Τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι επιβεβαίωσαν ότι καμία μεγαλούπολη σε ανοιχτή, δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί να προστατευθεί από τις επιθέσεις ανθρώπων που είναι αποφασισμένοι να πεθάνουν για να πλήξουν τον «εχθρό» (ιδιαίτερα σε μια χώρα με όχι ευκαταφρόνητο αριθμό μη ενταγμένων μεταναστών 2ης ή 3ης γενιάς). Μόνη πραγματική γραμμή άμυνας, οι υπηρεσίες πληροφοριών, που όμως εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να προλαμβάνουν κάθε τρομοκρατική επίθεση. Η επίθεση επαναφέρει μνήμες των πληγμάτων σε Ν. Υόρκη, Ουάσιγκτον, Μαδρίτη και Λονδίνο και πιθανότατα θα έχει σημαντικές επιπτώσεις σε μια σειρά τομέων, με κυριότερους την ενίσχυση ακροδεξιών και ξενοφοβικών κομμάτων σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, τον ενδεχόμενο περιορισμό των προσωπικών ελευθεριών και δικαιωμάτων και τις αλλαγές στη μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε.
Ιδιαίτερα το τελευταίο ζήτημα είναι κομβικής σημασίας για τη χώρα μας, καθώς ενίσχυση των τάσεων περί μη κατανομής των προσφύγων σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. και αδυναμία επίτευξης συμφωνίας για καταμερισμό των μεταναστευτικών βαρών θα εγκλώβιζε σημαντικό αριθμό προσφύγων/μεταναστών σε ελληνικό έδαφος, καθιστώντας την κατάσταση μη διαχειρίσιμη. Η προσπάθεια σύνδεσης των προσφυγικών ροών με το ζήτημα των τζιχαντιστών είναι κατανοητή μεν λόγω ανησυχιών ασφαλείας, άστοχη δε, καθώς η πλειονότητα των τρομοκρατών στο Παρίσι (αλλά και στην επίθεση κατά του Charlie Hebdo) ήταν Γάλλοι πολίτες. Ασφαλώς οι μαζικές προσφυγικές ροές κάνουν τη μετακίνηση μικρού αριθμού τζιχαντιστών πιο εύκολη, αλλά αυτοί θα μετακινούνταν έτσι κι αλλιώς προς τις χώρες-στόχους χρησιμοποιώντας άλλα δίκτυα.
Οσον αφορά το επονομαζόμενο «Ισλαμικό Κράτος», μάλλον υποτίμησε τις συνέπειες των ενεργειών του με τα τρομοκρατικά χτυπήματα εναντίον της Γαλλίας και της Ρωσίας, συμβάλλοντας, άθελά του, στη δημιουργία ενός ισχυρού συνασπισμού κρατών με -περιστασιακή, έστω- σύγκλιση συμφερόντων. Πρόκειται για κλασικό σφάλμα στο πλαίσιο μιας ασύμμετρης σύγκρουσης: προσπαθώντας η «αδύναμη» πλευρά να πείσει τον ισχυρό ότι το κόστος της σύγκρουσης υπερβαίνει το όποιο όφελος (με επιτυχία στις επιθέσεις εναντίον των Αμερικανών πεζοναυτών και Γάλλων λεγεωναρίων στη Βηρυτό το 1983 ή στο Μογκαντίσου το 1993), κλιμακώνει υπερβολικά και υποχρεώνει την άλλη πλευρά να την αντιμετωπίσει ως σοβαρή απειλή για τα συμφέροντα και την ασφάλειά της και να την εξουδετερώσει, συνεργαζόμενη και με άλλες δυνάμεις που υιοθετούν αυτή την εκτίμηση απειλής (π.χ. 9/11).
Είναι λίαν πιθανό ότι θα υπάρξει στο κοντινό μέλλον συμφωνία των εμπλεκομένων κρατών για την εύρεση πολιτικής λύσης στη συριακή σύγκρουση και θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για το ISIS. Ομως, αν θεωρηθεί απλώς τρομοκρατική οργάνωση και αγνοηθεί η θρησκευτική διάσταση, καθώς και τα αισθήματα περιθωριοποίησης στις μουσουλμανικές κοινότητες εντός και εκτός Μέσης Ανατολής, τότε το ίδιο φαινόμενο θα επαναληφθεί σύντομα σε κάποιο άλλο σημείο της περιοχής. Επίσης, ακόμη και αν η τύχη του ISIS είναι σε βάθος χρόνου προδιαγεγραμμένη, συνεχίζει να διαθέτει επιχειρησιακές ικανότητες για την πραγματοποίηση και άλλων τρομοκρατικών χτυπημάτων. Η χώρα μας μπορεί να βρίσκεται σχετικά χαμηλά στον κατάλογο πιθανών στόχων, αλλά ο εφησυχασμός δεν επιτρέπεται.