όπως το σύμφωνο συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια, παράλειψη που επέφερε και καταδίκη μας στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο.
Σας ερωτώ, σύντροφοι, θεωρείτε φυσικό να έχει έστω και την παραμικρή πρωτοβουλία κινήσεων ο Σαμαράς ή ο Αθανασίου για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια κυβέρνηση που συμμετέχουμε;
Σας ερωτώ επίσης: Αν εμείς, οι θεσμικοί αριστεροί δημοκράτες, με πολλούς συνταγματολόγους στο πλευρό μας, ανεχτήκαμε ως φυσικό φαινόμενο τη μακρόχρονη απεργία των δικαστών, ποιος περιμένουμε να υψώσει ανάστημα;
Και συνεχίζω. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται, κατά τη γνώμη μου, ένα κορυφαίο ζήτημα κοινωνικής πολιτικής, η θέσπιση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Το θέσαμε στο δημόσιο και πολιτικό διάλογο αλλά όχι ως προτεραιότητα στην κυβερνητική ατζέντα.
Όμως και μόνον αυτόν τον στόχο να επιτυγχάναμε, και μόνο σ΄αυτό το σημείο ν΄ ανοίγαμε το δρόμο της αυτονόητης στήριξης των ασθενέστερων, θα έφτανε. Και για να δώσουμε μιαν ανάσα στις ευάλωτες ομάδες και να θεμελιώσουμε ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος αλλά και για να δώσουμε ένα στιβαρό δείγμα γραφής της υπεύθυνης Αριστεράς.
Άλλο θέμα: είναι φυσικό να θέτουμε το ζήτημα του πολιτικού χρήματος μόνο μετά την αποχώρησή μας από την κυβέρνηση; Σαν να επιδιώκουμε όχι το να συγκεντρώσουμε περισσότερες πιθανότητες να νομοθετηθούν αυτά, αλλά απλώς να τα επιδείξουμε για ψυχολογικούς λόγους ως ένα άλλο δείγμα πολιτικής;
Από αυτό το λάθος της αμυντικής οριοθέτησης, της διαχειριστικής διεκπεραίωσης θεμάτων που ανοίγουν άλλοι, από την απουσία τόλμης που μας χαρακτήριζε και, προφανώς από την ανελαστικότητα ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, στένεψαν τα διαπραγματευτικά μας περιθώρια, μειώθηκαν οι ψυχικές αντοχές μας και οδηγηθήκαμε στο δεύτερο λάθος.
2ο λάθος: Πικραμένοι, θυμωμένοι, απογοητευμένοι, εγκαταλείψαμε μέσα σε λίγες ώρες την κυβερνητική ευθύνη.
Και εισπράξαμε αυτό ακριβώς που εκπέμψαμε. Πικραμένο, θυμωμένο, βιαστικό και απογοητευμένο απομακρύνθηκε από το κόμμα μας ένα μεγάλο τμήμα πολιτών που μάς στήριζε.
Γυρίσαμε την πλάτη στο εκλογικό σώμα που μας τίμησε με την εμπιστοσύνη και την ελπίδα του στις εκλογές του Ιουνίου και συνέχισε να μας στηρίζει όσο δίναμε την κυβερνητική μάχη.
Ακόμη αναρωτιέμαι, Πρόεδρε – εσύ, που είσαι ηγέτης εθνικού βεληνεκούς, άνθρωπος νηφάλιος και ψύχραιμος – γιατί δεν έδωσες, όχι μόνο σε μας, στο κόμμα αλλά και στον εαυτό σου ακόμα, τα χρονικά και πολιτικά περιθώρια να πορευτούμε με σχέδιο προς την έξοδο. Γιατί τόση βιασύνη;
Και δεν αποχωρήσαμε απλώς από την κυβέρνηση. Υπερασπιστήκαμε την αποχώρηση με λάθος τρόπο και αυτομάτως, στο θέμα των συνεργασιών, αυτομολήσαμε στο στρατόπεδο του «Εγώ ειμί ο Κύριος και όστις θέλει οπίσω μου ελθείν …». Κατηγορούσαμε το ΠΑΣΟΚ επί δεκαετίες για αλαζονική συμπεριφορά έναντι της Ανανεωτικής Αριστεράς. Τώρα επαναλαμβάνουμε εμείς τις πασοκικές συμπεριφορές, και είναι αστείο, γιατί ούτε ΠΑΣΟΚ είμαστε ούτε το 2013 είναι 1994!
