Είναι φανερό ότι οι εν εξελίξει εκλογές διεξάγονται σε ένα πολιτικό τοπίο, που χαρακτηρίζεται από την διασφάλιση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, μετά την νέα Συμφωνία, την ριζική αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων καθώς και την περιθωριοποίηση της παραπλανητικής και ψευδεπίγραφης αντίθεσης μνημόνιο – αντιμνημόνιο (που υποστηρίζεται πλέον μόνον από περιορισμένης ισχύος και ετερόκλητες πολιτικές δυνάμεις).
Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα εκείνο που απομένει είναι η επιστροφή της πολιτικής διαμάχης στην φυσιολογική της κοίτη, δηλαδή στην αντίθεση Αριστερά-Δεξιά, η οποία, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, εξακολουθεί να είναι -με όλες τις αναγκαίες αναπροσαρμογές- η βασική αντίθεση που διαπερνά τις σύγχρονες κοινωνίες.
Ο πόλος της Δεξιάς είναι δεδομένος και φαίνεται να διεκδικεί με αξιώσεις την πρώτη θέση, παρά το έλλειμμα ηγεσίας, τις πελατειακές και συντηρητικές εμμονές της, τα εντόνως καθεστωτικά χαρακτηριστικά της, την τυχοδιωκτική και ανεύθυνη στάση του τέως αρχηγού της -με εξαίρεση τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό- αλλά και την έλλειψη αυτοκριτικής για την καταστροφική περίοδο 2004-2009.
Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι το ακόλουθο: Ποια είναι η Αριστερά που καλείται να αντιμετωπίσει αυτήν την Δεξιά;
Εν πρώτοις, μια τέτοια Αριστερά δεν μπορεί να είναι ούτε το ΚΚΕ (το οποίο άλλωστε αυτοεξαιρείται, εμμένοντας στον αυτάρεσκο απομονωτισμό του), αλλά ούτε και η αποσχισθείσα νεοσταλινική πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία είναι ο ορισμός του κατά Λένιν «αριστερισμού» (δηλαδή της πολιτικής ανάγνωσης της πραγματικότητας ερήμην των πραγματικών διεθνών, ευρωπαϊκών και εθνικών συσχετισμών). Πρόκειται στην ουσία για κόμματα διαμαρτυρίας, διότι αρκούνται στην αφ’υψηλού και σε όλους τους τόνους καταγγελία της σημερινής πραγματικότητας (και μάλιστα με θεωρητικά εργαλεία τα εγχειρίδια μαρξισμού της πρώην ΕΣΣΔ…), χωρίς να προτείνουν καμία σοβαρή, ιδεολογικά επεξεργασμένη και πολιτικά εφικτή λύση (πλην, ίσως, της ανατριχιαστικής προοπτικής μιας ευρωπαϊκής χώρας με τα χαρακτηριστικά της Βόρειας Κορέας …).
Αν λοιπόν εννοούμε την Αριστερά με την ευρωπαϊκή έννοια του όρου -διότι δεν είμαστε ο ομφαλός της γης- σε αυτήν κατ’αρχήν εντάσσονται όσοι έχουν σημεία αναφοράς την δημοκρατία και τον σοσιαλισμό και παράλληλα αναζητούν μια σοβαρή και αξιόπιστη κυβερνητική προοπτική. Με αυτά τα δεδομένα, η κύρια δύναμη αυτής της Αριστεράς εκ των πραγμάτων είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, από τη στιγμή ιδίως που επέλεξε με αποφασιστικότητα την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και απαλλάχθηκε από τις ποικίλες -είτε αριστερίστικες είτε γκροτέσκες και φαμφαρόνικες- παραφυάδες του. Επίσης στην Αριστερά, με την ως άνω ευρεία έννοια του όρου, εντάσσονται αντικειμενικά και οι συγκλίνουσες πλέον (εξ επιλογής ή έστω εκ του αποτελέσματος) δυνάμεις της πάλαι ποτέ «προοδευτικής παράταξης», δηλαδή αφ’ενός μεν το ΠΑΣΟΚ και το ΚΙΔΗΣΟ, που προέρχονται από το παλαιό κραταιό ΠΑΣΟΚ (το ξεκίνημα του οποίου υπήρξε πολύ πιο αριστερό από τον βαυκαλιζόμενο με το «πρώτη φορά Αριστερά» ΣΥΡΙΖΑ…), αφ’ετέτου δε η -συρρικνωμένη μεν αλλά υπαρκτή- συνέχεια της Ανανεωτικής Αριστεράς (ΔΗΜΑΡ). Αντίθετα, ερωτηματικό παραμένει η πλευρά που θα επιλέξει το επαμφοτερίζον και βαθύτατα αρχηγικό «Ποτάμι», παρότι μεγάλο μέρος των στελεχών του εντάσσεται εμφανώς στον χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Ωστόσο, ο πραγματικός κορμός της ευρείας Αριστεράς δεν είναι αυτά τα σχήματα αλλά οι κοινωνικές δυνάμεις που αναζητούν μια εν γένει προοδευτική διέξοδο καθώς και ένας μεγάλος αριθμός ανένταχτων προοδευτικών πολιτών, οι οποίοι τηρούν στάση αναμονής. Όλοι αυτοί κατά κανόνα αξιολογούν και κρίνουν με νηφαλιότητα πολιτικές στάσεις και συμπεριφορές, αντιτιθέμενοι παράλληλα σε οποιαδήποτε νέα υποκατάσταση της πραγματικής αντίθεσης Αριστερά-Δεξιά (ιδίως με την απολίτικη αντίθεση «παλαιό-νέο», που λανσάρει επ’εσχάτων, μιμούμενος το Ποτάμι, ο ΣΥΡΙΖΑ).
