Κανείς δε θα πίστευε ότι μετά από τα δυο μνημόνια (μεσοπρόθεσμα προγράμματα προσαρμογής) και την εφαρμογή δεκάδων νομοθετικών ρυθμίσεων και παρεμβάσεων για την ενσωμάτωση των παραπάνω στην ελληνική πολιτεία, μετά από 5 έτη οικονομικής επιδείνωσης και σκληρής λιτότητας που ξεκινούσε με την ανοχή, αν όχι με αποδοχή μεγάλης μερίδας των ελλήνων πολιτών, θα υπήρχε ακόμα κοινωνική σταθερότητα.
Κοινωνική σταθερότητα, ως προαπαιτούμενο, που είναι η βάση για όλα, τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Την τρέχουσα περίοδο που βελτιώνονται οι οικονομικοί δείκτες και διορθώνονται τα δίδυμα ελλείμματα, καταγράφεται η ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος και η διαφαινόμενη έξοδος της Ελλάδας στις αγορές, για κάποιους, μπορούν ως στοιχεία να συνιστούν αλλαγή σελίδας. Οφείλουν όμως όλοι, να αναγνωρίσουν την απειλητικά διογκούμενη ανεργία, ιδίως αυτή των μακροχρόνια ανέργων, την αδυναμία θεσμοθέτησης ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος, την αδυναμία υποστήριξης κοινωνικών δομών στη βάση της στήριξης των ελαχίστων προϋποθέσεων διατήρησης της κοινωνικής συνοχής.
Στη περίοδο που διανύουμε με τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, τη γενικευμένη ανασφάλεια, την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και το Κράτος, είναι αναγκαίο να επανακαθοριστούν οι σχέσεις που έχουν διασαλευθεί.
Το στοίχημα που πλέον καθίσταται διακύβευμα αλλά και υπέρτατη εθνική πρόκληση, είναι το πως και με ποιο τρόπο η κοινωνία έχει τη δύναμη να αλλάξει. Η αλλαγή απαιτεί θέληση κι αποφασιστικότητα για ρήξη!!! Επιβάλλεται η ρήξη με όλες αυτές τις μικρές και μεγάλες ομάδες συμφερόντων, κατεστημένων για δεκαετίες, όπου κάθε ομάδα επιθυμεί να συντηρήσει και να διασφαλίσει τα κεκτημένα, που μπορεί να φαίνονται λογικά αλλά πλέον δεν είναι αποδεκτά. Μια κοινωνία που στηρίζεται στον οπορτουνισμό, έχοντας γαλουχηθεί στη λογική της ήσσονος προσπάθειας, της αποστροφής στην αξιολόγηση και τη λογοδοσία, θα βλέπει παθητικά τη διαρροή του «ανθρώπινου κεφαλαίου» και τη μετανάστευση διαβατηρίων στο εξωτερικό. Μια κοινωνία που επιμένει ν’ αποστρέφεται την καινοτομία, την έρευνα, την εξωστρέφεια, που βλέπει φοβικά το διπλανό της, έχει προδιαγράψει το μέλλον της. Μία τέτοια κοινωνία αδυνατεί ν’ ανταποκριθεί στο νόημα και το στόχο κάθε μεταρρυθμιστικής προσπάθειας κι αλλαγής, στο ασφαλιστικό, στην υγεία, στην παιδεία. Η μόνη αλλαγή που αποδέχεται, είναι αυτή που χαϊδεύει αυτιά, αυτή που δεν αλλάζει στην πράξη τίποτα και κυρίως τη βολή.
Οφείλουμε όμως όλοι, ως πολίτες μιας χώρας που προσπαθεί να ξαναβρεί τα «πατήματά της», να δώσουμε έμφαση στο μετασχηματισμό της σχέσης μας με την πολιτεία, το κράτος και τους εκφραστές της πολιτικής.