Προσωπικά, αυτήν τη μεμψίμοιρη στάση δεν τη στήριξα ούτε στο Συνασπισμό, ούτε στο κόμμα μας, όσο ανήκα στην πλειοψηφία της ηγεσίας, ούτε τώρα, που γι΄αυτόν το λόγο μειοψηφώ. Δεν με εκφράζει γιατί δεν βλέπω ν΄ ανοίγει ούτε καν ένα δύσβατο μονοπατάκι πολιτικής διεξόδου της χώρας μας από την κρίση.
Φαινομενικά η στάση αυτή επιχειρεί να δείξει πολιτική αυτοπεποίθηση αλλά χωρίς να πείθει. Αντιθέτως, τη θεωρώ στάση φόβου και συντήρησης.
Και περάσαμε στο τρίτο λάθος. Σ΄ ένα βιαστικό με προχειρότητες συνέδριο, που όμως, εκ των πραγμάτων είναι συνέδριο ταυτότητας και στρατηγικής. Για πρώτη φορά στα ελληνικά πολιτικά χρονικά, το πιο κρίσιμο συνέδριο ενός κόμματος διεξάγεται στην πιο οξυμμένη φάση της διαδρομής του. Πρότεινα ήδη από τον Σεπτέμβρη να ξαναδούμε τον χρόνο διεξαγωγής του αλλά δεν εισακούστηκα. Φτάσαμε σήμερα εδώ χωρίς Πρόεδρος και Γραμματέας να έχουν ανταλλάξει μια κουβέντα για το συνέδριο, ενόψει του συνεδρίου. Αναλαμβάνω γι΄αυτό όση ευθύνη μου αναλογεί, μόνο όμως όσο μου αναλογεί αλλά δεν φτάνει. Για πρώτη φορά ένα τόσο κρίσιμο συνέδριο διεκπεραιώνεται τόσο βιαστικά, μάλλον φτωχό σε ιδέες και πολιτικές προτάσεις. Από ποιους; Από εμάς, τη συνέχεια της Αριστεράς του Ηλιού, του Κύρκου και του Παπαγιαννάκη.
Θα αποτολμήσω μια πρόβλεψη.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, συντρόφισσες και σύντροφοι, για το συνέδριό μας είναι να μην το αισθανθεί η κοινωνία.
Ούτε η διάσπαση ούτε οι μαζικές αποχωρήσεις, ούτε η ρευστοποίηση στη χοάνη ενός ΠΑΣΟΚ της πτώσης ή η αλλοίωση ενόψει μιας συνεργασίας με το ΣΥΡΙΖΑ. Τίποτα απ΄όλα αυτά δεν συνιστά μεγαλύτερο κίνδυνο στους επόμενους μήνες από την αδιαφορία της κοινωνίας. Και θα αδιαφορήσει, αν συνεχίσουμε βολεμένοι στην αναβλητικότητα, τη συνέχιση της ατολμίας. Κι αυτό φοβάμαι ότι θα συμβεί, αν το συνέδριό μας επιφέρει μόνο μερικές αλλαγές προσώπων.
Ας σκεφτούμε λοιπόν ότι και σε 5 μήνες είμαστε όλοι εδώ, δίπλα στον Πρόεδρο και τη νέα ηγετική ομάδα. Όποια κι αν είναι. Ως τότε συνεχίζουμε την πεπατημένη. Καθημερινά ο Πρόεδρος υποστηρίζει τα δίκαια εκείνων που μας επισκέπτονται. Καθημερινά εκδίδουμε Δελτία Τύπου καταγγέλλοντας τις ασκούμενες πολιτικές, συστήνοντας διάλογο και συνιστώντας αποτελεσματικότερη διαπραγμάτευση με την τρόικα. Και σε εβδομαδιαία βάση διεκδικούμε από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία όσα δεν διεκδικήσαμε ως κυβερνητικοί εταίροι.
