Η απομόνωση της Ρωσίας και η Ευρώπη

Αγγελος Στάγκος 08 Σεπ 2014

«H Eλλάδα ανήκει στη Δύση» είχε πει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, διατυπώνοντας με τέσσερις λέξεις το δόγμα του και ευτυχώς που η Ελλάδα ανήκει στη Δύση, όπως έχει αποδείξει η ιστορία της χώρας. Είναι ευτύχημα που τα τελευταία 65 περίπου χρόνια δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά αυτή η άποψη. Αντίθετα οι δεσμοί της χώρας με τη Δύση ενισχύθηκαν με ένταξη στα πιο βασικά δυτικά συλλογικά όργανα, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Και όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου έλεγε «έξω οι βάσεις», το έκανε εκ του ασφαλούς γιατί ήξερε ότι ήταν πια αχρείαστες για τους Αμερικανούς και μόνον η Κρήτη τους ενδιέφερε.

Τώρα, αν ο Θ. Δρίτσας και οι συν αυτώ του ΣΥΡΙΖΑ οραματίζονται απεμπλοκή της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ και διάλυση της Ατλαντικής Συμμαχίας, ιδιαίτερα σε εποχές σαν τη σημερινή, ο Θεός να μας φυλάει και εμάς και αυτούς. Οχι επειδή το ΝΑΤΟ έχει αποδειχθεί «φύλακας άγγελος» στη διαδρομή της ιστορίας, αλλά γιατί τέτοια παιχνίδια είναι εξαιρετικά επικίνδυνα για μία χώρα σαν τη δική μας.

Τούτων λεχθέντων, δεν σημαίνει ότι η επικρότηση όλων των αποφάσεων και ενεργειών της Δύσης, μεμονωμένων ηγετικών χωρών της ή και συλλογικές, αποτελεί υποχρέωση και καθήκον. Κάθε άλλο, όταν πολύ συχνά αυτές αφορούσαν στρατιωτικές επεμβάσεις σε τρίτες χώρες με χρήση ψευδών στοιχείων και φτηνής προπαγάνδας, χωρίς διεθνή νομιμοποίηση και κυρίως καταστροφικές, όπως αποδείχθηκε στη Γιουγκοσλαβία, στο Κόσοβο, στο Ιράκ, στη Λιβύη, στη Συρία και αλλού. Η ίδια διάθεση με ανάλογα αποτελέσματα επιδεικνύεται και στην περίπτωση της Ουκρανικής κρίσης, με τη διαφορά ότι οι επιπτώσεις μπορεί να είναι σοβαρές για ολόκληρη την Ευρώπη.

Με την κατάρρευση και τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, ο διάχυτος αντισοβιετισμός αντικαταστάθηκε στις ΗΠΑ, αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, από αντιρωσισμό, που αρχικά καλυπτόταν από την ευφορία που προκαλούσε η ολοκληρωτική ήττα της ιδεολογικά αντίπαλης υπερδύναμης, από το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις του ανεκδιήγητου Μπόρις Γέλτσιν επέτρεπαν τη λεηλασία της χώρας τους από ντόπιους τυχοδιώκτες και ξένα συμφέροντα και επειδή βέβαια οι ολιγάρχες και η νεόπλουτη τάξη που αναδείχθηκε, μετέφεραν τα πλούτη τους σε δυτικές τράπεζες. Παρ’ όλα αυτά και ενώ η Μόσχα έπαυσε να συνιστά αντίπαλο δέος για τη Δύση, η Ουάσιγκτον υιοθέτησε μία πολιτική απομόνωσης της Ρωσίας, βασισμένη σε μεγάλο βαθμό στο δόγμα του Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι όπως αυτός το περιέγραψε στο βιβλίο του «Η Μεγάλη Σκακιέρα», ώστε να μη δημιουργηθεί πάλι μεγάλη ηπειρωτική υπερδύναμη, αντίπαλη της ναυτικής υπερδύναμης των ΗΠΑ.

Την απομόνωση της Ρωσίας προώθησε με τρόπο πρωτόγονο, ανιστόρητο και υπεροπτικό ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος και η ιδεοληπτική παρέα του των Τσένι, Ράμσφελντ, Περλ, Γούλφοβιτς και λοιπών, την ίδια εποχή που στην εξουσία της Ρωσίας ανέβηκε ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Η επέκταση του ΝΑΤΟ σε πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ο χαρακτηρισμός τους ως «Νέα Ευρώπη», σε αντίθεση με την «παλαιά» που δεν έβλεπε πια ρωσική απειλή, από τον Ντόναλντ Ράμσφελντ, η απόφαση για εγκατάσταση συστημάτων πυραύλων (την πάγωσε μετά ο Μπαράκ Ομπάμα) σε αυτές, η κρίση της Γεωργίας, είναι ενδεικτικές των προθέσεών τους. Η κρίση της Ουκρανίας πρόσφερε την αφορμή σε κύκλους της Ουάσιγκτον να πιέσουν την ευκαιρία για αναβίωση αυτών των προθέσεων.

Και αυτή τη φορά χρησιμοποιήθηκε η Νέα Ευρώπη και κυρίως η Πολωνία και οι Βαλτικές χώρες που διακατέχονται από τυφλό αντιρωσισμό. Τη μεγάλη βοήθεια όμως την πρόσφερε αρχικά η Γερμανία που δεν αντελήφθη αμέσως πως πίσω από την ένταξη της Ουκρανίας στη Δύση με απότομη ανατροπή των γεωπολιτικών ισορροπιών, στόχος ήταν η ίδια και η Ευρώπη. Η επιδίωξη της πολιτικής των ΗΠΑ είναι αφενός η δημιουργία ενός νέου ψυχροπολεμικού κλίματος η οποία θα εμποδίζει την προσέγγιση, οικονομική και άλλη, της Γερμανίας και της Ευρώπης με τη Ρωσία που είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις και αφετέρου η αύξηση των αμυντικών δαπανών των ευρωπαϊκών χωρών. Το Βερολίνο κατάλαβε με καθυστέρηση ότι η Ρωσία (που δεν είναι φυσικά Αγία, αλλά και ποιος είναι άγιος στις μέρες μας) είναι από πολλές πλευρές ζωτικός χώρος για το ίδιο και την Ευρώπη, αλλά μένει να δούμε αν αυτό θα γίνει οριστικά αποδεκτό από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.