Το ελληνικό πανεπιστήμιο μετά τη δικτατορία άρχισε δειλά να παρακολουθεί τις παγκόσμιες επιστημονικές εξελίξεις και να διεθνοποιείται.
Μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’70 οι έλληνες πανεπιστημιακοί και ερευνητές άρχισαν να δημοσιεύουν ερευνητικές εργασίες που σε μεγάλο βαθμό είχαν εκπονηθεί στη χώρα μας και όχι σε κάποιο πανεπιστήμιο ή ίδρυμα του εξωτερικού. Κατά τη δεκαετία του ’80 άρχισε η ροή χρηματοδότησης ερευνητικών προγραμμάτων, κυρίως από την τότε ΕΟΚ, αλλά και από μικρότερα διακρατικά ή αμιγώς ελληνικά προγράμματα. Ιδιαίτερα στις θετικές επιστήμες, που από τη φύση τους ευνοούν τη διεθνοποίηση, μπήκαν οι βάσεις για να συνδεθεί η ελληνική επιστημονική κοινότητα με την ομόλογή της στο εξωτερικό.
Η εκπόνηση διδακτορικών διατριβών, οι δημοσιεύσεις εργασιών σε διεθνή περιοδικά και η συμμετοχή σε διεθνή συνέδρια άρχισαν να πλησιάζουν τα διεθνώς αποδεκτά ακαδημαϊκά στάνταρ. Συνακόλουθα, ανέβηκε το επίπεδο διδασκαλίας, καθώς ο ενημερωμένος και ενεργός ερευνητής γίνεται και καλύτερος δάσκαλος. Ο κλασικός ορισμός του πανεπιστημίου ως χώρου όπου παράγεται και μεταβιβάζεται η γνώση βρήκε εφαρμογή. Παράλληλα, τα χρόνια της ευημερίας που ακολούθησαν, η ολοένα και μεγαλύτερη ενσωμάτωση της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια και η αυξημένη ροή κονδυλίων βελτίωσαν ακόμη περισσότερο τις καλές προοπτικές της ανώτατης εκπαίδευσης.
Πολύ πριν από την κρίση, όμως, έγινε αντιληπτό ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν έδινε πίσω στην κοινωνία όσα όφειλε και όσα μπορούσε. Οι σχολές και τα τμήματα μετατράπηκαν σε αποθήκες φοιτητών, σε εξεταστικά κέντρα, ενώ η ερευνητική δραστηριότητα μετατράπηκε σε ρουτίνα εξέλιξης στην ακαδημαϊκή ιεραρχία με χαρακτηριστικά επετηρίδας. Εκεί που ατύχησε καθοριστικά το ελληνικό πανεπιστήμιο ήταν στο μοντέλο διοίκησης και στο είδος του πανεπιστημιακού που οι ομόλογοί του ανέθεσαν αυτή τη διοίκηση. Αν γίνει μια χαρτογράφηση των πρυτάνεων που διοίκησαν από το 1982 μέχρι σήμερα την ανώτατη εκπαίδευση, θα εκπλαγεί κανείς από τον αριθμό όσων διετέλεσαν συνδικαλιστές είτε της τάδε φοιτητικής παράταξης είτε της δείνα παράταξης πανεπιστημιακών και από τον βαθμό κομματικής εμπλοκής και εξάρτησής τους. Αλλά, δυστυχώς, το ίδιο έγινε και με τα στελέχη που έδωσε το ελληνικό πανεπιστήμιο πίσω στην κοινωνία. Το μεγάλο κακό είναι ότι επί 30 χρόνια το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν μπόρεσε να δώσει σοβαρά στελέχη στη διοίκηση και τη διακυβέρνηση της χώρας. Μόνο τους συνδικαλιστές έδωσε. Δεκάδες υπουργοί και εκατοντάδες βουλευτές και στελέχη όλων των κομμάτων βγήκαν από τη χειρότερη μήτρα του ελληνικού πανεπιστημίου, την κομματική φοιτητική παράταξη. Η διαδρομή αυτή αποτέλεσε για δεκαετίες τον μοναδικό μηχανισμό παραγωγής πολιτικών στελεχών για το σύνολο του πολιτικού φάσματος. Η περιστασιακή διακόσμηση των ψηφοδελτίων και των κοινοβουλευτικών ομάδων με καλλιτέχνες και αθλητές δεν αλλάζει την εικόνα.
Το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν κατόρθωσε να τροφοδοτήσει το πολιτικό σύστημα της χώρας με συγκροτημένα στελέχη. Στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου μετρούν την επιτυχία τους με την ποιότητα και τη φήμη των αποφοίτων τους. Από τη σκοπιά αυτή, το ελληνικό πανεπιστήμιο, αν και είχε τις προϋποθέσεις να επιτύχει, απέτυχε παταγωδώς.
Η εκκωφαντική αποτυχία των ελίτ της χώρας είναι αντανάκλαση της αποτυχίας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η κοινωνία, ο σκληρά φορολογούμενος πολίτης που με το υστέρημά του χρηματοδοτεί την παιδεία της χώρας, είναι καιρός να απαιτήσει τα ανταποδοτικά οφέλη που δικαιούται.