Κοντολογίς, εάν από τις αποφάσεις του συνεδρίου προκύψει η επαναβεβαίωση της συνήθους διαχείρισης και η υποτιθέμενη αριστερή στροφή που μόνο αριστερή δεν είναι, μπροστά μας ανοίγεται μόνο ένας δρόμος. Και είναι μονόδρομος σε υποχρεωτική πορεία. Σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ουσιαστικούς λόγους διαφοροποίησης δεν θα έχουμε σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής και θα είμαστε ένα χρήσιμο συμπλήρωμα που θα του αποδώσει εύσημα μετριοπάθειας και την εικόνα του ρεαλισμού που τόσο έχει ανάγκη.
Αυτή η εξέλιξη, όμως, σ & σ. , είναι το χαλί που τραβιέται για πολλούς από μας, της ιστορικής διαδρομής της Ανανέωσης. Με στενοχωρεί αλλά δεν με πειράζει. Γιατί τα κόμματα υπάρχουν επειδή κάποιους εκπροσωπούν, όχι ως υπολείμματα μιας παράδοσης. Δεν παραγνωρίζω ότι με την εξέλιξη αυτή, αν υπάρξει, θα ησυχάσουν επιτέλους κάποιοι, αλλά αυτό δεν το αξιολογώ ως σημαντικό. Μια συνάντηση όμως με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν επιτρέπει καμιά ελπίδα διάσωσης ιδεών.
Αυτό που με θλίβει, που με θυμώνει, είναι ότι αυτό θα συμβεί – το απεύχομαι βέβαια- ακριβώς τη στιγμή που η Ανανεωτική Αριστερά αποκτά βαρύνοντα πολιτικό ρόλο, όχι ιδεολογικό, όπως είχε το ΚΚΕ Εσωτερικού και η ΕΑΡ, αλλά πολιτικό. Πολιτικά και κοινωνικά καταλυτικό.
Έρχομαι τώρα στην πρότασή μου.
Συντρόφισσες και σύντροφοι, ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία της χώρας μας η Ανανεωτική Αριστερά δεν είχε τόσο σημαντικό, εθνικό ρόλο. Εθνικό ρόλο. Πολιτικό ρόλο. Ποτέ άλλοτε οι αποφάσεις της δεν είχαν τέτοιο ειδικό βάρος. Και ποτέ άλλοτε οι συνθήκες δεν ήταν πιο ευνοϊκές για να οικοδομήσουμε τη μεγάλη παράταξη του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Από θέση ισχύος μάλιστα. Ναι, από θέση ισχύος!
Ίσως γι΄αυτό είμαστε πιο φοβισμένοι από ποτέ. Αλλιώς δεν μπορώ να εξηγήσω πώς γίνεται εμείς, που τολμήσαμε τη δημιουργία της ΔΗΜΑΡ, εμείς που τολμήσαμε να συγκυβερνήσουμε με την τρόικα, πώς γίνεται, όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη της Ιστορίας, αντί να δούμε το τολμηρό, το δημιουργικό μας πρόσωπο, να βλέπουμε το Βενιζέλο, και να αποστρέφουμε βιαστικά το βλέμμα.
Μετά το ξέσπασμα της κρίσης οι πολίτες απέρριψαν τις αυτοδυναμίες και το δικομματισμό. Πρόκριναν τη συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων. Και ποιο μάθημα διδαχτήκαμε από τη συγκυβέρνηση; Ότι ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος είναι κακοί; Ή ότι αντιθέτως για να έχουμε αξιόπιστες κυβερνήσεις συνεργασίας, δεν αρκούν οι προθέσεις αλλά χρειάζονται συγκρίσιμα, κρίσιμα μεγέθη, ισοδύναμοι εταίροι;
Αυτό είναι το δίλημμα. Αν θα μπούμε σε άλλη μια περιπέτεια εθνικής ευθύνης για να δημιουργήσουμε το ανάχωμα στο δικομματισμό και στη συντήρηση ή αν θα κοιτάξουμε να συντηρηθούμε εμείς στο όριο της εκλογικής επιβίωσης.
