Μετά την Ελλάδα, και οι εξελίξεις στην Πορτογαλία βάζουν ταφόπλακα στη διάκριση μεταξύ «μνημονιακών» και «αντιμνημονιακών» πολιτικών δυνάμεων. Αλλά και σφραγίζουν, ακόμα πιο κρίσιμα, την ένταξη της κυβερνητικής Αριστεράς στο ευρωπαϊκό σχέδιο, παρά τα μεγάλα προβλήματα του.
Οι σοσιαλιστές έχασαν στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου τη μάχη της πρωτιάς με την κεντροδεξιά, όμως το σύνολο των αριστερών δυνάμεων υπερίσχυσε τόσο σε ψήφους όσο και σε έδρες. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός του Πορτογαλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ουδέποτε αμφισβητήθηκε από την εποχή του Μάριο Σοάρες, κάτι που δεν συνέβαινε όμως με τα δύο άλλα κόμματα του χώρου, το «αντισυστημικό» «Μπλοκ της Αριστεράς» (10,2% στις εκλογές) και, ιδίως το (πάλαι ποτέ δεύτερο μετά το ΚΚΕ σταλινικό κόμμα της Ευρώπης) Κομμουνιστικό Κόμμα (8,3%). Το σημαντικό είναι ότι, ενόψει μιας πιθανής συνεργασίας για την προσεχή διακυβέρνηση της χώρας, οι ως τώρα «ευρω-φοβικές» (Μπλοκ) ή ανοιχτά αντιτιθέμενες στο ευρώ (Κομμουνιστές) δυνάμεις συμφώνησαν ότι η ευρωπαϊκή συμμετοχή της χώρας, όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και στο πολιτικό πεδίο, είναι δεδομένη και συνιστά τον πυρήνα της κοινής προσπάθειας. Παραμονή στο ευρώ και εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης γίνονται έτσι η συγκολλητική ουσία «συστημικών» και «αντισυστημικών» δυνάμεων, σε μια χώρα μάλιστα που πέρασε μέσα από το καμίνι του δικού της Μνημονίου.
Μια τέτοια σύγκλιση δεν ήταν ούτε αυτονόητη, ούτε εύκολη. Ένας ευρέως διαδεδομένος πολιτικός μύθος θέλει τα «αντισυστημικά» κόμματα, ιδίως στο χώρο της Αριστεράς, να χτίζουν την ιδιαιτερότητα, και τη συνακόλουθη εκλογική επιρροή τους, πάνω στη διαφοροποίηση με το μεγάλο μπαμπούλα της εποχής, την Ευρώπη. Το ιδεολογικό υπόστρωμα του μύθου είναι ότι δήθεν η Ευρώπη έχει γίνει ανεπίστρεπτα «Δεξιά», ιδίως μέσα από τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης, έτσι ώστε η μόνη συνεπής «αριστερή» στάση να είναι η μη συμμετοχή ή και η εναντίωση στο ευρωπαϊκό «όραμα» (χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε κάθε φορά ότι το όραμα αυτό είναι φθαρμένο και ατελές;). Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, κόμματα εξουσίας και άρα, εξ ορισμού, «συστημικά», προσπαθούσαν, ως τώρα εντελώς ανεπιτυχώς, να ξεπεράσουν αυτή την αστήρικτη αλλά αποτελεσματική θεωρία προβάλλοντας το βολονταρισμό (χρειάζεται αγώνας από μέσα για να γίνει η Ευρώπη πιο αριστερή) και το ρεφορμισμό τους (ο μόνος πραγματικός δρόμος της Αριστεράς, ιδίως σε μια κοινότητα 28 διαφορετικών κρατών, είναι οι βαθιές υπέρ της ισότητας, της δικαιοσύνης αλλά και της ανταγωνιστικότητας μεταρρυθμίσεις). Η προσχώρηση αριστερών δυνάμεων πέραν της σοσιαλδημοκρατίας σε αυτόν τον πολιτικό και ιδεολογικό αγώνα συνιστά μια μείζονα εξέλιξη, που δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιοριστεί μέσα στα πορτογαλικά σύνορα.
Μια ενδεχόμενη φιλευρωπαϊκή αριστερή κυβέρνηση στην Πορτογαλία δεν θα ακολουθήσει, ο αρχηγός των σοσιαλιστών Αντόνιο Κόστα το είπε καθαρά, την ίδια πολιτική με την κεντροδεξιά προκάτοχό της. Πάνω στον καμβά «σεβασμός των συμφωνηθέντων – δημοσιονομική εξυγίανση», οι «κόκκινες γραμμές» της Αριστεράς, το ξέσφιγμα της λιτότητας και η πιο δίκαια κατανομή των βαρών, παραμένουν και θα αποτελούν τον δεύτερο, δίπλα στην Ευρώπη, πόλο του ενδεχόμενου κυβερνητικού προγράμματος. Η δε μέθοδος δια της οποίας θα επιδιωχθούν αυτοί οι στόχοι είναι κατεξοχήν ρεφορμστική: με αλλαγές ουσίας και όχι εικόνας στους κρίσιμους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Το γεγονός ότι τα δύο μικρότερα κόμματα της Αριστεράς συμφώνησαν να μην εγγράψουν ρητά στο κυβερνητικό πρόγραμμα την αναδιάρθρωση του χρέους και τη δημοσιονομική χαλάρωση αποτελεί μάθημα ευελιξίας αλλά και αποδοχής της ουσίας της σοσιαλδημοκρατικής μεθόδου.
Ας ελπίσουμε, για το καλό ολόκληρης της ευρωπαϊκής Αριστεράς, ο συνασπισμός αυτός να μπορέσει τελικά να ευοδωθεί και κυρίως, αν σχηματιστεί κυβέρνηση, να μην αποδειχτεί, στη δοκιμασία της εξουσίας, ότι ο μόνος ή ο σημαντικότερος λόγος ύπαρξής της ήταν ακριβώς η νομή της εξουσίας.