Επιβάλλεται, να επαναθεμελιώσουμε αρχές και αξίες που στην πορεία των χρόνων έχασαν τη σημασία τους. Μια σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία αλλά και κάθε πολιτικός σχηματισμός οφείλουν να αισθάνονται τον παλμό του κόσμου, την απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη, για ισονομία και για περισσότερη δημοκρατία.
Η έννοια της εθνικής συνείδησης και η συνειδητότητα ότι με τη συνδιαμόρφωση μιας εθνικής κουλτούρας και αλλαγής νοοτροπίας, όλοι μαζί με συναίνεση θ’ αποτινάξουμε τις διαχωριστικές γραμμές, μπορεί να πείσει και τους πλέον δύσπιστους ότι μόνο με συνέργειες θα επέλθει η νέα ελληνική ανόρθωση. Η κουλτούρα της ήσσονος προσπάθειας, της ανυπομονησίας και του εύκολου κέρδους οικοδομήθηκε σε ένα θεσμικό περιβάλλον που αποστρέφεται την οργάνωση, τον μακροπρόθεσμο προγραμματισμό, την ασφάλεια δικαίου, την αξιολόγηση. Έμφαση πρέπει να δοθεί στην εφαρμογή των κανόνων στη Δημόσια Διοίκηση, στη συνέπεια, στη λογοδοσία όλων, και όχι στην αμφιθυμία και τη φαυλοκρατία του πολιτικού συστήματος.
Το ζήτημα, εκτός από οικονομικό, καθίσταται πλέον βαθιά πολιτικό, αξιακό και θεσμικό και η πολιτική για την επίλυσή του οφείλει να στηρίζεται σε οργάνωση κεντρικών κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων με προοπτική μακροχρόνια, για δεκαετίες αν είναι δυνατό, να στοχεύει στη δημιουργία εμπιστοσύνης και ασφάλειας στον πολίτη, να προσδίδει ισχυρή κοινωνική συνεκτικότητα, να εμπνέει και να επιτάσσει αναπτυξιακή και παραγωγική δυνατότητα.
Η πολυθρύλητη ανάπτυξη προϋποθέτει τη σταθερότητα θεσμών και την ανταγωνιστικότητα, ως θεμελιωδών παραγόντων ευημερίας. Η εμπειρία από τις λοιπές αναπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά κι η κοινή λογική καταδεικνύει ότι είναι οι δύο σημαντικοί πυλώνες οικονομικής ανάπτυξης με επιπτώσεις στη δημιουργία ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους. Η ανάπτυξη θα έρθει στο πεδίο αυτό για την πατρίδα μας κυρίως όταν, θα στηρίζεται σε ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών όπου όλα όσα εισάγουμε θα καλύπτονται από τις εξαγωγές.
Έχοντας ως μείζων πρόβλημα την ανεργία, η καταπολέμησή της δε μπορεί να γίνει με «ασπιρίνες» επιδοματικού χαρακτήρα και προδιαγεγραμμένου ορίζοντα. Ούτε με κουπόνια μαθητείας και προγράμματα κατάρτισης χωρίς έρευνα εκπαιδευτικών αναγκών απλά και μόνο για την απορρόφηση των κοινοτικών πόρων. Χρειάζονται θέσεις εργασίας και αυτές δύναται να δημιουργηθούν μετά από προσέλκυση κεφαλαίων κι επενδύσεων από το εξωτερικό, αλλά και διατήρηση των υγιών εθνικών επιχειρήσεων.