Και λέω στο όριο της εκλογικής επιβίωσης διότι, όπως καταλάβατε πιστεύω ότι με την τακτική που ακολουθούμε ούτε οι μάζες θα συρρεύσουν ούτε Κεντροαριστερά θα φτιάξουμε. ΔΗΜΑΡ και συνεργαζόμενοι θα μείνουμε.
Σε επίπεδο λόγων, ενδεχομένως και προθέσεων, μπροστά μας ανοίγονται δυο δρόμοι. Και οι δυο ταμπέλες γράφουν Κεντροαριστερά. Αλλά μόνο ο ένας δρόμος είναι της Κεντροαριστεράς. Ο άλλος είναι της μη Κεντροαριστεράς, οδηγεί αλλού.
Γιατί Κεντροαριστερά και τρίτος πόλος είναι η συσπείρωση ενός κρίσιμου μεγέθους, που θα ανακόψει τη δύναμη του δικομματισμού που δεν θα του επιτρέψει να επιφέρει έναν διχασμό που θα ακυρώσει ό,τι μέχρι σήμερα μάτωσε ο λαός μας για να πετύχει.
Κεντροαριστερά και τρίτος πόλος είναι ο πολιτικός χώρος που θα προσφέρει στέγη, έκφραση και στήριξη στις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου μας, πολλές από τις οποίες αισθάνονται άστεγες παρά το ότι υπάρχουμε κι εμείς και το ΠΑΣΟΚ.
Ακούω κάποιους να λένε: το ΠΑΣΟΚ ψυχορραγεί, να περιμένομε λίγο ακόμη να εξαϋλωθεί. Μα είναι πολιτική αυτό; Με την εξαΰλωσή του χρειάζεται να υποθέσουμε σε ποια κόμματα θα μοιραστούν οι άνθρωποι του; Μας το λέει καθημερινά η ζωή.
Θέλω να είμαι απολύτως σαφής, σύντροφοι. Ο άλλος δρόμος, αυτά τα «μόνοι μας και βλέπουμε» ή τα άλλα πολιτικά κομψοτεχνήματα του τύπου «δεν συνομιλώ με το σημερινό ΠΑΣΟΚ αλλά συνομιλώ με αυτόν ή τον άλλο πασόκο» ή άλλα ανεδαφικά «άλλος πρωθυπουργός από την ίδια Βουλή» αδιαφορούν για την αριθμητική. Και η ποιότητα, όπως και η αποτελεσματικότητα του τρίτου πόλου περνά από την αριθμητική.
Η άρνησή μας να συμμετάσχουμε στο διάλογο με όποιους μας καλούν δεν οδηγεί σε κανέναν προοδευτικό τρίτο πόλο. Οδηγεί στη μη Κεντροαριστερά. Και η μη Κεντροαριστερά οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο δικομματισμό και στις αυτοδυναμίες. Η διαφοροποίηση του εκλογικού σώματος από τις πρώτες στις δεύτερες εκλογές το 2012 μάς υπενθύμισαν ότι η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης και τα εκλογικά αδιέξοδα λύνονται με πόλωση. Και στην πόλωση κερδισμένοι είναι δυο και χαμένοι όλοι οι άλλοι. Και κυρίως, χαμένη είναι η χώρα.
Υπάρχει εδώ και μια υποσημείωση, μια μικρή λεπτομέρεια, που θα την πω σιγανά, γιατί με τρομάζει. Η αριθμητική της πολιτικής αυτή τη στιγμή, αλλά όχι στιγμιαία, μήνες τώρα, μας δείχνει ως τρίτο πόλο τη ΧΑ. Αν δεν ανακόψουμε την πορεία του δικομματισμού με έναν ισχυρό τρίτο πόλο, η ΧΑ θα παίξει αυτόν το ρόλο.
Γιατί, λοιπόν, επιμένουμε στους αυτοπεριορισμούς μας; Τι ακριβώς είναι αυτό που μας οδήγησε υπερήφανα να συγκυβερνήσουμε με το ΔΝΤ αλλά εμποδίζει τις ευρύτερες συνεργασίες; Τα όρια της εθνικής ευθύνης τελειώνουν στο Ευρώ ή στην περίοδο των μνημονίων; Ή μήπως είναι λιγότερο εθνική ευθύνη η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού η συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων και η εκπόνηση ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης;
Τι ακριβώς φοβόμαστε;
Συντρόφισσες και σύντροφοι, είμαστε σε θέση ισχύος.