Θα μπορούσαμε πάντως να πούμε ότι ο κορμός αυτός της ευρείας Αριστεράς προσβλέπει κυρίως:
Πρώτον, στο να μετεξελιχθεί όντως ο ΣΥΡΙΖΑ σε ηγεμονικό προοδευτικό κόμμα εξουσίας, που θα μπορεί να συνδυάσει τον αναγκαίο ριζοσπαστισμό με την επιβαλλόμενη σοβαρότητα στην διαχείριση των κυβερνητικών υποθέσεων, εγκαταλείποντας, ιδίως, τις ουκ ολίγες επιβιώσεις των παιδικών ασθενειών της Αριστεράς, την θεσμική του ανευθυνότητα, την εγγενή τάση προς έναν τυχοδιωκτικό λαϊκισμό (που βρίσκεται, βέβαια, στον αντίποδα της -αναγκαίας για ένα κόμμα της Αριστεράς- λαϊκότητας) αλλά και την εμμονή του στην συνεργασία με την πολιτικά λούμπεν, συνωμοσιολογική και «ελληνοχριστιανική» ακροδεξιά του Καμμένου.
Δεύτερον, στο να ενοποιηθούν ουσιαστικά και σε βάθος οι προερχόμενες από το ΠΑΣΟΚ και την Ανανεωτική Αριστερά δυνάμεις. αφήνοντας πίσω, με θαρραλέα βήματα, τις σημερινές παθογένειές τους (καθεστωτισμό, πελατειασμό, ιδεολογική μετάλλαξη, κομφορμισμό) αλλά και αποσυνδεόμενες πλήρως από την -αρνητική όπως αποδείχθηκε- επιρροή των πρώην αρχηγών τους (οι οποίοι ευθύνονται καθοριστικά, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, για την παρακμή τους).
Το ζητούμενο, φυσικά, είναι να αποσαφηνισθούν ως τάχιστα οι όροι της πολιτικής εκπροσώπησης, προκειμένου κατασταλάξουν οι κομματικές επιλογές ανάμεσα σε δύο υπολογίσιμα και αξιόπιστα πολιτικά σχήματα, τα οποία, διδαγμένα από τα λάθη τους, επαναπροσανατολίζοντας την πορεία τους αλλά και διατηρώντας τα επί μέρους διακριτά στοιχεία της φυσιογνωμίας τους, θα αποτελέσουν όχι μόνον τον νέο πόλο της ευρείας Αριστεράς αλλά και έναν ισχυρό συνασπισμό εξουσίας. Διότι μόνον ένας τέτοιος συνασπισμός μπορεί να διασφαλίσει μια αδιαπραγμάτευτα ευρωπαϊκή πορεία της χώρας με όρους εθνικής αξιοπρέπειας και πολιτικής αυτονομίας, συνδυάζοντας, ιδίως, την -αναγκαία- εφαρμογή των συμφωνηθέντων με ένα ρηξικέλευθο και συνάμα ρεαλιστικό σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης, που θα διασφαλίζει ταυτόχρονα την βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και την μέγιστη εφικτή, υπό τα παρούσες συνθήκες, κοινωνική δικαιοσύνη.