Όλα αυτά προϋποθέτουν ένα ασφαλές και σταθερό περιβάλλον εφαρμογής. Ένα περιβάλλον με ασφάλεια κανόνων, φορολογίας και αρχών ανταγωνισμού, που μπορεί ν’ αποτελέσει πόλο έλξης επενδύσεων από το εξωτερικό και να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα σε αύξηση παραγωγικότητας. Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, από εισαγωγέα προϊόντων και παρόχου υπηρεσιών περιορισμένης ποιότητας στο εσωτερικό, σε παραγωγό προϊόντων κι υπηρεσιών υψηλής «προστιθέμενης αξίας» κι εξαγωγικής προοπτικής, απαιτεί σχέδιο, συνέπεια στην επίτευξη του στόχου και υπομονή στο χρόνο ωρίμανσης. Το νέο αναπτυξιακό πρότυπο δε μπορεί να στηριχθεί σε πρακτικές του παρελθόντος, με επιχειρήσεις κρατικοδίαιτες μικρής ανταγωνιστικότητας, με δημόσιο τομέα «υπηρέτη συμφερόντων των εκλεκτών και κομματικών φίλων», απαρτιζόμενο από στελέχη του «κομματικού σωλήνα», που τελείωσαν τις σπουδές με κομματική εύνοια. Πρακτικές και πολιτικές ανομίας που μας οδήγησαν στην κρίση δεν είναι αποδεκτές. Για πολλούς η κρίση χαρακτηρίζεται πλέον από την παρεχόμενη δυνατότητα δημιουργικής αλλαγής. Αλλά ο δρόμος όσο μακρύς και δύσβατος κι αν είναι, είναι ξεκάθαρος. Η Ελλάδα οφείλει και πρέπει να εκμεταλλευτεί αυτήν την ευκαιρία, ώστε να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις που θα διορθώσουν τα λάθη και τις υπερβολές του παρελθόντος, θα προσελκύσουν ξένες επενδύσεις και θα θέσουν την οικονομία σε μι?α πορεία σταθερής και βιώσιμης ανάπτυξης.
Στην κατεύθυνση αυτή, από πολλούς ακολουθείται μια “soft” πολιτική, μια προσέγγιση της «κοινής λογικής», της επίτευξης του αυτονόητου. Η Πολιτική δεν είναι μόνο η «τέχνη του εφικτού» όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Αλλά αποτελεί το πεδίο κατάθεσης αρχών κι αξιών, όπου με σχεδιασμό, προγραμματισμό κι οργάνωση στη βάση της λογοδοσίας, οφείλουμε να καταθέσουμε θέσεις και να αναλάβουμε ευθύνες για επιλογές κατεύθυνσης. Η Πολιτική οφείλει να θέτει και να ιεραρχεί «προτεραιότητες» όπου στη βάση των επιλογών της αξιολογείται και κρίνεται. Επιλογές που πάντα έχουν επιπτώσεις και κόστος, αλλά κι αποτελέσματα, και στη βάση των οποίων όλοι κρίνονται. Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Ο ορθολογισμός κι η κοινή λογική δε φτάνουν για να μας οδηγήσουν σε λύσεις για την κοινωνία, π.χ. ανεργία, επίκαιρα ζητήματα για το γάλα, φαρμακεία, υπηρεσίες υγείας ΕΟΠΥΥ. Οι όποιες επιλογές της επιδιωκόμενης πολιτικής έχουν το ανάλογο κόστος, επιφέρουν αλλαγές και μεταρρυθμίσεις και έχουν συνέπειες στο κοινωνικό σύνολο. Μόνο όμως με απώτερο στόχο την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, οι μεταρρυθμίσεις δεν αποκτούν κοινωνικό έρεισμα. Απαιτείται η συνείδηση των σφαλμάτων του παρελθόντος για τη σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία. Χρέος όλων μας στην κατεύθυνση της εισόδου στη νέα μεταμνημονιακή εποχή είναι η αλλαγή κι η εμπιστοσύνη στον ανθρώπινο παράγοντα. Η μετάβαση σε μια πραγματικά βιώσιμη οικονομία προϋποθέτει μια σημαντική στροφή σε σχέση με το σημερινό μοντέλο. Απαιτεί την αναγνώριση του ανθρώπινου κεφαλαίου ως θεμελίου της οικονομίας και την αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχει για την ανάπτυξη της χώρας και την κοινωνική ευημερία.