Για πρώτη φορά, για πρώτη φορά ξαναλέω, από το 1980 και δώθε, το πολιτικό και ηθικό μας κεφάλαιο είναι πιο ισχυρό από τις πελατειακές παρακαταθήκες του ΠΑΣΟΚ. Θα μου πείτε, ναι, αλλά τα εθισμένα πρόσωπα θα μεταφέρουν και στην Κεντροαριστερά τις ίδιες συμπεριφορές…
Η απάντηση είναι μια : Συμμετέχεις, αλλάζεις. Προσωπικά έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στο ηθικό και πολιτικό μας κεφάλαιο.
Συντρόφισσες και σύντροφοι, είμαστε στο μέσον της εθνικής διαδρομής. Σε λίγο τα μνημόνια κλείνουν τον κύκλο τους. Και ακριβώς στο τέλος του μνημονίου απαιτείται η μέγιστη δημοκρατική συσπείρωση.
Μας κυβερνούν όμως αυτοί που μας οδήγησαν στην κρίση και αντίπαλοί τους είναι αυτοί που ευαγγελίζονται τις πολιτικές που μας χρεοκόπησαν. Δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος για να αποτρέψουμε την επανάληψη του καταστροφικού δικομματισμού, που- κρατήστε το αυτό- θα επιβάλλει συνθήκες εθνικού διχασμού.
Με αυτές τις σκέψεις προτείνω να μπούμε εμείς, επιθετικά στο διάλογο με όλους, και με την κίνηση των 58. Αν την αφήσει βέβαια ο Βενιζέλος να προχωρήσει. Γιατί προσωπικά διαισθάνομαι ότι δεν του αρέσει ό ρόλος που του επιφυλάσσει η ανασύνταξη των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού, γι΄αυτό προσπαθεί δια του σφιχταγκαλιάσματος να την στραγγαλίσει. Για να φτάσει κι αυτός από έναν δρόμο που η ταμπέλα γράφει μεν Κεντροαριστερά, αλλά οδηγεί αλλού. Αρχηγούλης στο μαγαζάκι του και τα συναφή. Με συντρίβει, σύντροφοι, βαθειά, η σκέψη ότι μπορεί κάποιος να σκέφτεται έτσι και για μας.
Σας είπα παραπάνω ότι πιστεύω ακράδαντα ότι θα τα καταφέρουμε.
Οι πιθανότητες είναι με το μέρος μας. Και κανείς, κανείς άλλος στην Ελλάδα σήμερα δεν έχει περισσότερες δυνατότητες. Σε άλλη φάση μπορεί να υπάρξει, ίσως, αλλά σήμερα η Ιστορία επέλεξε εμάς γι΄αυτό το ρόλο.
Δική μας είναι η ευθύνη. Να εμπνευστούμε από την υπόθεση της μεγάλης Κεντροαριστεράς. Να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας. Και θα εμπνεύσουμε. Πάντα εμπνέουν οι πολιτικοί όταν ξεπερνούν τον εαυτό τους, όταν βάζουν πρώτο το εμείς, όταν τολμούν να αναλάβουν ρόλο ηγέτη σ΄ένα πρωτοπόρο κοινωνικά και ιστορικά αναγκαίο βήμα.
Θα δυσκολευτούμε. Ο πολιτικός χώρος του δημοκρατικού σοσιαλισμού δεν είναι πια γεμάτος σκελετούς στις ντουλάπες του –αυτοί μετακόμισαν στο ΣΥΡΙΖΑ- αλλά είναι γεμάτος από πολλούς πάρα πολλούς συναγωνιστές.
Και θα σας πω αμέσως ποιους περιμένω συμμάχους εκτός ΔΗΜΑΡ και τους καλούς φίλους που είναι ήδη κοντά μας στην αναμέτρηση αυτή. Τα παιδιά του Λεωνίδα, που σήμερα βρίσκονται άστεγα σ΄αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο. Και τους ρεαλιστές, τους τολμηρούς ρεαλιστές του πρώην ΠΑΣΟΚ, που το ίδιο το επίσημο ΠΑΣΟΚ έθεσε εκτός σε άλλη φάση. Αυτούς που προσπάθησαν να ανακόψουν την κρίση, που προειδοποίησαν, λέγοντας δυσάρεστες αλήθειες. Και που εμείς τότε δεν τολμήσαμε να στηρίξουμε.
Ξέρω βέβαια ότι όσα θετικά κι αν θυμίσω για τα πρόσωπα, ο ρόλος των προσώπων στην Ιστορία θα συμπυκνώνεται στη φράση: «μα με τον Βενιζέλο;».
Απάντηση στο ερώτημα αυτό για τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ δεν έχω. Και δεν έχω, γιατί δεν θέλω να δώσω σε κανέναν το δικαίωμα να αμφισβητήσει τον πιθανό ρόλο του δικού μας Προέδρου.
Απευθύνομαι τώρα στους συντρόφους μου, γιατί δεν πρέπει να κρυβόμαστε, που θεωρούν το ΣΥΡΙΖΑ χώρο έτοιμο για συνάντηση μαζί του.
Δεν έρχεται η πρόοδος συντρόφισσες και σύντροφοι, με τη χειραγώγηση της κοινωνίας. Η χειραφέτησή της τη φέρνει. Κι η χειραφέτηση του λαού θέλει αλήθειες, για να ωριμάσουν οι συνειδήσεις των ανθρώπων. Δεν ωριμάζουν όταν τις χαϊδεύεις και απελευθερώνεις το αντικοινωνικό μένος δικαιολογώντας κάθε πράξη τους, επειδή επινόησες ένα ιδεολόγημα ότι τάχα βρισκόμαστε σε κοινωνικό πόλεμο.
Η πρόοδος σύντροφοι, βρίσκεται στη συνισταμένη των κοινωνικών δυνάμεων. Πρόοδος των μισών, δεν είναι μισή πρόοδος. Είναι μη πρόοδος.
Τι υπερασπίστηκε Κυβέρνηση και αντιπολίτευση τις προηγούμενες μέρες; Το δικαίωμα της μάθησης ή το δικαίωμα της εξέτασης; Το Πανεπιστήμιο και τη δωρεάν παιδεία ή το εξεταστικό κέντρο και τη τζάμπα εξέταση;
Ο πολιτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ασκεί απλώς λαϊκισμό. Αυτό το κάνει επιτυχώς ο Πάνος Καμμένος. Ο λόγος του ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώνει συνειδήσεις που προσδοκούν τη σύγκρουση και είναι αναγκασμένοι να εφευρίσκουν εχθρό και συνειδήσεις που προσδοκούν τη νομή της εξουσίας. Οι δεύτερες προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από το ΠΑΣΟΚ.
Όπως κρύφτηκε πίσω από την κοσμοπολίτικη ανάλυση ότι η κρίση είναι μόνο ευρωπαϊκή και παγκόσμια, άρα δεν χρειάζεται να αλλάξει τίποτα εδώ, όπως επέβαλε το διαχωρισμό μνημονιακών και αντιμνημονιακών και δεν πτοήθηκε ούτε όταν πίσω τους στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο συντάχθηκε ό,τι πιο σκοτεινό και δύσοσμο έχει ο τόπος, όπως διατυπώνουν υπέροχες, γενναιόδωρες λύσεις αναδιανομής, αριστερής αναδιανομής του πλούτου αλλά υπονομεύουν συστηματικά και επίμονα κάθε προσπάθεια δημιουργίας νέου πλούτου, έτσι, επικοινωνιακά, επινόησε το ιδεολόγημα ότι βρισκόμαστε σε κοινωνικό πόλεμο, για να διαμορφώνει τεχνητές πολώσεις και να χειριστεί εργαλειακά το εκλογικό ακροατήριο.
Αλλά ποιάς Αριστεράς ο Αρχηγός σε καιρό πολέμου έχει ως προνομιακούς συνομιλητές αυτούς που έχει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ; Από πότε η Αριστερά πολεμά τον κοινωνικό αντίπαλο με συμμάχους την Εκκλησία, τις πασοκικής κοπής συντεχνίες, τους νάρκισσους, τους βολεμένους και τα μεγάλα τζάκια;
Ο μοναδικός πόλεμος που διεξάγει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η αυτοδύναμη κατάληψη της εξουσίας.
Σ΄αυτόν τον πόλεμο εγώ είμαι απέναντι. Όχι μόνο για τους ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους που με οδηγούν στην ανάγκη διαμόρφωσης ενός ισχυρού τρίτου πόλου αλλά και για κοινωνικούς και δημοκρατικούς λόγους.
Γιατί ο πόλεμος του είναι φανατικός και μισαλλόδοξος. Του επιβάλλει καταστροφικές απλουστεύσεις. Σύμμαχος όποιος συμφωνεί, εχθρός, φασίστας, πουλημένος όποιος διαφωνεί. Γιατί μέχρι τον τελικό στόχο όλα επιτρέπονται. Όλα δικαιολογούνται, αρκεί να συμβάλουν στον τελικό στόχο.
Όταν χωρίζεις τον κόσμο σε εχθρούς και δικούς σου ( Ή εμείς ή αυτοί), στους «κλειδοκράτορες της Ιστορίας» που θα αποφασίζουν σε λαϊκές συνελεύσεις και στους άλλους που συμμετέχουν στην «κοινοβουλευτική χούντα», τα πράγματα κινούνται οριακά.
Δείτε τις παρωπίδες και το φανατισμό της ΑΥΓΗΣ που αγαπήσαμε. Οι άνθρωποι δεν διανοούνται ότι υπάρχει άλλη γνώμη, δεν αντέχουν την κριτική. Δείτε πώς ερμηνεύουν τις αποτυχίες τους, δείτε τις αντιδράσεις τους σε μια γελοιογραφία…
Ξέρετε, οι παράπλευρες απώλειες του πολέμου που αισθάνεται ότι διεξάγει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να αναρριχηθεί στην εξουσία, είναι απείρως πιο επικίνδυνες από τη θέση του για το Ευρώ π.χ. .
Γιατί οι θέσεις αλλάζουν. Αρκεί μια ομιλία στο εξωτερικό, συχνά απλώς ένα δελτίο τύπου. Αλλά οι επιδράσεις του φανατισμού και η νομιμοποίηση της αρχής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» δεν παίρνονται πίσω, παραμένουν πληγές στο σώμα της κοινωνίας και της δημοκρατίας. Και δεν οδηγούν σε καμιά πρόοδο.
Ολοκληρώνω την παρέμβαση μου σ και σ. με την αυτοκριτική μου.
Επιτρέψτε μου κατ’αρχήν να αναφερθώ σε ένα θέμα που ακούγεται προσωπικό αλλά είναι βαθύτατα πολιτικό.
Είμαι εδώ, μπροστά σας, με τις ιδέες μου, με τις απόψεις μου, με τα αισθήματα μου, με την προσωπική μου ιστορία 40 χρόνων. Και απαντώ με σιωπή στη μικρόνοια μερικών που μετέτρεψαν την πολιτική διαμάχη σε μάχη προσώπων. Που προσπάθησαν να σας πείσουν ότι ο Λυκούδης είναι άνθρωπος που υπηρετεί άλλο σχέδιο ή εποφθαλμιά τη θέση του Κουβέλη ή δεν ξέρω τι άλλο. Γιατί δεν είχαν άλλο τρόπο να αντιταχθούν στη λογική από το να τη σπιλώσουν.
Αλλά είμαι εδώ, μπροστά σας και το ξεκαθαρίζω.
Ο Λυκούδης δεν θα είναι παρών, μόνον όταν αισθανθεί ότι η παρουσία μας δεν είναι ωφέλιμη για τον τόπο και το λαό μας. Μόνον όταν αισθανθεί ότι οι στόχοι που θέτουμε, με τις δημοκρατικές μας διαδικασίες, είτε ξεπερνούν τις ψυχικές και σωματικές του δυνάμεις είτε δεν συνιστούν προοδευτική κατεύθυνση. Μόνο τότε θα κάνει στην άκρη ο Λυκούδης.
Από τη στιγμή της εισόδου μας στην κυβέρνηση στάθηκα περισσότερο στην υπεράσπιση της επιλογής μας να συμμετάσχουμε στην κυβέρνηση, στην προσπάθεια διατύπωσης ενός διακριτού στίγματος, στην προσπάθεια διαλόγου και αποσαφήνισης των κεντρικών μας θέσεων προς τα μέλη καταρχήν και τις οργανώσεις μας – έκανα περιοδείες- και παρουσιάσεις στα ΜΜΕ, και, πιστέψτε με δεν ήταν ούτε χωρίς κόπο ούτε εύκολο. Απέφερε νομίζω αποτελέσματα, έτσι μου λένε, μια διεισδυτικότητα προς την κοινωνία, αλλά δεν μου επέτρεψε να θέσω ως πρώτη προτεραιότητα τα θέματα δομής και λειτουργίας του κόμματος.
Και πρέπει να σας πω ότι η στενή φιλία μου με τον Φώτη δεν λειτούργησε πάντα θετικά. Αυτό βέβαια δεν δικαιώνει την Ελένη που επιμένει ότι οι σωστοί πολιτικοί δεν έχουν φίλους στη δράση τους.
Εγώ τις τιμώ τις φιλίες μου.
Συντρόφισσες και σύντροφοι, δεν περιποιεί τιμή σε κανέναν μας να παραβλέπουμε ότι το κόμμα μας χρειάζεται μια τολμηρή επανεκκίνηση.
Μπορεί να μην είναι προσωποπαγές, μπορεί να μην είναι αρχηγικό όπως πολλοί λένε, χρειάζεται όμως επανεκκίνηση των λειτουργιών του. Και σπεύδω να τονίσω ότι η ευθύνη γι΄ αυτό βαραίνει εμένα και τα μέλη της ΚΕ, που δεν φροντίσαμε τις δομές και τις υποδομές και όχι τον Πρόεδρο. Ο Φώτης ακούει. Ηγετική ομάδα σοβαρή και συνεκτική χρειάζεται, που δεν υπήρξε ποτέ.
Ο Γραμματέας της ΚΕ στην νέα περίοδο πρέπει να προσέξει θέματα που εγώ πρόσεξα λίγο. Στην καθημερινή μάχη με το χρόνο δεν επέμεινα στην εξέταση και αναθεώρηση μιας σειράς ζητημάτων που επηρεάζουν ή και καθορίζουν τη δομή και τον τρόπο λειτουργίας του κόμματος.
Και ήταν μέγα λάθος. Διότι ο τρόπος παραγωγής πολιτικής, η νομοθετική και η εν γένει κοινοβουλευτική μας δουλειά σχετίζονται, αιτιακά σχεδόν, με τον τρόπο που λειτουργεί το κόμμα ως μηχανισμός και ομάδες επεξεργασίας πολιτικής. Ακόμη και στις περιπτώσεις όμως που επεχείρησα διαρθρωτικές ή διορθωτικές κινήσεις, δεν πέτυχα. Και θα σας εξομολογηθώ το λόγο με μια δόση τρυφερότητας. Η ηγετική παρέα του κόμματός μας ήταν πάντα μια παρέα φίλων. Και κάθε προσπάθεια αλλαγής αλλά με συγκρούσεις προσέκρουε σ΄αυτό, στη φιλία. Το συμπέρασμά μου λοιπόν από το λάθος αυτό είναι ότι η νέα ΚΕ και ο νέος γραμματέας οφείλουν να θέσουν σε πρώτη προτεραιότητα κανόνες λειτουργίας του κόμματος και της κοινοβουλευτικής ομάδας, να ηχογραφούνται οι συνεδριάσεις των συλλογικών οργάνων, ώστε να καταγράφονται οι απόψεις, και να τιμούν όλοι εκτός λειτουργιών τις φιλίες τους.
Συντρόφισσες και σύντροφοι με τους πιο πολλούς, τις πιο πολλές από σας συνοδοιπορώ δεκαετίες. Με άλλους διασταυρώθηκαν πρόσφατα οι δρόμοι μας. Σας χαιρετώ απερχόμενος όλους, έναν – έναν, μία –μία, όλο το συνέδριο, όλο το κόμμα.
Σας χαιρετώ με όλο το πάθος της δύναμης και της ανθρωπιάς που κρύβει η αριστερή συντροφικότητα.